Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Π. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου


Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί! Η μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά συμπίπτει με την 14η Νοεμβρίου. Η Σύνοδος όμως του 1368, η οποία διακήρυξε εις τον κόσμο την αγιότητα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, λόγω των θαυμάτων τα οποία εποίει και όχι λόγω της παιδείας του, ούτε λόγω των συγγραμμάτων του, που είναι το υψηλότερο στην εποχή του επίτευγμα, αλλά και στην κορυφή συγχρόνως της αγιοπατερικής θεολογικής παραδόσεως, μετέφερε τη μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά εις την Β΄ Κυριακή των Νηστειών. Είναι μία πράξις συμβολική και αποφασιστική, διότι η σημερινή ημέρα τιμάται από τους Ορθοδόξους όλου του κόσμου ως επέκταση και προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας. Είναι συνέχεια της νίκης της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας εναντίον της πλάνης. Δεν είναι νίκη προσώπων εναντίον άλλων προσώπων, δεν είναι νίκη παρατάξεων εναντίον άλλης παρατάξεως η άλλων παρατάξεων, αλλά είναι η νίκη της Πίστεως. Ο θρίαμβος της Πίστεως ως τρόπου σκέψεως, ως τρόπου ζωής και εμπειρίας αγιοπνευματικής, που μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο εις την θέωση. Είναι νίκη δηλαδή της σωτηρίας, την οποία εισήγαγε στην ιστορία ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, άσαρκος εις την Παλαιά Διαθήκη και ένσαρκος εις την Καινή Διαθήκη.
Για να κατανοήσουμε τη σημασία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίο εις τον τίτλο της αποψινής ομιλίας ονομάζουμε Πατέρα της 9ης Οικουμενικής Συνόδου, θα ήθελα να οριοθετήσουμε τα συστατικά του τίτλου αυτού.

 Η Προσωπικότητα του Αγίου
Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1296 και σπούδασε φιλοσοφία, κυρίως αριστοτελική, σε τέτοιο βαθμό, ώστε όταν έδινε δεκαεξαετής τις εξετάσεις του εις το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως, ο μεγάλος λόγιος ο Θεόδωρος Μετοχίτης ενθουσιασμένος να του πει: «Παιδί μου, ούτε ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα μπορούσε να εκφραστεί κατά καλύτερο τρόπο».
Θεολογία ο Άγιος Γρηγόριος εσπούδασε εις την Θεολογική Σχολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν ήταν κάποιο ίδρυμα κρατικό, διότι η Θεολογική Σχολή είναι το μοναστήρι, είναι το (κοινοβιακό) μοναστήρι. Μέσα στο μοναστήρι ο Άγιος Γρηγόριος έγινε Θεολόγος. Μέσα από την άσκηση και την πνευματική ζωή. Εις το Παπίκιον Όρος, μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης, στο Άγιον Όρος και στην Βέροια, με τη αυστηροτάτη άσκησή του. Πέντε ημέρες της εβδομάδος ήταν απομονωμένος εις την αναχωρητική άσκηση, την βαρειά άσκησή του, και δύο ημέρες κατέβαινε για να συζητήσει με το μοναστικό σώμα τα προβλήματα, να μετάσχει δηλαδή στην κοινωνική εν Αγίω Πνεύματι ζωή των συμμοναστών του.
Ο Άγιος Γρηγόριος αναδείχθηκε σε μέγα Θεολόγο της Εκκλησίας, διότι είχε τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Ήταν ο Θεολόγος της ασκήσεως, της μετανοίας, και όχι ο Θεολόγος των πτυχίων και των πανεπιστημιακών τίτλων. Επιτρέψτε μου να το πω. Με αξίωσε ο Θεός, το λέγω γιατί τώρα βρίσκομαι στο τελευταίο στάδιο της ζωής μου, δεν ξέρω πόσο ο Θεός θα μ’ αφήσει στον κόσμο, αγγίζω τα εβδομήντα. Λέγω συνήθως, όσα πτυχία και να έχουμε δεν μας καταξιώνουν ως Θεολόγους. Με τη Χάρη του Θεού έχω πέντε πανεπιστημιακά διπλώματα, τρία πτυχία και δύο «Ντοκτορά», διδακτορικούς τίτλους, διδακτορικό Θεολογίας και Φιλοσοφίας - Ιστορίας, αυτά σε ξένο Πανεπιστήμιο. Γιατί τα είπα αυτά; Για να επαναλάβω αυτό που αρέσκομαι να λέγω συνήθως, ότι όλα αυτά, οι τίτλοι και τα πτυχία είναι μηδέν και κάτω του μηδενός, μηδέν και κάτω του μηδενός, ένα τίποτα. Εκείνο, το οποίο χρειάζομαι και μάλιστα ως Κληρικός, είναι μια αχτίδα της Χάριτος του Θεού. Λίγη Χάρη Θεού χρειάζομαι, για να ανταποκριθώ εις τις απαιτήσεις του διακονήματος και λειτουργήματός μου, και σ’ αυτό πιστεύω ότι θα συμφωνούν όλοι οι σεβαστοί συνάδελφοι εν Χριστώ, που είναι στο Άγιον Βήμα.
Έγινε, λοιπόν, μ’ αυτήν την Θεολογία συνεχιστής των Αγίων Πατέρων, ως Θεολόγος κατεξοχήν της παραδόσεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς εντάχθηκε σε μια σκυταλοδρομία του Αγίου Πνεύματος, η οποία αρχίζει με τους Αποστόλους, τους Αποστολικούς Πατέρες, με πρώτον τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, συνεχίζεται με τον Άγιο Ειρηναίο, με τον Άγιο Κυπριανό, φθάνει στο Μέγα Αθανάσιο, τους Καππαδόκες Πατέρες, τους Κυρίλλους, των Ιεροσολύμων και της Αλεξανδρείας, και συνεχίζεται αυτή η σκυταλοδρομία με τον Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Μέγα Φώτιο τον 9ο αιώνα, για να κορυφωθεί τον 14ο αιώνα στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και εν συνεχεία στους αγίους Κολλυβάδες Πατέρες, τους ησυχαστές του 18ου αιώνα.
Από την άλλη πλευρά, Φώτιος, Γρηγόριος Παλαμάς και Μάρκος Ευγενικός είναι στην ευθεία γραμμή της παραδόσεως, η οποία προέβαλε τους αγίους Πατέρες, την σκέψη τους και την βιοτή τους απέναντι στην αλλοτριωμένη και διεστραμμένη Δυτική Χριστιανοσύνη. Παρ’ όλα αυτά, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς -ο Θεός το επέτρεψε, για να τον δυναμώσει περισσότερο- έγινε και ομολογητής της πίστεως. Κατηγορήθηκε ως καινοτόμος και μάλιστα ως αιρετικός. Αυτή ήτανε η κρίση του 14ου αιώνος.
Μετά την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο (691/2) έχουμε τέτοια παραδείγματα μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, από τα τέλη του 7ου αιώνος και εξής. Οι Άγιοι να θεωρούνται ως καινοτόμοι, οι Άγιοι να θεωρούνται ως αιρετικοί, διότι δεν συμφωνούσαν με μια πολιτική Θεολογία, η οποία είχε διαδοθεί, με Ιεράρχες και Θεολόγους, οι οποίοι προσπαθούσαν να τα έχουν καλά με την εξουσία, για να καρπούνται οφέλη γήινα και προσωρινά. Το 1343 εφυλακίσθη ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στη φυλακή των ανακτόρων και το 1344 καταδικάσθηκε σε ακοινωνησία! Σύνοδοι είχαν καταδικάσει παλαιότερα τον Ιερό Χρυσόστομο, (σκεφτείτε τον ιερό Χρυσόστομο!) δύο φορές σε εξορία, ώστε να πεθάνει στην εξορία. Ανάλογες Σύνοδοι κατεδίκασαν τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γιατί δεν ήταν πρόθυμος να υπηρετήσει τα συμφέροντα των ισχυρών του εκκλησιαστικού χώρου και της πολιτείας. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο, αγαπητοί αδελφοί, Σύνοδοι που θεωρούνται Ορθόδοξοι, να αθωώνουν τους ενόχους και να καταδικάζουν τους Αγίους. Αυτό το φαινόμενο, που σημαίνει διαστροφή της Παραδόσεως εκ μέρους των, που αποκαλύπτει την εκκοσμίκευση του εκκλησιαστικού χώρου, θα συνεχίζεται όσο υπάρχει η αμαρτία, και φοβερά αποστασία, μέσα στο ράσο. Έτσι, λοιπόν, -θα μου επιτρέψετε παρενθετικά- να προσθέσω κάτι: Συνήθως λέγουν κάποιοι, και δεν είναι άστοχο το ερώτημα, γιατί δεν συμμετέχουν και οι λαϊκοί, μέλη και αυτοί του Σώματος του Χριστού, εις τας Συνόδους της Εκκλησίας. Οι Άγιοι Πατέρες τα έχουν διατάξει κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δεν χρειάζεται ούτε εμείς οι πρεσβύτεροι, ούτε οι λαϊκοί να συμμετέχουμε στις Συνόδους. Διότι τότε θα αρχίσει το ερώτημα: γιατί αυτός και όχι εγώ!
