Τι είναι το Βυζάντιο
Με τον όρο Βυζάντιο εννοούμε το κράτος που δημιουργήθηκε στα ανατολικά εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να γίνει κατανοητό εξ αρχής, ότι κράτος με την επωνυμία αυτή δεν υπήρξε ποτέ καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορικής διαδρομής του, αλλά είναι δημιούργημα των μοντέρνων ιστορικών.
Οι ίδιοι οι υπήκοοι του κράτους αυτού, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως Ρωμαίους και ο αυτοκράτορας είχε τον επίσημο τίτλο « Εν Χριστώ Βασιλεύς των Ρωμαίων ». Αυτό σημαίνει πως οι λεγόμενοι βυζαντινοί αισθάνονταν οι κληρονόμοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι συνεχιστές της. Από την αίσθηση αυτή προέρχεται και το όνομα Ρωμιοσύνη και η επωνυμία Ρωμιοί, με την οποία αυτοπροσδιορίζονται οι έλληνες ακόμη και σήμερα. Εξάλλου, το όνομα της πρωτεύουσας του κράτους ήταν Νέα Ρώμη, ένα ακόμη στοιχείο που αποδεικνύει την αίσθηση της συνέχειας με την παλιά Ρώμη που συνείχε τους υπηκόους του, άσχετα αν κατόπιν επικράτησε η ονομασία Κωνσταντινούπολη, προς τιμήν του ιδρυτή της πόλης.
Ποτέ οι αυτοκράτορες του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους δεν αναγνώρισαν άλλο κράτος με την επωνυμία Ρωμαϊκό και αυτός ήταν ένας λόγος της αντιπαράθεσης τους με το κράτος που είναι γνωστό ως Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το οποίο ίδρυσε ο Καρλομάγνος. Η ονομασία Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι επινόηση των δυτικών ιστορικών και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιερώνυμο Βολφ, το 1567. Μετά απ’ αυτόν, καταγράφεται ως κυρίαρχος όρος στην μελέτη της ιστορίας αυτής της κρατικής οντότητας. Η δικαιολόγηση της ονομασίας από τους δυτικούς ιστορικούς, βασίζεται στο σκεπτικό, ότι κατά τον 6ο και 7ο αιώνα συντελούνται τόσο βαθιές αλλαγές στην οργανωτική δομή του κράτους, για παράδειγμα με την αλλαγή της ιδεολογίας που αφορά το πρόσωπο του αυτοκράτορα και την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημου γλωσσικού οργάνου, στην κοινωνία, με τις νέες παραγωγικές σχέσεις που συνδέονται με τις καινούργιες εδαφικές πραγματικότητες ως αποτέλεσμα των βαρβαρικών κατακτήσεων στην Δύση, που δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί ο όρος ρωμαϊκός στην κρατική οντότητα που αναδύεται μέσα από τις αλλαγές αυτές. Για να κάνουν διακριτή την διαφορά αυτή λοιπόν, οι ιστορικοί χρησιμοποίησαν τον όρο Βυζαντινό, από το όνομα της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου, πάνω στην οποία κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη.
Για τους προηγούμενους αιώνες δέχονται ότι μπορεί να χρησιμοποιείται ο όρος Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γιατί το κράτος αυτό διατηρεί ακόμα αρκετά ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, με πρώτο απ’ όλα την χρήση της λατινικής γλώσσας. Ένα ακόμα γεγονός που πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας είναι ότι ο όρος Έλληνας, τουλάχιστον μέχρι την περίοδο των Παλαιολόγων, δεν έχει εθνική σημασία, ούτε χαρακτηρίζει κάποια φυλή ή λαό. Για τους βυζαντινούς σημαίνει τους ειδωλολάτρες, τους παγανιστές, ενώ κατά τους τελευταίους αιώνες της ιστορικής διαδρομής της αυτοκρατορίας έχει παιδευτικό περιεχόμενο, με την έννοια ότι προσδιορίζει ένα ορισμένο είδος εκπαίδευσης. Η Ελλάδα είναι μια περιορισμένη γεωγραφική περιφέρεια, περίπου μέχρι την σημερινή Θεσσαλία, μια όχι και τόσο σημαντική περιοχή μέσα στα όρια της επικράτειας της αυτοκρατορίας.