Ο Επίσκοπος μετέχει στη Σύνοδο, μεταφέροντας σ’ αυτήν αυτούσια τη γνώμη του ποιμνίου του. Όταν, λοιπόν, κάθε Επίσκοπος μέσα στη Σύνοδο εκφράζει την γνώμη της τοπικής του εκκλησίας, τότε συμμετέχει σ’ αυτήν, έμμεσα, και το πλήρωμά της. Φτάσαμε όμως σε καταστάσεις, αγαπητοί αδελφοί, που άλλη είναι η γνώμη του λαού, άλλη είναι η γνώμη των πρεσβυτέρων, του κλήρου του ευρυτέρου, άλλη είναι η γνώμη των Επισκόπων και τελικά άλλα αποφασίζουν οι Σύνοδοι. Αυτή είναι η κακοτυχία, η οποία μας δέρνει. Και θα μου επιτραπεί ταπεινά να υποβάλω γονυπετής, την παράκλησή μου στην Ιερά Σύνοδο. Ας πνεύσει και σ’ αυτήν ένας αέρας Πατερικός. Ας γίνει και στη Σύνοδό μας μία αναγέννηση, Πατερική όμως και Αποστολική και Προφητική. Κι ας ακούει τη φωνή του ποιμνίου -η Σύνοδος-, διότι θα έλθει εποχή, όπου οι αταξίες που συμβαίνουν στο πεζοδρόμιο καθημερινά, θα εισέλθουν και μέσα στην Εκκλησία. Μόλις ολοκληρωθεί ο σχεδιαζόμενος χωρισμός Εκκλησίας-Πολιτείας, με την πλέον αρνητική έννοια του όρου, τότε θα καταντήσουμε χειρότερα από τους Παλαιοημερολογίτες. Και αν δεν θελήσουμε με πρώτους τους Επισκόπους μας, τους οποίους σέβομαι απόλυτα, εάν δεν θελήσουμε να σωφρονισθούμε και να μην προκαλούμε τον λαό του Θεού, θα φθάσουμε σε φοβερές καταστάσεις στο χώρο τον εκκλησιαστικό. Δεν είμαι προφήτης, αλλά ο Θεός μου επέτρεψε να ασχολούμαι με την επιστήμη της Ιστορίας. Ο ιστορικός εργάζεται πάνω σε νομοτέλειες. Όχι λοιπόν με την διαίσθηση Προφήτου, διότι είμαι ακάθαρτος και ασήμαντος, αλλά με την διαίσθηση που μου δίνει ο χώρος της Ιστορίας, προβλέπω ότι εκεί θα καταλήξουμε. Κλείνω την παρένθεση.
Ο Άγιος Γρηγόριος απελευθερώθηκε το 1343 και από το 1347 μέχρι το 1359, μέχρι την κοίμησή του, διετέλεσε Αρχιεπίσκοπος Θεσ/κης. Το 1368, όπως είπα, η Σύνοδος του Πατριαρχείου για πρώτη φορά στην ιστορία επεμβαίνει για να διακηρύξει, όχι να αγιοποιήσει, -αυτά είναι φράγκικα, δεν έχουμε αγιοποίηση- αλλά επεμβαίνει η Σύνοδος να διακηρύξει την αγιότητά του, την υπάρχουσα και αποδεικνυομένη, όχι από τα βιβλία του, αλλά από τα θαύματά του.
 Ο Θεσμός των Οικουμενικών Συνόδων
Μιλήσαμε όμως στον τίτλο για 9η Οικουμενική Σύνοδο. Ποια είναι η 9η Οικουμενική Σύνοδος, με την οποία θα συνδέσουμε την παρουσία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά; Είναι γνωστό από την Ιστορία, ότι έχουμε επίσημα επτά Οικουμενικές Συνόδους. Η Οικουμενική Σύνοδος είναι το ανώτερο κριτήριο της εκκλησιαστικότητος. Για μας τους ορθοδόξους υψίστη μορφή εκκλησιαστικού πολιτεύματος είναι η Οικουμενική Σύνοδος. Κορυφή μας δεν είναι ένας άνθρωπος, ένας Πάπας -εδώ είναι ουσιαστική η διαφορά μας με τον παπισμό. Οι Προτεστάντες τα κατήργησαν όλα, και είναι πιο έντιμοι από τους παπικούς. Είναι πιο έντιμοι, γιατί δε θέλησαν να κρατήσουν τίποτε από την παράδοση της Εκκλησίας και να το διαστρεβλώνουν. Ο Παπισμός όμως υποκατέστησε την Οικουμενική Σύνοδο με τον Πάπα και την έκανε όργανο του παπισμού την Οικουμενική Σύνοδο, θεραπαινίδα των παπικών σχεδίων.
Στην Ορθοδοξία υπάρχει και θα υπάρχει μέχρι τέλους της ιστορίας, ως ύψιστος θεσμός εις την ζωήν της, η Οικουμενική Σύνοδος. Η Οικουμενική Σύνοδος –οικουμενική σημαίνει Σύνοδος όλου του κράτους. Κατά τον όρο του Ξενοφώντος και στο Ελληνικό Βυζάντιο, στην Ελληνική, δηλαδή, Ρωμανία, η λέξη Οικουμένη, σημαίνει κατ’ ουσίαν το κράτος, οικουμενικός διδάσκαλος, οικουμενικοί πατέρες κ.ο.κ.-. Η Οικουμενική Σύνοδος, λοιπόν, είναι η Σύνοδος όλου του κράτους και αντιμετωπίζει τα μεγάλα προβλήματα της πίστεως και τάξεως της Εκκλησίας. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι προϋποθέτουν κρίσεις εις το σώμα της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι απειλείται η σωτηρία. Και τότε έρχεται ως στόμα της Εκκλησίας η Οικουμενική Σύνοδος, για να διακηρύξει, σε κάθε περίπτωση, την σώζουσα Αλήθεια, σύμφωνα με τους Πατέρες, τους Αποστόλους, τους Προφήτες και τις Μητέρες όλων των αιώνων. Έχουμε επί παραδείγματι την 1η και την 2α Οικ. Σύνοδο, 325 και 381, οι οποίες ασχολήθηκαν με το πρόβλημα, τη μάστιγα καλύτερα, του Αρειανισμού και το Τριαδολογικό πρόβλημα. Έχουμε, λοιπόν, το 381 την ομολογία της πίστεως που είναι το «Πιστεύω», το οποίο απαγγέλλουμε στην Θ. Λειτουργία και σε πολλές άλλες ακολουθίες. Το «Πιστεύω» είναι η ομολογία της πίστεως που σώζει, που οδηγεί στη θέωση, με βάση τις αιρέσεις που προέκυψαν από τον Αρειανισμό. Δεν είναι ολόκληρη η πίστις της Εκκλησίας.
Την περασμένη Κυριακή -πιστεύω ότι κι εδώ, όπως και σε όλη την Ορθοδοξία- ανεγνώσθη ένα μέρος του Συνοδικού της Ορθοδοξίας. Το Συνοδικόν είναι η συνέχεια του Συμβόλου της πίστεως. Άρχισε να συντάσσεται στην Σύνοδο του 843, που έγινε η αναστήλωση των αγίων Εικόνων, και ολοκληρώθηκε τον 14ον αι., στην εποχή του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, περιλαμβάνοντας και όλες τις μεταγενέστερες, μετά το 843, αιρέσεις. Το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας είναι προέκταση, επέκταση του Συμβόλου της Πίστεως. Ο μακαρίτης ο Κοραής, ο οποίος θέλησε να διαμορφώσει όλον τον ελληνικό βίο, έλεγε: «Δέχομαι το Σύμβολο της Πίστεως, άρα είμαι Ορθόδοξος»! Αλλά και οι Προτεστάντες και οι παπικοί, έστω με την μικρή αλλαγή, που έχει μεγάλη σημασία βέβαια, του Filioque, το ίδιο Σύμβολο δέχονται. Εκείνο που χαρακτηρίζει την Ορθοδοξία είναι η συνέχεια του Συμβόλου της Πίστεως, και σ’ αυτήν ανήκει το κείμενο του Συνοδικού της Ορθοδοξίας.
Από την 3η μέχρι την 7η Οικ. Σύνοδο, μέχρι το 787, έχουμε αντιμετώπιση από τους Αγίους μας του Χριστολογικού προβλήματος. Είναι οι σχέσεις των δύο φύσεων, ανθρωπίνης και θείας εις Χριστόν, των δύο ενεργειών, θείας και ανθρωπίνης και των δύο θελήσεων, με κορύφωση εις το πρόβλημα του εικονισμού του Θείου Λόγου. Αν είναι δυνατόν ο Θεός Λόγος, που εσαρκώθη «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν», αν είναι δυνατόν να εικονισθεί. Έχουμε μία σύγκρουση μεταξύ του ελληνικού πνεύματος που δέχεται τον εικονισμό, και του ασιατικού πνεύματος, με όλα τα παρακλάδια του που αρνείται αυτόν τον εικονισμό, ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Και η απόφαση, η διακήρυξη καλύτερα των Αγίων Πατέρων (7η Οικ. Σύνοδος και Σύνοδος του 843) είναι ότι, αφού ο Θεός Λόγος προσέλαβε τον άνθρωπο ολόκληρο, ψυχή και σώμα, και έχουμε εν Χριστώ τέλειον άνθρωπον και τέλειον Θεόν, εικονίζεται ο Θείος Λόγος, κατά την ανθρώπινη φύση Του. Και έτσι μπορούμε να έχουμε τον Ιησούν Χριστόν σε εικόνες και να προσκυνούμε δια της ανθρωπίνης φύσεως, την θεότητα του Ιησού Χριστού. Αυτό είναι τεράστιο επίτευγμα της Εκκλησίας, αλλά και του ελληνικού πνεύματος, το οποίο προσέφερε και αυτό την παράδοσή του, για να εκφρασθεί, να ενισχυθεί και να κηρυχθεί σε όλο τον κόσμο η Ορθοδοξία.
Εάν είχαμε τον Ιησούν Χριστόν σήμερα, (βέβαια Εκείνος επέλεξε το πότε θα ήρχετο μέσα στην Ιστορία ως Θεάνθρωπος), εάν ο Ιησούς Χριστός κυκλοφορούσε ανάμεσά μας σήμερα, θα μπορούσαμε με μία κινηματογραφική μηχανή ή με μία φωτογραφική μηχανή να αποτυπώσουμε την μορφή του, όπως θα φαινόταν ο ίδιος ανάμεσά μας. Αυτό είναι τεράστια νίκη, επαναλαμβάνω, της Ορθοδοξίας και η λύσις του Χριστολογικού προβλήματος.
Υπάρχει όμως και η 8η Οικ. Σύνοδος. Είναι η Σύνοδος του 879, επί Μ. Φωτίου. Ο γνωστός δογματολόγος και δάσκαλός μας, ο Ιωάννης Καρμίρης, στην Θεολογική Σχολή Αθηνών, έλεγε ότι η Σύνοδος του 879 επί Μ. Φωτίου, είναι η τελευταία προ του Σχίσματος Γενική Σύνοδος της Αρχαίας Εκκλησίας, με όλα τα γνωρίσματα Οικ. Συνόδου. Η Σύνοδος αυτή καταδικάζει την δυτική αλλοτρίωση εις την διατύπωση του Filioque, της εκπορεύσεως δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, όχι μόνο από τον Πατέρα, όπως ο Χριστός μας το λέει στο 15,26 του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου -«ό παρά του Πατρός εκπορεύεται»- αλλά και «εκ του Υιού».
Θα μου επιτρέψετε, μιλώντας για θεολογικά θέματα να πω ότι είναι υπόθεση όχι επαγγελματιών της Θεολογίας, αλλά είναι υπόθεση όλου του Σώματος, όπως η πίστις μας τον 19ο αι. ήταν υπόθεση και του αγραμμάτου –σχολικά- Μακρυγιάννη. Χριστιανός Ορθόδοξος, ο οποίος δεν ζητεί να ενημερωθεί και να κατανοήσει τα προβλήματα της πίστεως, δεν είναι Ορθόδοξος. Γι’ αυτό διάφοροι χώροι που παρουσιάζονται ως Ορθόδοξοι από τον 19ο αι. μέχρι σήμερα, ασχολούνται με ηθικολογικά, με ηθικιστικά προβλήματα και νομίζουν ότι η ενασχόληση με τα δογματικά, -λόγω των σφαλμάτων του Μακράκη- θα οδηγήσει σε παρεκτροπές. Όχι αδελφοί μου, με ταπείνωση, με φόβο Θεού και με την στήριξη των Γερόντων, των πνευματικών μας, πρέπει να επιδιώκουμε να κατανοήσουμε τα θεολογικά προβλήματα και τη σημασία τους. Γιατί τα λέω αυτά;
Κάποτε ένας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, το 1981 σε ένα συνέδριο (αιωνία του η μνήμη) μου λέει: «Μα είναι δυνατόν να ερίζουμε, να φιλονικούμε με τους Δυτικούς χριστιανούς για μία λεξούλα; (για το Filioque). Και τότε ο παπα-Γιώργης –ο Θεός φώτισε– του είπα ένα επιχείρημα που το κηρύσσω μέχρι σήμερα. Λέω, πως υπάρχει μία φρασούλα που λέγεται βλασφημία. Βλασφημούμε τον Θεόν, τον Χριστόν μας, την Παναγία και πολλά άλλα πρόσωπα της εκκλησιαστικής μας πίστεως. Ο αιρετικός, έστω και με μία φράση, εκτοξεύει συνεχώς βλασφημία κατά του Θεού. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, έστω και σε ατελείς Θ. Λειτουργίες να μετέχουμε με τους αιρετικούς, όταν αυτό που λέγουν, αυτό που διδάσκουν, ο παπισμός, το πρωτείον, το αλάθητον, είναι εκτόξευση «κατά ριπάς» βλασφημιών εναντίον του Θεού; Εμείς με τους λόγους των Αγίων μας, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι εμείς είμαστε καλύτεροι ως άνθρωποι, αλλά με τους λόγους των Αγίων μας υμνούμε θεαρέστως τον Θεόν. Εκείνοι με τα λόγια των Παπών και των ψευδοσυνόδων τους βλασφημούν συνεχώς τον Θεό. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να υπάρξει κοινωνία; Καταλαβαίνετε τη σημασία και μιας μικρής λέξεως ακόμη. Αν το σκεφθείτε έτσι, ότι κάθε αιρετική παρέκκλιση είναι βλασφημία κατά του Θεού, θα καταλάβετε, γιατί οι Άγιοι Πατέρες τρέμουν κυριολεκτικά, όταν ακούνε τα λόγια των αιρετικών. Εμείς έχουμε φθάσει, μιλώ για τον εαυτό μου, σε τέτοια αναισθησία, ώστε ακούμε συνεχώς να βλασφημείται ο Θεός και δε μας ενδιαφέρει καθόλου. Είναι θάνατος πνευματικός, νάρκωση πνευματική!
Η 8η Οικ. Σύνοδος είναι η σύνοδος του 879, η οποία καταδικάζει το Filioque, την προσθήκη της φράσεως αυτής εις το Σύμβολον και κυρίως εκείνους που εισήγαγαν στο Σύμβολον αυτή την προσθήκη, δηλαδή τον φραγκικό κόσμο και την ηγεσία του.
 Η Διασταση Ανατολής και Δύσεως
Υπάρχει όμως και η 9η Οικ. Σύνοδος. Είναι οι Σύνοδοι της περιόδου της εκρήξεως του προβλήματος που αφορούσε στον ησυχασμό. Δεν είναι «ησυχαστικές έριδες», οι Φράγκοι μας μάθανε να τις λέμε ησυχαστικές έριδες. Είναι η έκρηξη της αντιστάσεως των ησυχαστών, των Ορθοδόξων δηλαδή, απέναντι στις παπικές και σχολαστικές προκλήσεις.
Είναι οι Σύνοδοι του 1341, του 1347, του 1351, με κατακλείδα την Σύνοδο που ανέφερα πριν, του 1368. Η αφορμή εδόθηκε από τα προβλήματα, τα οποία δημιούργησε η σύγκρουση των δύο παραδόσεων, της Ανατολής και της Δύσεως. Επίσης σχολαστικοί του Βυζαντίου, της Ρωμανίας, λατινίζοντες, ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Εκείνα όμως τα πρόσωπα, τα οποία ηγούνται, στην διασπορά πλανών εις την Ορθοδοξο Ανατολή είναι, όπως ξέρετε, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός και ο Γρηγόριος Ακίνδυνος ή Πολυκίνδυνος, όπως τον έλεγαν, ο μαθητής του.
Ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος αλλά και οι άλλοι οπαδοί τους, μετέφεραν την δυτική αλλοτρίωση στην Ανατολή. Ήδη στη Δύση είχε διαμορφωθεί ένας άλλος Χριστιανισμός, είχε αλλάξει η ουσία του Χριστιανισμού με την εκκοσμίκευση του Χριστιανισμού στη Δύση, η οποία εκκοσμίκευση σαρκώνεται και κορυφώνεται στην δημιουργία του παπικού κράτους.
Εμείς σήμερα, με ποιόν Πάπα μιλούμε; Με τον Πάπα επίσκοπο, έστω και super επίσκοπο, όπως θέλει να ονομάζεται, -γενικός επίσκοπος υπεράνω όλων των επισκόπων- ή με τον Πάπα βασιλέα και αυτοκράτορα και αρχηγό κράτους; Διερωτώμαι αυτοί που διεξάγουν τέτοιους διαλόγους, πότε θα το συνειδητοποιήσουν; Δύο τινά συμβαίνουν. Ή δεν μπορούν να τα καταλάβουν τα προβλήματα –κάτι που δεν θέλω να πιστέψω, γιατί διαθέτουν λογικό καλύτερο από το δικό μου,– η αδιαφορούν και τα θεωρούν όλα αυτά άνευ σημασίας, ασχολούμενοι με κοινωνικά, με πολιτικά και διπλωματικά θέματα.
Η Δύση και όλος ο Χριστιανισμός είχε αλλοτριωθεί σε σημείο που να λέγει ο Ντοστογιέφσκυ, δύο φορές, εις τους αδελφούς Καραμάζωφ και εις τον Ηλίθιον: Με τον άθεο, -ήταν η εποχή της άθεης ιντελιγκέντσιας εις την Ρωσία- με τους αθέους μπορώ να μιλήσω, διότι ξέρω που κινείται η σκέψη τους και ο λόγος τους, τι πιστεύουν και τι δεν πιστεύουν. Με τον παπισμό δεν μπορώ να μιλήσω, διότι ο παπισμός μου δίνει αλλοτριωμένη πίστη, «μου δίνει Χριστό που δεν υπάρχει, μου δίνει τον Αντίχριστο». Αυτό το λέγει ο Φιοντόρ, ο Θεόδωρος, δηλαδή, Ντοστογιέφσκι.
Έτσι λοιπόν η Δύσις εισάγει ό,τι εισάγει, χτυπώντας την καρδιά της Ορθοδοξίας που είναι ο ησυχασμός. Ο ησυχασμός ως άσκηση, ως πρακτική πνευματικότητος, συνοδεύει τον άνθρωπο από την αρχή της Δημιουργίας. Η επιστροφή των Πρωτοπλάστων γίνεται μέσω της πνευματικής ζωής, όπως και η πτώσις τους ήταν καρπός της αρνήσεως της πνευματικής, της αγιοπνευματικής, καλύτερα, ζωής. Ο ησυχασμός με την κάθαρση της καρδιάς, τον φωτισμό της καρδιάς από την Χάρη του Θεού, την άκτιστη, και με την θέωση, ανατρέπει την πλάνη, την αμαρτία μας, ανατρέπει την τραγικότητά μας. Η θεολογική ταυτότητα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, είναι ο ησυχασμός. Συνεχίζει και επανεκφράζει την πατερικότητα, αλλά κυρίως ο Άγιος Γρηγόριος αντελήφθη την αλλοτρίωση της Δύσεως. Μία Δύση που οι σχολαστικοί οι δικοί μας την ήθελαν και τότε ως συνομιλητή και συνοδοιπόρο.
 Η Θεολογία της Θεώσεως
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σ’ αυτό το σημείο, συνεχίζει τον Μ. Φώτιο. Ο πρώτος που αντελήφθη την αλλοτρίωση του Δυτικού Χριστιανισμού, -ότι είναι κάτι άλλο, αλλά όχι Χριστιανισμός των Αγίων Πατέρων- ήταν ο Άγιος Φώτιος, με το περίφημο έργο του «Περί της μυσταγωγίας του Αγίου Πνεύματος», που είναι πηγή μέχρι σήμερα εις την διδασκαλία και στα συγγράμματα όλων των θεολόγων μας περί Αγίου Πνεύματος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ανοίγει περισσότερο τον δρόμο. Είχε δε τις προκλήσεις του Καλαβρού Βαρλαάμ, ώστε να συλλάβει την πλήρη αλλοτρίωση της Δυτικής Θεολογίας. Ποια είναι η ουσία της διδασκαλίας του Αγίου Γρηγορίου, που είναι η συνέχεια της πατερικότητος; Ανακεφαλαιώνει τους Αγίους Πατέρες όλων των εποχών ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και επαναδιατυπώνει και επανεκφράζει την πίστη με τα μέσα, που του έδιδε η εποχή του. Την ίδια Ορθοδοξία εκφράζει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, με τη δική του γλώσσα, με τον δικό του τρόπο, μένοντας όμως πιστός στην θεολογική ομολογία των πατέρων του 4ου, του 5ου κ.ο.κ αιώνος. Δέχεται πρώτον την διάκριση ουσίας και ενέργειας εις τον Θεόν, την ονομάζει «διάκρισιν θεοπρεπή και απόρρητο», που είναι η προϋπόθεση της θεώσεως.