Μόνο κατά την περίοδο των Παλαιολόγων, αρχίζει να σημαίνει τον ελληνικό λαό, που μιλά την ελληνική γλώσσα. Πάντως, ο ιστορικός Κων. Παπαρρηγόπουλος χρησιμοποιεί τον όρο « Το Μεσαιωνικό κράτος των Ελλήνων », ο οποίος μπορεί να γίνει αποδεκτός αν σκεφθούμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες έγραφε ο σημαντικός αυτός ιστορικός μας και την ηγεμονική θέση που κατείχε η ελληνική γλώσσα , ως όργανο της διοίκησης του κράτους και ως μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς. Τέλος πρέπει να καταρριφθεί και ένα ακόμα στερεότυπο, αυτό που θεωρεί πως η αυτοκρατορία ήταν ένα κλειστό, στατικό και θεοκρατικό κράτος. Η κοινωνία του Βυζαντίου ήταν δυναμική, οι εμπορικές της συναλλαγές περιελάμβαναν όλο τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ οι δήθεν διαχωριστικές γραμμές με τον εξωτερικό κόσμο δεν ήταν και τόσο αυστηρά φρουρούμενες.
Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως στον αυτοκρατορικό θρόνο ανήλθαν πολλοί που κατάγονταν από λαούς που οι βυζαντινοί θεωρούσαν βάρβαρους. Η μόνη προυπόθεση που ετίθετο σε κάποιον βάρβαρο, για να σταδιοδρομήσει στην διοικητική μηχανή του κράτους ήταν να βαπτισθεί Χριστιανός και να ορκιστεί πίστη στον αυτοκράτορα. Ο ρατσισμός με την σημερινή έννοια του όρου, ήταν μάλλον άγνωστος στους βυζαντινούς. Μπορεί οι βυζαντινοί να θεωρούσαν βαρβάρους όσους κατοικούσαν έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, αλλά ποτέ δεν έκλεισαν τις πόρτες τους στους πρεσβευτές τους, ούτε αρνήθηκαν να τους συνδράμουν πολιτιστικά και να τους καταστήσουν κοινωνούς του πολιτισμού τους.
Ακόμα και την εγκατάσταση τους στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, υπό καθεστώς αυτονονμίας, μια πρακτική που ξεκίνησε επί Θεοδοσίου του Μεγάλου, για να ελαττωθούν οι πιέσεις που εξασκούσαν οι λαοί αυτοί και η οποία αργότερα έγινε μια σταθερά της Βυζαντινής διπλωματίας, την αποδέχονταν κάτω από ορισμένους όρους. Είναι γνωστή ή πολιτιστική ακτινοβολία και επιρροή που εξασκούσε το Βυζάντιο σε πολλούς λαούς, όπως επίσης και η κληρονομιά του που υφίσταται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στον Ορθόδοξο κόσμο. Το Βυζάντιο είναι μια καθαρά πολυεθνική κοινωνία, που ομογενοποιείται από την θρησκεία και την ελληνική γλώσσα και όχι από την φυλετική καταγωγή.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ :
ΑΡΧΗ, ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ Για πολλά χρόνια οι ιστορικοί του Βυζαντίου αντιπαρατέθηκαν στο ζήτημα της χρονολογικής αρχής της αυτοκρατορίας. Οι κυριότερες απόψεις ήταν δύο: η πρώτη θεωρούσε πως πρέπει να ορίσουμε ως αρχή της την κτίση της Κωνσταντινούπολης, το 330, ενώ η δεύτερη πως πρέπει να μετατοπίσουμε το χρονικό όριο στα 395, όταν το ρωμαϊκό κράτος διαιρείται σε δύο μέρη και κληροδοτείται στους δύο γιούς του Θεοδοσίου του Α΄. Άλλοι θεωρούν το 476, έτος κατά το οποίο καταλύεται το δυτικό Ρωμαϊκό κράτος, ως αρχή της ανατολικής αυτοκρατορίας και κάποιοι τέλος θεωρούν πως η εποχή του Ηρακλείου, όταν και επιβάλλεται η ελληνική γλώσσα ως επίσημο όργανο της διοίκησης, πρέπει να αποτελεί την αρχή της ιστορικής πορείας του Βυζαντίου.