Εάν αρνηθούμε, όπως ο σχολαστικισμός, η θεολογία του παπισμού δηλαδή, την διάκριση ουσίας και ενέργειας, μένει μετέωρον το θέμα της θεώσεως. Πώς θεούμεθα; Ο σκοπός, ο απόλυτος σκοπός και προορισμός κάθε ανθρώπου, όχι μόνο των χριστιανών, είναι η θέωση. Κάθε άνθρωπος να φτάσει στη θέωση. «Ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2, 4). Η «επίγνωση της αληθείας» είναι η θέωση. Να ενωθούμε με την άκτιστη Χάρη τού Θεού. Με την ουσία του Θεού δεν υπάρχει δυνατότητα ενώσεως. Υπερβαίνει πάσα κατάληψη η ουσία του Θεού. Ενούμεθα με την άκτιστη Χάρη και ενέργεια του Θεού, οπότε, αν δεν υπάρχει αυτή η ενέργεια, αλλά η ενέργεια είναι κτιστή, - η μεγαλύτερη βλασφημία μετά το Filioque είναι η παραδοχή κτιστής χάριτος, κτιστής ενέργειας εις τον Θεόν-, δεν είναι δυνατή η σωτηρία.
Κτιστή ενέργεια σημαίνει, έχει αρχή και τέλος. Πώς θα σε σώσει κάτι που έχει αρχή και τέλος; Η ενέργεια της Αγίας Τριάδος, ούτε αρχή έχει, ούτε τέλος. Είναι άναρχη και ατελεύτητη, όπως η ουσία του Θεού. Αφού, λοιπόν, την ουσία δεν μπορούμε να την δεχτούμε -την ουσία του Θεού-, δεχόμεθα την ενέργειά Του. Χάρις, ενέργεια, Βασιλεία, δύναμις, η Βασιλεία των ουρανών, όλα αυτά σημαίνουν την άκτιστη ενέργεια που εκπορεύεται από την Αγία Τριάδα.
Σε κάποιο έργο που προέρχεται από τον ησυχαστικό κύκλο, επιτρέψτε μου αυτή τη στιγμή να ομολογήσω την αδυναμία μου να πω αν είναι του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ή όχι (αλλά δεν έχει καμιά σημασία, ίσως ανήκει στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά), αποσαφηνίζεται πώς βλέπει τον Θεό η Δύση, ο παπισμός. Βλέπει τον Θεό ως έναν δίσκο ηλιακό, που βρίσκεται στον ουρανό, αλλά οι ακτίνες του δεν φτάνουν στην γη. Τότε ή υπάρχει ο ήλιος ή δεν υπάρχει είναι το ίδιο πράγμα. Δεν μας ζεσταίνει, δεν μας ζωογονεί, αφού οι ακτίνες του δεν φτάνουν εις τον κόσμον. Ο Θεός της Ορθοδοξίας, των Αγίων Πατέρων, είναι ένας ήλιος που στέλνει τις ακτίνες του και ζωογονεί τη γη, και όλη την κτίση, αγιοπνευματικά. Οπότε από τα διάφορα υπόγεια, από την αμαρτία μας, από την πτώση μας, σπεύδουμε να ανεβούμε στην επιφάνεια του εδάφους, για να δεχθούμε τις ζωογόνες ακτίνες, όχι του φυσικού ηλίου, αλλά του υπερφυσικού Ηλίου, του Ηλίου της Δικαιοσύνης.
Γι’ αυτό έφτασε η Δύση από τον Deismus, στον «θάνατο του Θεού». Deismus τι σημαίνει; Θεός, Δημιουργός, αλλά όχι κυβερνήτης του κόσμου. Deus creator, sed non gubernator. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει, δεν έχει καμία σημασία. Γι’ αυτό ασχολείται η Δύση με κοινωνικά, με ηθικά προβλήματα. Όχι ότι δεν τα συμμεριζόμεθα κι εμείς, αλλά δεν είναι η κύρια προτεραιότητα της πίστεώς μας. Αυτοί ασχολούνται με τα αποτελέσματα, χωρίς να αναζητούν τις ρίζες, την ουσία. Η Δύση, λοιπόν, έφτασε από τον Deismus, εις τον θάνατον του Θεού. Στην δεκαετία του 1950 στην Αμερική και μετά στην Ευρώπη ο θεολογικός κόσμος μιλεί για τον «θάνατο του Θεού» και για την θεολογία «μετά τον θάνατο του Θεού». Τι σημαίνει θάνατος του Θεού; Δεν σημαίνει ότι ο Θεός καθ’ εαυτόν πεθαίνει. Δεν τους απασχολεί, γιατί ή υπάρχει ή δεν υπάρχει ο Θεός δεν λέει τίποτε γι’ αυτούς. Θάνατος του Θεού σημαίνει ότι ο Θεός δεν έχει καμιά σχέση με τη ζωή μας. Ο Θεός δεν μπορεί να μας σώσει. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, όχι μόνο βλασφημία, πόση ανοησία κρύβει αυτή η πορεία. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για τη διάκριση ουσίας και ενεργείας, όπως ο Μ. Βασίλειος και οι λοιποί Άγιοι Πατέρες, σώζει την Πίστη και την δυναμική της συγχρόνως εις την θέωση του ανθρώπου. Μιλεί, επίσης, για την ουσία του Θαβωρίου Φωτός. Στην συζήτηση με τους σχολαστικούς και τον Βαρλαάμ ετέθη το θέμα του Θαβωρίου Φωτός. Τι φως είναι; κτιστό ή άκτιστο; Ο Άγιος Γρηγόριος μας λέγει ότι και στο Σινά και στο Θαβώρ και στην Πεντηκοστή έχουμε την άκτιστη ενέργεια του Θεού ως άκτιστο φως. Η αίρεση είναι που προκαλεί όλα αυτά τα προβλήματα. Ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός εχαρακτηρίζετο σοφός. Είχε σπουδάσει στην Ρώμη μαθηματικά, φιλοσοφία. Ήταν ουμανιστής. ανθρωπιστής. Για να καταλάβετε αυτό το θέμα, παραπέμπω σε μια πρόσφατη μελέτη του αγαπητού αδελφού και συναγωνιστού, του πατρός Θεοδώρου Ζήση, Καθηγητού στην Θεσσαλονίκη (είναι και αυτός τώρα ομότιμος όπως και ο ομιλών αυτή τη στιγμή) εις τον Ορθόδοξον Τύπον. Σε τρεις συνέχειες αναλύει το αν ο Μέγας Φώτιος ήταν ανθρωπιστής, όπως διάφοροι φιλοσοφούντες θέλουν να τον παρουσιάσουν. Δεν θα επιμείνω περισσότερο γιατί θέλω να ολοκληρώσω αυτές τις σκέψεις.
Ήρθε, λοιπόν, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός από τη Μεγάλη Ελλάδα, την Καλαβρία. Ήρθε και έγινε καθηγητής εις την Κων/πολη. Δέχτηκε μεγάλες τιμές. Μάλιστα εξεπροσώπησε την Ορθοδοξία σε μια Σύνοδο στις αρχές του 14ου αι. εις την Avinion της Γαλλίας, όπου οι πάπες μέσα στις συγκρούσεις τους ήταν εξόριστοι. Ο Παλαμάς διέγνωσε αμέσως τον αιρετικό τρόπο σκέψεως του Βαρλαάμ. Κάποιος μοναχός, για να καταλάβετε τι σημαίνει Άγιος και Πατέρας της Εκκλησίας, κάποιος μοναχός έδωσε στον Άγιο Γρηγόριο ένα κείμενο περί Αγίου Πνεύματος, κατά του filioque, το οποίο είχε γράψει ο Βαρλαάμ. Και όλοι πίστευαν ότι είναι η κορυφή της Ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως. Μόλις διάβασε λίγες γραμμές ο Άγιος Γρηγόριος λέει «είναι αιρετικό το κείμενο». Έκανε τον αντιπαπικό ο Βαρλαάμ, αλλά η μέθοδος την οποία ακολουθούσε προέδιδε την εξάρτησή του από την πτώση του παπισμού, από την σχολαστική φιλοσοφία. Διότι η σκέψη του στηρίζονταν σε συλλογισμούς ανθρωπίνους και όχι στην αποκάλυψη του Θεού δια του Ιησού Χριστού στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη και στους Πατέρες της Εκκλησίας. Η φιλοσοφία, λοιπόν, για τον Βαρλαάμ είχε λυτρωτική σημασία, λυτρωτικό χαρακτήρα, και ζητούσε ούτε λίγο ούτε πολύ την εκφιλοσόφηση της πίστεως. Έπρεπε δηλαδή, έλεγε ο Βαρλαάμ, να γίνει κανείς φιλόσοφος, για να μπορέσει να σωθεί. Ένας «ελιτισμός» στον χώρο της πίστεως, στον χώρο της σωτηριολογίας. Ο Άγιος Γρηγόριος απαντούσε ότι ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι, είτε ξέρουμε γράμματα, είτε δεν ξέρουμε. Έχουμε μια άλλη παιδεία μέσα στην καρδιά μας, την παιδεία και την νουθεσίαν του Θεού. Και δεν στηριζόμαστε στα ανθρώπινα γράμματα. Τώρα κατανοείτε γιατί κατεδίκασα όλα τα πτυχία που με την χάρη του Θεού μπόρεσα να αποκτήσω. Μηδέν και κάτω του μηδενός εις την σωτηρία. Η Χάρις του Θεού και το άνοιγμα της καρδιάς σ’ αυτή τη Χάρη είναι η δυνατότητα της σωτηρίας μας και όχι τα γράμματα. Όχι η επίδειξη γνώσεων. Όλα αυτά μπορούν να ωφελήσουν σε πρακτικά θέματα, να κηρύξεις καλύτερα, να χρησιμοποιήσεις μια υψηλότερη γλώσσα, αλλά τις περισσότερες φορές, τα προσόντα αυτά τα κοσμικά γίνονται η αφορμή της πτώσεώς μας. Διότι «φυσιούται» ο άνθρωπος. Αποκτά ο άνθρωπος έπαρση, στηριζόμενος εις τις γήινες γνώσεις του.