Αυτές οι απόψεις όμως είναι σκέψεις και θεωρίες των μεταγενέστερων ιστορικών, οι οποίοι βλέπουν το κράτος της Ανατολής σαν μια καινούργια οντότητα και όχι σαν την συνέχεια του παλιού ρωμαϊκού. Από την στιγμή που οι ίδιοι οι υπήκοοι του Βυζαντίου θεωρούν τους εαυτούς τους ως συνεχιστές της παλιάς αυτοκρατορίας και δεδομένου ότι το κράτος αυτό μεγαλύνθηκε κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της αρχαίας Ρώμης, είναι σωστό να ορίσουμε την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας του κράτους αυτού, ως απαρχή της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Πιο απλά είναι τα πράγματα όσον αφορά το τέλος της αυτοκρατορίας. Αυτή τοποθετείται σχεδόν ομόφωνα στα 1453, όταν η Πόλη καταλαμβάνεται από τους τούρκους. Μερικοί, έλληνες κυρίως μελετητές, τοποθετούν στα 1204, χρονιά της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους λατίνους, το τέλος της αυτοκρατορίας, βασιζόμενοι κυρίως στο γεγονός πως η ελληνική γλώσσα έχει πια σχεδόν διαμορφωθεί και μοιάζει πολύ με την σημερινή γλώσσα. Αυτό όμως δεν φαίνεται σωστό, γιατί η πολιτική και θεσμική οργάνωση του κράτους, μετά την ανάκτηση του το 1261 από τους Παλαιολόγους, συνεχίζει να στηρίζεται στις ίδιες βάσεις με αυτές των προηγουμένων περιόδων.
Όσον αφορά την διαίρεση της ιστορίας του, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους με τις αντίστοιχες υποδιαιρέσεις τους:
Α) Η Πρωτοβυζαντινή περίοδος : Διαρκεί από το 330 μέχρι το 610 και υποδιαιρείται σε 2 υποπεριόδους, αυτήν που διαρκεί από το 330 έως το 518, κατά την οποία θεμελιώνεται το κράτος και την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού και των διαδόχων του, από το 518 έως το 610, όταν και το κράτος φτάνει στη μέγιστη ακμή του, από εδαφική άποψη.
Β) Η Μέση Βυζαντινή Περίοδος, που διαρκεί από το 610 έως το 1204. Υποδιαρείται σε τέσσερις περιόδους: Η πρώτη από το 610 έως το 717 έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της την ελληνοποίηση του κράτους, με την επιβολή της ελληνικής γλώσσας ως κυρίαρχης στη θέση της λατινικής. Η δεύτερη, από το 717 έως το 867 είναι η περίοδος της εικονομαχίας. Η τρίτη, από το 867 έως το 1025 είναι η εποχή της στρατιωτικής και πολιτιστικής αναγέννησης του Βυζαντίου, με την Μακεδονική δυναστεία. Η τέταρτη και τελευταία, από το 1025 έως το 1204, παρά την σχετική ακμή της εποχής των Κομνηνών, χαρακτηρίζεται από την ταχεία παρακμή του κράτους και την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους.
Γ) Η Ύστερη Βυζαντινή περίοδος, που διαρκεί από το 1204 έως το 1453, διαιρείται σε δύο περιόδους. Η πρώτη από το 1204 έως το 1261, όταν η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στα χέρια των λατίνων και ιδρύονται διάφορα ελληνικά κράτη στην επικράτεια της αυτοκρατορίας και η δεύτερη, η Παλαιολόγειος περίοδος , που τελειώνει το 1453 με την πτώση της Πόλης στους τούρκους.
Με τον όρο Βυζάντιο εννοούμε το κράτος που δημιουργήθηκε στα ανατολικά εδάφη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Πρέπει να γίνει κατανοητό εξ αρχής, ότι κράτος με την επωνυμία αυτή δεν υπήρξε ποτέ καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορικής διαδρομής του, αλλά είναι δημιούργημα των μοντέρνων ιστορικών.
Οι ίδιοι οι υπήκοοι του κράτους αυτού, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως Ρωμαίους και ο αυτοκράτορας είχε τον επίσημο τίτλο « Εν Χριστώ Βασιλεύς των Ρωμαίων ». Αυτό σημαίνει πως οι λεγόμενοι βυζαντινοί αισθάνονταν οι κληρονόμοι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και οι συνεχιστές της. Από την αίσθηση αυτή προέρχεται και το όνομα Ρωμιοσύνη και η επωνυμία Ρωμιοί, με την οποία αυτοπροσδιορίζονται οι έλληνες ακόμη και σήμερα. Εξάλλου, το όνομα της πρωτεύουσας του κράτους ήταν Νέα Ρώμη, ένα ακόμη στοιχείο που αποδεικνύει την αίσθηση της συνέχειας με την παλιά Ρώμη που συνείχε τους υπηκόους του, άσχετα αν κατόπιν επικράτησε η ονομασία Κωνσταντινούπολη, προς τιμήν του ιδρυτή της πόλης.