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στη συνέχεια γίνεται υπερασπιστής του μοναχισμού, του μοναχισμού της πατερικής παραδόσεως, τον οποίον πολεμούσε ο Βαρλαάμ. Ξέρετε η Δύση είχε χάσει τον αυθεντικό μοναχισμό, όπως είχε χάσει και την αληθινή θεολόγηση. Η αληθινή θεολόγηση περνάει μέσα από την ασκητική πραγματικότητα και πράξη, δηλαδή η Θεολογία είναι καρπός ασκήσεως, ανοίγματος του ανθρώπου στην Χάρη του Θεού. Η Θεολογία δεν είναι υπόθεση διανοητική. Όταν σπούδαζα στη Δύση, έμαθα την φράση «lavoro da tavolino», εργασία του τραπεζιού, του γραφείου. Δεν είναι αυτή η Θεολογία. Η Θεολογία γεννιέται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, με τον φωτισμό του ανθρώπου από την Χάρη του Θεού. Διαφορετικά συντάσσουμε ωραία κείμενα, τα οποία όμως δεν μπορούν να μας οδηγήσουν στην Θεολογία, διότι δεν είναι καρπός αγιοπνευματικής εμπειρίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στη συνέχεια είναι ο Θεολόγος της Θείας Χάριτος. Η Χάρις του Θεού, λέγει, είναι άκτιστη, δεν είναι δημιουργημένη χάρις, κτιστή χάρις, gratia creata. Οι θεούμενοι είναι οι αυθεντίες και όχι τα κείμενα. Αυτό το είχε υποστηρίξει πρώτον ένας μικρασιάτης Θεολόγος, Πατέρας της Εκκλησίας στο κέντρον της Ευρώπης, στο Λούγδουνον, την Λυών, ο Άγιος Ειρηναίος, τον 2ο αι. Ότι αυθεντίες στην Εκκλησία δεν είναι τα κείμενα, αλλά είναι ο θεούμενος, ο άγιος. Αυτός είναι αυθεντία. Ο προφήτης, ο Απόστολος, ο Πατέρας και η Μητέρα όλων των αιώνων. Αυτός που φτάνει στην θέωση. Οι θεολόγοι της Εκκλησίας, λοιπόν, είναι οι θεόπτες, είναι οι προφήτες που ονομάζονται στην Παλαιά Διαθήκη «Ροέ» από το εβραϊκό ρήμα «ραά» (αυτό δεν είναι επίδειξη, είναι γνωστότατο). Το ρήμα «ραά» σημαίνει βλέπω. Προφήτες είναι οι βλέποντες. Τι βλέπουν; Την Χάρη του Θεού, την άκτιστη. (Έχει ένα σπουδαίο βιβλίο ο σεβαστός και αγαπητός συναγωνιστής, ο π. Ιερόθος Βλάχος, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου: «Οι βλέποντες»). Έτσι, λοιπόν, οι Θεολόγοι είναι οι θεόπτες. Οι Θεολόγοι είναι αυτοί που βλέπουν το άκτιστο φως, αυτοί που φθάνουν εις την θεοπτίαν. Και κάτι άλλο. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, σε αντίθεση με τον Βαρλαάμ, ο οποίος ζητούσε την εκφιλοσόφηση της πίστεως και τόνιζε ιδιαίτερα τις φιλοσοφικές γνώσεις του ανθρώπου ως παράγοντα σωτηριολογίας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ιεραρχεί την σοφία-παιδεία. Έχουμε, διδάσκει, την θύραθεν, την κοσμική σοφία-παιδεία που παίρνουμε στα σχολεία, και την εσωτερική σοφία-παιδεία που παίρνουμε μέσα από τον πνευματικό αγώνα. Οπότε, λοιπόν, αυτό περνάει στο Συνοδικόν της Ορθοδοξίας εξ αφορμής του Ιωάννου του Ιταλού και άλλων νοθευτών της πίστεως. Είναι το περίφημο εκείνο: «τοις τα ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, ου προς παίδευσιν μόνον, αλλά και ταις ματαίαις αυτών γνώμαις επομένοις και ως αληθέσι πιστεύουσι, ανάθεμα»! Το ανάθεμα δεν είναι, όπως νομίζουν πολλοί, κατάρα. Το ανάθεμα σημαίνει χωρισμός. Οι αναθεματιζόμενοι δεν ανήκουν στο Σώμα του Χριστού και ορθά πρέπει να εκφωνείται «πάσι τοις αιρετικοίς ανάθεμα». Τα γράμματα, δηλαδή, δεν μας σώζουν. Το πρόβλημα είναι να μελετάς φυσική, αστροφυσική, και να νομίζεις ότι αυτό μπορεί να σε σώσει. Άλλο η εκπαίδευση του ανθρώπου, (αυτά καθορίζονται από τον Γρηγόριον τον Θεολόγον τον 4ο αιώνα) και άλλο το θέμα της σωτηρίας, της αιωνιότητός μας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διακρίνει δύο σοφίες, δύο γνώσεις. Όπως και όλοι όσοι ακολουθούν την παράδοση από τον Απόστολο Παύλο και τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο μέχρι τον Ευγένιο Βούλγαρη. Δέχεται ότι η Αποκάλυψις είναι υπέρ κατάληψιν. Δέχεται ότι η Αποκάλυψις του Θεού είναι ο Αληθινός Λόγος του Θεού. Θα σάς πω δε κάτι που κάποιους θα τους ξενίσει. Εμείς λέμε συνήθως η Βίβλος, η Αγία Γραφή περιέχει το Λόγο του Θεού. Δεν είναι η Βίβλος ο Λόγος του Θεού, αλλά είναι καταγραφή της Αποκαλύψεως του Θεού στην καρδιά των Αγίων, των Προφητών και των Αποστόλων. Ο Θεός δεν επικοινωνεί με γλώσσα ανθρώπινη. Ο Θεός δεν επικοινωνεί με κείμενα. Ο Θεός επικοινωνεί, εισερχόμενος δια του Ακτίστου Φωτός Του μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, ο οποίος φθάνει να γίνει δεκτικός της Χάριτος του Θεού. Επομένως η Βίβλος δεν είναι ο Λόγος του Θεού καθεαυτόν, είναι «λόγος περί του Λόγου του Θεού». Προηγείται η Αποκάλυψη της καταγραφής της, του γράμματος, της Βίβλου. Πιστεύω να έγινα κατανοητός. Εκεί μας οδηγεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Εμείς μιλούμε συνεχώς για την Γραφή ως τον Λόγον του Θεού. Είναι «λόγος για τον Λόγο του Θεού». Ο Λόγος του Θεού είναι η φανέρωση της Χάριτος του Θεού μέσα στην καρδιά των Προφητών, των Αποστόλων και όλων των Αγίων.
 Η Μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος
Αγαπητοί αδελφοί, οι Σύνοδοι του 14ου αιώνος διατυπώνουν την θεολογία περί της Θείας Χάριτος. Η Ορθόδοξη Παράδοση δέχεται αυτές τις Συνόδους ως 9η Οικουμενική και πανορθόδοξα γίνεται αυτό αποδεκτό από γνωστούς Θεολόγους. Διότι και η Σύνοδος αυτή, όπως και η 8η το 879, διαφοροποιούν ριζικά την ορθόδοξη Εκκλησία, στην πατερική συνέχειά της, από τον χριστιανισμό της Δύσεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, λοιπόν, με την θεολογία του, καρπό της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μέσα στην φωτισμένη από το Άγιο Πνεύμα καρδιά του, είναι ο Πατέρας της 9ης Οικουμενικής Συνόδου.
Ένα επίκαιρο ερώτημα είναι: Η μέλλουσα να συνέλθει πανορθόδοξος Σύνοδος τι θα κάνει; Ετοιμάζεται αυτή η Σύνοδος, για να μας οδηγήσει, όπως διαβάζουμε και όπως βλέπουμε, στην αποδοχή του παπισμού και του Προτεσταντισμού ως αυθεντικών χριστιανισμών. Αυτό είναι το τραγικό. Εύχομαι να μη γίνει ποτέ. Αλλά εκεί οδηγούνται τα πράγματα. Εάν, λοιπόν, συνέλθει η Πανορθόδοξος Σύνοδος, που θα έχει τον χαρακτήρα για μας Οικουμενικής Συνόδου, εάν συνέλθει και δεν δεχθεί μεταξύ των Οικουμενικών Συνόδων την 8η και την 9η, θα είναι ψευδοσύνοδος. Όπως η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας. Και τότε επεβλήθη από κάποιους δεσποτάδες Ανατολικούς και Δυτικούς, επεβλήθη η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας, αλλά ήταν αρκετή η αντίσταση εν Αγίω Πνεύματι κάποιων κορυφών της παραδόσεώς μας, όπως ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ώστε τελικά να χαρακτηριστεί ψευδοσύνοδος. Αιρετική Σύνοδος, αποτυχημένη Σύνοδος, η Σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας.
Η μέλλουσα να συνέλθει, λοιπόν, Πανορθόδοξος Σύνοδος θα κριθεί σ’ αυτό το σημείο. Εάν παρακάμψει αυτές τις δύο Συνόδους που τοποθετούν την Ορθοδοξία απέναντι στον Δυτικό χριστιανισμό. Εκεί είναι το κρίσιμο ερώτημα. Αυτοί θέλουν να παρουσιάσουν την ενότητα, ότι ο Δυτικός Χριστιανισμός είναι παράλληλη μορφή της Ορθοδοξίας των Αγίων Πατέρων. Εκεί κάποιοι εργάζονται, προς τα εκεί κάποιοι θέλουν να οδηγήσουν. Ο Θεός όμως είναι πάνω από όλους μας.
Ένα ψευδοεπιχείρημα, λοιπόν, που κυκλοφορείται στο χώρο της δικής μας Θεολογίας, της Ακαδημαϊκής Θεολογίας, είναι ότι ουδεμία Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τον Δυτικό Χριστιανισμό. Και όμως έχουμε δύο Οικουμενικές Συνόδους, του 879 και εκείνης του 14ου αιώνος, που διαφοροποιούν την Ορθοδοξία από τον Δυτικό Χριστιανισμό.
Είναι τραγικό! Δεν επιχαίρω, ούτε θριαμβολογώ. Η επιθυμία όλων μας πρέπει να είναι να συναντηθούμε στην ενότητα των Προφητών, των Αποστόλων και των Πατέρων όλων των αιώνων. Διαφορετικά κάθε ένωση θα είναι ψευδένωσις και όχι μόνον αυτό, αλλά θα καταστρέφει και θα διαστρέφει κάθε προσπάθεια, ειλικρινή προσπάθεια, που θέλει να οδηγηθεί στο θέμα της σωτηρίας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ελέγχει την σημερινή κατάσταση της Ορθοδοξίας. Υπάρχει σύγχυση. Σχετικοποίηση της πίστεως, πολιτικοί συμβιβασμοί. Οι διάλογοι οι εκκλησιαστικοί είναι απομίμηση των πολιτικών συζητήσεων. Έτσι, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς -γι’ αυτό δεν γίνεται ευχάριστα δεκτός- εμπνέει διάθεση ομολογίας και μαρτυρίου ακόμη, αν ο Θεός το επιτρέψει, στην εποχή μας. Βοηθεί, επίσης, στη συνέχεια της Ορθοδοξίας, της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Η επανέκφραση της Πίστεως με τα μέσα κάθε εποχής δεν έχει τίποτε το κοινό με την αναζητούμενη από δικούς μας θεολόγους Οικουμενιστές «επανερμηνεία» της πίστεως. Δεν είναι θέμα επανερμηνείας, πώς θα κατανοήσουμε λ.χ. το παπικό πρωτείο. Συγγνώμη για την φράση, και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα αφάγωτη! Μα είναι αυτά σοβαρά πράγματα, όταν παίζουμε «εν ου παικτοίς»; Όταν παίζουμε με τη σωτηρία; Όταν παίζουμε με την αιωνιότητα; Διαγράφουμε όλους τους Αγίους εν ονόματι των Αγίων. Διότι το πνεύμα, το οποίον κυριαρχεί, είναι να εκθειάζουμε τους Αγίους. Κι όπως, μακαρίτης τώρα, Αρχιεπίσκοπος έλεγε: Δεχόμεθα τον Μάρκο τον Ευγενικό και τον τιμάμε. Εκείνος έτσι έπρεπε να μιλήσει στην εποχή του, εμείς μιλούμε με τον δικό μας τρόπο στην δική μας εποχή. Κάτι παρόμοιο ελέχθη. Ο Χριστός όμως είναι πάντα ο αυτός «παρατεινόμενος εις τους αιώνες». Και η πίστη που σώζει είναι μία συνταγή, ένα φάρμακο που δεν αλλοιώνεται, δεν δέχεται αλλαγές. Είναι μία και ενιαία η πίστις. Η αποδοχή του Λόγου του Θεού από την εμπειρία των Αγίων, για να γίνει και δική μας εμπειρία.
Η κατανόηση, λοιπόν, των Αγίων, όπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, θέτει το πρόβλημα της αποδοχής της γλώσσας των Αγίων. Η γλώσσα των Αγίων είναι η έκφραση της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Με αυτή τη σκέψη καταλήγω κι εύχομαι ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς να συνοδεύει τη ζωή μας. Καλόν το υπόλοιπον Στάδιον της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και Καλή Ανάσταση!

 

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Πεινάω, νηστεύω, αγωνίζομαι ή τίποτα απ' αυτά; Μερικές αντισυμβατικές σκέψεις για τη νηστεία από τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν

«…Ει μη εν προσευχή και νηστεία» (*)


Δεν μπορεί να υπάρξει Σαρακοστή χωρίς νηστεία. Όμως φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι σήμερα ή δεν παίρνουν τη νηστεία στα σοβαρά ή, αν την παίρνουν, παρεξηγούν τον πραγματικό πνευματικό σκοπό της. Για μερικούς νηστεία σημαίνει ένα συμβολικό «σταμάτημα» σε κάτι, για μερικούς άλλους νηστεία είναι μια προσεκτική τήρηση των νηστευτικών κανόνων. Αλλά και στις δυο περιπτώσεις σπάνια η νηστεία συνδέεται με την όλη προσπάθεια της Μεγάλης Σαρακοστής. 
Θα πρέπει πρώτα πρώτα να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη νηστεία και ύστερα να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: Πώς μπορούμε εμείς να εφαρμόσουμε αυτή τη διδασκαλία στη ζωή μας; Η νηστεία ή η αποχή από τις τροφές δεν είναι αποκλειστικά μια χριστιανική συνήθεια. Υπήρχε και υπάρχει ακόμα και σε άλλες θρησκείες ή και πέρα από τις θρησκείες, όπως λόγου χάρη, σε μερικές ειδικές θεραπείες κλπ. Σήμερα οι άνθρωποι νηστεύουν (απέχουν από το φαγητό) για πάρα πολλές αιτίες, ακόμα και για πολιτικούς, μερικές φορές λόγους. Είναι πολύ βασικό λοιπόν να ξεχωρίσουμε το μοναδικό περιεχόμενο στη χριστιανική νηστεία. 
Αυτό μιας αποκαλύπτεται πρώτα απ’ όλα στην αλληλοεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σε δυο γεγονότα που βρίσκονται στην Αγία Γραφή: το ένα στην αρχή της Παλαιάς Διαθήκης. Το πρώτο γεγονός είναι το «σταμάτημα της νηστείας» από τον Αδάμ στον Παράδεισο. Έφαγε, ο Αδάμ, από τον απαγορευμένο καρπό. Έτσι μάς παρουσιάζεται η πρώτη αμαρτία του ανθρώπου. Ο Χριστός, ο Νέος Αδάμ – και αυτό είναι το δεύτερο γεγονός – αρχίζει με νηστεία. Ο Αδάμ πειράσθηκε και υπόκυψε στον πειρασμό. Ο Χριστός πειράσθηκε και νίκησε τον πειρασμό. Η συνέπεια της αποτυχίας του Αδάμ είναι η έξωσή του από τον Παράδεισο και ο θάνατος. Ο καρπός της νίκης του Χριστού είναι η συντριβή του θανάτου και η δική μας επιστροφή στον Παράδεισο. [...]
Ο Χριστός είναι ο Νέος Αδάμ. Έρχεται να επανορθώσει την καταστροφή που επέβαλε στη ζωή ο Αδάμ, να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην αληθινή ζωή. Και ο Χριστός επίσης αρχίζει με νηστεία: «νηστεύσας ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα, ύστερον επείνασε» (Ματθ. 4, 2). Η πείνα είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία αναγνωρίζουμε την εξάρτησή μας από κάτι άλλο – τη στιγμή που νιώθουμε κατεπείγουσα και απαραίτητη ανάγκη για τροφή καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε τη ζωή μέσα μας. Είναι αυτό το όριο πέρα από το οποίο ή πεθαίνω από ασιτία ή αφού ικανοποιήσω το σώμα μου έχω ξανά το αίσθημα της ζωής μέσα μου. 

Θεός και Αδάμ στην Εδέμ, face to face. Η ορθόδοξη ιδέα για τη σχέση Θεού και ανθρώπου δεν περιέχει ίχνος εξουσιαστικής καταπίεσης (από το βιβλίο Θρησκευτικών της Β΄ Λυκείου).

Αυτή ακριβώς, με άλλα λόγια, είναι η στιγμή που αντιμετωπίζουμε την τελική ερώτηση: Από τι λοιπόν εξαρτάται η ζωή μου; Και εφ’ όσον η ερώτηση δεν είναι απλά μια ακαδημαϊκή ερώτηση, αλλά τη νιώθω μ’ ολόκληρο το σώμα μου, είναι επίσης και στιγμή πειρασμού. Ο Διάβολος ήρθε στον Αδάμ μέσα στον Παράδεισο, ήρθε επίσης και στο Χριστό μέσα στην έρημο. Πλησίασε δηλαδή δυο πεινασμένους ανθρώπους και τους είπε: Χορτάστε την πείνα σας, γιατί αυτή είναι η απόδειξη ότι εξαρτάστε ολοκληρωτικά από την τροφή, ότι η ζωή σας βρίσκεται στην τροφή. Και ο μεν Αδάμ πίστεψε και έφαγε, ο Χριστός όμως αρνήθηκε τον πειρασμό και είπε: ο άνθρωπος «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται». Αρνήθηκε να δεχτεί αυτό το ψέμα που ο διάβολος επιβάλλει στον κόσμο, το κάνει δε ολοφάνερη αλήθεια χωρίς καμιά επιπλέον συζήτηση, το κάνει θεμέλιο για όλες τις απόψεις μας, τις επιστήμες, την ιατρική, πιθανόν και για τη θρησκεία. Κάνοντας αυτό ο Χριστός αποκατέστησε τη σχέση ανάμεσα στην τροφή, τη ζωή και το Θεό, σχέση την οποία είχε σπάσει ο Αδάμ και που εμείς εξακολουθούμε να τη σπάζουμε κάθε μέρα.
Τι είναι, λοιπόν, νηστεία για μάς τους χριστιανούς; Είναι η είσοδός μας και η συμμετοχή μας σε κείνη την εμπειρία του Χριστού με την οποία μάς ελευθερώνει από την ολοκληρωτική εξάρτηση από την τροφή, την ύλη και τον κόσμο. Με κανένα τρόπο η δική μας ελευθερία δεν είναι πλήρης. Με το να ζούμε ακόμα στο μεταπτωτικό κόσμο, στον κόσμο του παλιού Αδάμ, με το να είμαστε μέρος του, εξακολουθούμε να εξαρτόμαστε από την τροφή. Αλλά όπως ακριβώς ο θάνατός μας – από τον οποίο είναι ανάγκη οπωσδήποτε να περάσουμε – έγινε χάρη στο θάνατο του Χριστού μια διάβαση προς τη ζωή, έτσι και η τροφή που τρώμε και η ζωή που μας δίνει μπορεί να γίνει ζωή «εν τω Θεώ» και για το Θεό. 
Αλλά ακόμα και ο «επιούσιος άρτος» που παίρνουμε από το Θεό μπορεί να είναι σ’ αυτή τη ζωή μας και σ’ αυτόν τον κόσμο, εκείνο που μάς δίνει δύναμη, να είναι η επικοινωνία μας με το Θεό μάλλον παρά εκείνο που μάς χωρίζει απ’ Αυτόν. Παρ’ όλα αυτά όμως μόνο η νηστεία είναι εκείνη που μπορεί να πραγματοποιήσει μια τέτοια μεταστροφή, μπορεί να μάς δώσει την υπαρξιακή βεβαίωση ότι η εξάρτησή μας από την τροφή και την ύλη δεν είναι ολοκληρωτική και τέλεια ότι ενωμένη με την προσευχή, τη χάρη και τη λατρεία μπορεί να γίνει πνευματική.

Όλα αυτά σημαίνουν, αν το νιώσουμε βαθιά, ότι η νηστεία είναι το μόνο μέσο με το οποίο ο άνθρωπος επανορθώνει την αληθινή πνευματική του φύση. Δεν είναι μια θεωρητική αλλά μια αληθινά πρακτική πρόκληση για τον «πατέρα του ψεύδους» που καταφέρνει να μάς πείσει ότι εξαρτιόμαστε μόνο από το ψωμί και να οικοδομήσει όλη την ανθρώπινη γνώση, την επιστήμη και όλη την ύπαρξη πάνω σ’ αυτό το ψέμα. Η νηστεία είναι ένα ξεσκέπασμα αυτής της απάτης και ταυτόχρονα μια απόδειξη ότι υπάρχει αυτό το ψέμα. 
Έχει ύψιστη σημασία το ότι ο Χριστός, ενώ νήστευε συνάντησε το Σατανά και το ότι αργότερα είπε ότι ο Σατανάς δεν αντιμετωπίζεται «ει μη εν νηστεία και προσευχή». Η νηστεία είναι ο πραγματικός αγώνας κατά του Διαβόλου γιατί είναι η πρόκληση στο νόμο που τον κάνει «άρχοντα του κόσμου τούτου». Και όμως αν κάποιος πεινασμένος ανακαλύψει ότι μπορεί πραγματικά να γίνει ανεξάρτητος απ’ αυτή την πείνα, ότι δεν θα καταστραφεί απ’ αυτή αλλά ακριβώς το αντίθετο ότι μπορεί να τη μετατρέψει σε πηγή πνευματικής δύναμης και νίκης, τότε τίποτε δεν απομένει απ’ αυτό το μεγάλο ψέμα στο οποίο ζούσαμε μετά από τον Αδάμ.
Πόσο άραγε ξεφύγαμε από την συνηθισμένη αντίληψη της νηστείας –ότι νηστεία δεν είναι παρά η αλλαγή φαγητών ή το τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται -, απ’ όλη την επιφανειακή υποκρισία; Τελικά νηστεύω σημαίνει μόνο ένα πράγμα: πεινάω. Να φτάνω δηλαδή στα όρια εκείνης της ανθρώπινης κατάστασης οπότε φαίνεται καθαρά η εξάρτηση από την τροφή και, καθώς είμαι πεινασμένος ν’ ανακαλύπτω ότι αυτή η πείνα είναι πρώτα απ’ όλα μια πνευματική κατάσταση και που αυτή, στην πραγματικότητα, είναι πείνα για το Θεό.
Στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, νηστεία πάντοτε σημαίνει τέλεια αποχή από την τροφή, κατάσταση πείνας, ώθηση του σώματος στα άκρα. Εδώ όμως ανακαλύπτουμε ακόμα ότι η νηστεία σαν μια σωματική προσπάθεια δεν έχει κανένα νόημα χωρίς το πνευματικό συμπλήρωμά της «…εν νηστεία και προσευχή». Αυτό σημαίνει ότι χωρίς την αντίστοιχη πνευματική προσπάθεια, χωρίς να τρεφόμαστε με τη Θεία Πραγματικότητα, χωρίς ν’ ανακαλύψουμε την ολοκληρωτική μας εξάρτηση από το Θεό και μόνο απ’ Αυτόν, η σωματική νηστεία θα καταντήσει μια πραγματική αυτοκτονία. Αν ο ίδιος ο Χριστός πειράστηκε ενώ νήστευε, εμείς δεν έχουμε την παραμικρή πιθανότητα ν’ αποφύγουμε έναν τέτοιο πειρασμό. Η σωματική νηστεία είναι απαραίτητη μεν αλλά χάνει κάθε νόημα και γίνεται αληθινά επικίνδυνη αν ξεκοπεί από την πνευματική προσπάθεια – από την προσευχή και την αυτοσυγκέντρωση. Η νηστεία είναι μια τέχνη που την κατέχουν απόλυτα οι άγιοι. Θα ήταν αλαζονικό και επικίνδυνο για μάς αν δοκιμάζαμε αυτή την τέχνη χωρίς διάκριση και προσοχή. Η λατρεία της Μεγάλης Σαρακοστής [=δηλ. οι τελετές που γίνονται στους ορθόδοξους ναούς την περίοδο της Μεγ. Σαρακοστής] μάς υπενθυμίζει συνέχεια τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τους πειρασμούς που περιμένουν όσους νομίζουν ότι μπορούν να στηριχτούν στη δύναμη της θέλησής τους και όχι στο Θεό.


Για το λόγο αυτό εκείνο που πρώτα απ’ όλα χρειαζόμαστε είναι μια πνευματική προετοιμασία για την προσπάθεια της νηστείας. Και αυτή είναι να ζητήσουμε από το Θεό βοήθεια επίσης να κάνουμε τη νηστεία μας θεο-κεντρική. Να νηστεύουμε εν ονόματι του Θεού. Πρέπει να ξανανιώσουμε ότι το σώμα μας είναι ναός της Παρουσίας του. Είναι ανάγκη να ξαναβρούμε ένα θρησκευτικό σεβασμό για το σώμα, την τροφή, για το σωστό ρυθμό της ζωής. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν πριν αρχίσει η νηστεία, ώστε όταν αρχίσουμε να νηστεύουμε να είμαστε εφοδιασμένοι με πνευματικό οπλισμό, με το όραμα και το πνεύμα της μάχης και της νίκης.
Κατόπιν έρχεται η ίδια η νηστεία. Σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω η νηστεία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε δύο επίπεδα: πρώτα σαν ασκητική νηστεία και δεύτερον σαν γενική νηστεία. Η ασκητική νηστεία περιλαμβάνει μια δραστική μείωση της τροφής έτσι ώστε η συνεχής κατάσταση πείνας να μπορεί να βιωθεί σαν υπενθύμιση του Θεού και σαν διαρκής προσπάθεια συγκέντρωσης του νου μας στο Θεό. Όποιος το έχει δοκιμάσει αυτό –έστω και για λίγο- ξέρει ότι η ασκητική νηστεία αντί να μάς αδυνατίζει, μάς ξαλαφρώνει, μάς ευκολύνει στην αυτοσυγκέντρωση, μάς κάνει νηφάλιους, χαρούμενους και καθαρούς. Αυτός που νηστεύει έτσι, παίρνει την τροφή σαν αληθινό δώρο του Θεού. Είναι συνέχεια στραμμένος προς τον εσωτερικό κόσμο ο οποίος, ανεξήγητα, γίνεται ένα είδος τροφής.[...]
Όσο για την γενική νηστεία είναι ανάγκη αυτή να περιορίζεται σε διάρκεια και να συνδυάζεται με τη Θεία Ευχαριστία. Με τις παρούσες συνθήκες ζωής η καλύτερη μορφή αυτής της νηστείας είναι η μέρα πριν από τη βραδινή Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων. Είτε νηστεύουμε αυτή τη μέρα από νωρίς το πρωί είτε αργότερα, το βασικό σημείο είναι να ζούμε όλη τη μέρα σαν μια μέρα προσδοκίας, ελπίδας, μια μέρα πείνας για τον ίδιο το Θεό. Δηλαδή να αυτοσυγκεντρωθούμε και να σκεφτούμε αυτό που πρόκειται να έρθει, το δώρο που θα πάρουμε και που για χάρη του απαρνούμαστε όλα τ’ άλλα δώρα.
Ύστερα απ’ όσα είπαμε, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι όσο περιορισμένη και αν είναι η νηστεία μας – εφ’ όσον είναι αληθινή νηστεία – θα μας οδηγήσει στον πειρασμό, στην αδυναμία, στην αμφιβολία και στον ερεθισμό. Μ’ άλλα λόγια δηλαδή θα είναι μια πραγματική μάχη και πιθανόν ν’ αποτύχουμε πολλές φορές. Αλλά αν ανακαλύψουμε ότι η χριστιανική ζωή είναι μάχη και προσπάθεια, τότε βρήκαμε το βασικό στοιχείο της νηστείας. Μια πίστη που δεν έχει ξεπεράσει τις αμφιβολίες και τον πειρασμό σπάνια μπορεί να θεωρηθεί αληθινή πίστη. Δυστυχώς, δεν υπάρχει καμιά πρόοδος στη χριστιανική ζωή χωρίς την πικρή εμπειρία της αποτυχίας. 
Πάρα πολλοί άνθρωποι αρχίζουν να νηστεύουν με ενθουσιασμό και σταματούν μετά την πρώτη αποτυχία. Θα μπορούσα να πω ότι ακριβώς σ’ αυτή την πρώτη αποτυχία έρχεται η πραγματική δοκιμή. Αν μετά την αποτυχία και την συνθηκολόγηση με τις ορέξεις μας και τα πάθη μας ξαναγυρίσουμε όλα απ’ την αρχή και δεν υποχωρήσουμε όσες φορές κι αν αποτύχουμε, αργά ή γρήγορα η νηστεία μας θα φέρει τους πνευματικούς καρπούς της. Ανάμεσα στην αγιότητα και τον απαγοητευτικό κυνισμό βρίσκεται η μεγάλη και θεϊκή αρετή της υπομονής – υπομονή πρώτα απ’ όλα για τον εαυτό μας. Δεν υπάρχει σύντομος δρόμος για την αγιότητα, για κάθε σκαλοπάτι πρέπει να πληρώσουμε ολόκληρο το αντίτιμο. Έτσι, το καλύτερο και ασφαλέστερο είναι ν’ αρχίσουμε με το ελάχιστο – ακριβώς λίγο πάνω από τις φυσικές μας δυνατότητες- και ν’ αυξήσουμε τις προσπάθειές μας λίγο λίγο, παρά να επιχειρήσουμε πηδήματα σε μεγάλα ύψη στην αρχή και να σπάσουμε μερικά κόκκαλα πέφτοντας στη γη!
Σαν συμπέρασμα: από μια συμβατική και τυπική νηστεία – δηλαδή νηστεία από υποχρέωση και συνήθεια – πρέπει να γυρίσουμε στην πραγματική νηστεία. Ας είναι περιορισμένη και ταπεινή αλλά να είναι συνεχής και αποφασιστική. Ας αντιμετωπίσουμε έντιμα τις πνευματικές και φυσικές μας δυνατότητες και ας ενεργήσουμε ανάλογα, ας θυμόμαστε πάντως ότι δεν μπορούμε να νηστέψουμε χωρίς να προκαλέσουμε αυτές τις δυνατότητες, χωρίς να ενεργοποιήσουμε στη ζωή μας τα θεϊκά λόγια «τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά εστί παρά τω Θεώ».

Από το Βιβλίο «Μεγάλη Σαρακοστή» του π. Αλέξανδρου Σμέμαν

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Διονύσιος Σερβίων & Κοζάνης - Μητροπολίτης

14 Φεβρουαρίου 2015
Τίποτ’ άλλο δεν είναι τόσο βέβαιο στη ζωή μας παρά ότι θα αποθάνομε. Το γεγονός ότι γεννηθήκαμε και είμαστε σε τούτο τον κόσμο οδηγεί στη βεβαιότητα πως μια μέρα θα φύγουμε. Κάθε μέρα το βλέπομε και το διαπιστώνομε, πως άν­θρωποι γεννιούνται κι άνθρωποι αποθνήσκουν άλλοι έρχον­ται κι άλλοι φεύγουν. Αλλά κι άλλο ένα είναι το ίδιο βέβαιο, πως θα κριθούμε, πως θα δώσουμε δηλαδή λόγο για τη διαγω­γή μας σε τούτη τη ζωή. Αυτή είναι κοινή πίστη, ριζωμένη μέσα σε όλους τους ανθρώπους όλων των λαών κι όλων των αιώνων. Αλλά έχομε «βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον» · η θεία Γραφή ομιλεί γιέ τη μεγάλη και επιφανή ημέρα της κρίσεως, κι ο Ιησούς Χριστός για τη δευτέρα του παρουσία, κα­θώς θα το ακούσουμε στο Ευαγγέλιο της θείας Λειτουρ­γίας.
deyteprosme2
Η δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και η κρίση είναι η πράξη του Θεού, στην οποία καταξιώνεται η διδαχή του Ευαγγελίου, η πίστη της Εκκλησίας και ο βίος των πιστών. Την ευαγγελική περικοπή, που θα ακούσουμε, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος την ονομάζει «ηδίστην», δηλαδή γλυκύτατη περικοπή, που οι πιστοί την ακούν από το στόμα του Κυρίου, τη μελετούν με σπουδή και την κρατούν στη μνήμη τους με κατάνυξη. Η Εκκλησία επισφραγίζει το Σύμ­βολο της πίστεως με την προσδοκία της αναστάσεως και της κρίσεως· «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών…». Η πληροφορία της συνείδησής μας και ο λόγος του Ιησού Χριστού στην ευαγγελική περικοπή αρκούν για να μας πείσουν, αλλά είναι σαφής και ο λόγος του Αποστόλου, όταν γράφει προς Εβραίους· «απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις».
Αλλά πολλοί από τους ανθρώπους δεν το βάζουν στο μυα­λό τους μήτε πως θα αποθάνουν μήτε πως έχουνε να κριθούν από το Θεό για τα έργα τους. Είναι το χειρότερο που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος. Βγάλε από μέσα σου τη μνήμη του θανάτου και το φόβο της κρίσεως κι ύστερα κατέβασες τον εαυτό σου στη θέση του κτήνους και δεν κρατιέσαι πουθενά. Μάλιστα όταν είσαι νέος. Οι νέοι, σαν και να μην είναι τόσοι γέροι γύρω τους, σαν και να μην το βλέπουν πως κάθε μέρα αποθνήσκουν άνθρωποι. Ξεγελιούνται λοιπόν από τα νιάτα τους κι από την υγεία τους και θαρρούν πως πάντα θα είναι νέοι, πως δεν θα αποθάνουν ποτέ και πως δεν έχουνε να δώ­σουν λόγο για τον τρόπο της ζωής τους. Κι όμως το πιο ευεργετικό για όλους, κι όταν είμαστε νέοι κι όταν θα γεράσουμε, είναι η μνήμη του θανάτου. Όλη η ζωή των σοφών ανθρώπων και των αγίων του Θεού είναι μνήμη θανάτου. Όσο είναι πικρό, άλλο τόσο είναι και σωτήριο να θυμάται ο καθέ­νας μας πως θα αποθάνει. Όποιος δεν ξεχνά το θάνατό του είναι κοντά, για να μην αμφιβάλλει πως τον περιμένει η κρίση και η ανταπόδοση του Θεού.
Ο Ιησούς Χριστός μίλησε καθαρά και είπε για τη δευτέρα και ένδοξη παρουσία του. Την πρώτη φορά ήλθε ταπεινά και φτωχά· τη δεύτερη θα έλθει με όλη τη θεϊκή του δόξα. Την πρώτη φορά ήλθε για να σώσει τον κόσμο· τη δεύτερη θα έλθει για να τον κρίνει. Την πρώτη φορά έδωσε την εντολή της αγάπης· τη δεύτερη θα κρίνει με δικαιοσύνη. Όχι μόνο ως Θεός ούτε μόνο ως άνθρωπος, αλλά ως Θεάνθρωπος· ως Θεός, που είναι απόλυτα δίκαιος και ως άνθρωπος, που ξέρει την ανθρώπινη ασθένεια. Ο ίδιος το είπε, ότι «ο Πατήρ πάσαν την κρίσιν δέδωκε τω Υιώ». Ο Υιός, που ήλθε για να σώσει τον κόσμο, ο Υιός και θα τον κρίνει. Και θα τον κρίνει με τα λιγότερα, για να σωθούν περισσότεροι, γιατί ο Θεός θέλει να σωθεί ο κό­σμος. Δεν θα σωθούν μόνο όσοι δεν θα το θελήσουν, όσοι ούτε με διδασκαλία ούτε με σημεία θα θελήσουν να πιστέ­ψουν στο Χριστό. Αυτοί και τώρα το ίδιο λένε και τότε το ίδιο θα πουν «Κύριε, πότε σε είδομεν;». Πού και πότε τον είδαμε το Χριστό;
Εδώ τώρα είναι, που η ευαγγελική περικοπή, για τη δευτέρα παρουσία του Ιησού Χριστού και για την κρίση του κό­σμου, παίρνει ένα απροσμέτρητο βάθος και μια μέγιστη κοι­νωνική σημασία. Όχι μεγάλα λόγια και θεωρίες, αλλά μικρά και καθημερινά πράγματα. Όχι τάχα θυσίες και θεαματικές πράξεις, αλλά ψωμί για το νηστικό και ρούχο για το γυμνό κι ένα ποτήρι νερό για το διψασμένο. Το ελάχιστο, που μπορεί να δώσει ο καθένας κι όχι μόνο το μέγιστο, που μπορούν και πρέπει να δώσουν οι λίγοι. Όταν καταδικάζουμε την κοινωνι­κή αδικία και ανισότητα, και δεν έχομε άδικο, ξεχνάμε πως η αναλογία της ευθύνης πέφτει σε όλους. Και συμβαίνει όσοι μόνο φωνάζουν γι’ αυτά τα πράγματα, να μην είναι πάντα οι πιο φτωχοί και αδικημένοι. Αλλά είναι φυσικό· όταν το κοι­νωνικό κήρυγμα δεν ξεκινά από την πίστη στο Θεό, και σαν εφαρμογή της εντολής του Θεού για δικαιοσύνη και αγάπη, τότε χάνεται, σαν αόριστη και θεωρητική διδασκαλία, έξω από τα πρόσωπα και τα πράγματα, που είναι η ζωή. Και είναι πάλι φυσικό όταν δεν πιστεύουμε στο Θεό ούτε και στον άνθρωπο πιστεύουμε. Τότε δεν είναι ο άνθρωπος, σαν αδελφός μας και αδελφός του Ιησού Χριστού, που μας πονάει, αλλά το δόγμα και η θεωρητική διδασκαλία του κάποιου κοινωνικού συστήματος, στο οποίο πιστεύουμε.
Μια είναι η αλήθεια, ότι μας περιμένει ο θάνατος κι ύστε­ρα μας αναμένει κρίση. Όπως και νά ’χει θα δώσουμε λόγο για τη ζωή μας. Μάθαμε να λέμε πως οι φυσικοί νόμοι είναι απαράβατοι, μα πιο πολύ απαράβατοι και αμετάθετοι είναι οι ηθικοί νόμοι, γιατί δεν γίνεται τίποτε στην τύχη, για να μπορεί να σταθεί το υλιστικό αξίωμα· «Φάγωμεν, πίωμεν αυριον γαρ αποθνήσκομεν». Κάποτε θα βρούμε μπροστά μας τη ζωή μας και τις πράξεις μας θα μας δικάσει ο Θεός «διά Ιησού Χριστού». Κι αν είναι να μας δικάσει ο Χριστός σαν Θεός, δεν θα σωθεί κανένας από μας. Μα θα μας δικάσει σαν Θεός και άνθρωπος μέσα στα ανθρώπινα μέτρα. Και θα μας ζητήσει αν είχαμε μεταξύ μας αγάπη· η αγάπη, γράφει ο Απόστολος, «καλύψει πλήθος αμαρτιών». Η αγάπη δεν είναι μια λέξη και μια θεωρητική διδασκαλία, αλλά συγκεκριμένη κάθε φορά πράξη προς τον συνάνθρωπο και τον πλησίον, που είναι αδελφός «εν τω ονόματι Ιησού Χριστού». Όχι απρόσωπα ο άνθρωπος ούτε η ανθρωπότητα, αλλά ο πλησίον προσωπικά και ο αδελφός. Ας έχουμε λοιπόν αγάπη, ας πιστεύουμε στο Θεό, που από αγάπη προς τον άνθρωπο έγινε άνθρωπος, για να σώσει έναν έναν τον άνθρωπο. Για να ακούσουμε όταν θα μας κρίνει· «Δεύτε οι ευλογημένοι…». Αμήν.
(Επί πτερύγων ανέμων, τ. Α΄, εκδ. Ν. Παναγόπουλος, σ. 54-57)