Ποτέ οι αυτοκράτορες του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους δεν αναγνώρισαν άλλο κράτος με την επωνυμία Ρωμαϊκό και αυτός ήταν ένας λόγος της αντιπαράθεσης τους με το κράτος που είναι γνωστό ως Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το οποίο ίδρυσε ο Καρλομάγνος. Η ονομασία Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι επινόηση των δυτικών ιστορικών και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιερώνυμο Βολφ, το 1567. Μετά απ’ αυτόν, καταγράφεται ως κυρίαρχος όρος στην μελέτη της ιστορίας αυτής της κρατικής οντότητας. Η δικαιολόγηση της ονομασίας από τους δυτικούς ιστορικούς, βασίζεται στο σκεπτικό, ότι κατά τον 6ο και 7ο αιώνα συντελούνται τόσο βαθιές αλλαγές στην οργανωτική δομή του κράτους, για παράδειγμα με την αλλαγή της ιδεολογίας που αφορά το πρόσωπο του αυτοκράτορα και την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημου γλωσσικού οργάνου, στην κοινωνία, με τις νέες παραγωγικές σχέσεις που συνδέονται με τις καινούργιες εδαφικές πραγματικότητες ως αποτέλεσμα των βαρβαρικών κατακτήσεων στην Δύση, που δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί ο όρος ρωμαϊκός στην κρατική οντότητα που αναδύεται μέσα από τις αλλαγές αυτές. Για να κάνουν διακριτή την διαφορά αυτή λοιπόν, οι ιστορικοί χρησιμοποίησαν τον όρο Βυζαντινό, από το όνομα της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου, πάνω στην οποία κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη.
Για τους προηγούμενους αιώνες δέχονται ότι μπορεί να χρησιμοποιείται ο όρος Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, γιατί το κράτος αυτό διατηρεί ακόμα αρκετά ρωμαϊκά χαρακτηριστικά, με πρώτο απ’ όλα την χρήση της λατινικής γλώσσας. Ένα ακόμα γεγονός που πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας είναι ότι ο όρος Έλληνας, τουλάχιστον μέχρι την περίοδο των Παλαιολόγων, δεν έχει εθνική σημασία, ούτε χαρακτηρίζει κάποια φυλή ή λαό. Για τους βυζαντινούς σημαίνει τους ειδωλολάτρες, τους παγανιστές, ενώ κατά τους τελευταίους αιώνες της ιστορικής διαδρομής της αυτοκρατορίας έχει παιδευτικό περιεχόμενο, με την έννοια ότι προσδιορίζει ένα ορισμένο είδος εκπαίδευσης. Η Ελλάδα είναι μια περιορισμένη γεωγραφική περιφέρεια, περίπου μέχρι την σημερινή Θεσσαλία, μια όχι και τόσο σημαντική περιοχή μέσα στα όρια της επικράτειας της αυτοκρατορίας.
Μόνο κατά την περίοδο των Παλαιολόγων, αρχίζει να σημαίνει τον ελληνικό λαό, που μιλά την ελληνική γλώσσα. Πάντως, ο ιστορικός Κων. Παπαρρηγόπουλος χρησιμοποιεί τον όρο « Το Μεσαιωνικό κράτος των Ελλήνων », ο οποίος μπορεί να γίνει αποδεκτός αν σκεφθούμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες έγραφε ο σημαντικός αυτός ιστορικός μας και την ηγεμονική θέση που κατείχε η ελληνική γλώσσα , ως όργανο της διοίκησης του κράτους και ως μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς. Τέλος πρέπει να καταρριφθεί και ένα ακόμα στερεότυπο, αυτό που θεωρεί πως η αυτοκρατορία ήταν ένα κλειστό, στατικό και θεοκρατικό κράτος. Η κοινωνία του Βυζαντίου ήταν δυναμική, οι εμπορικές της συναλλαγές περιελάμβαναν όλο τον τότε γνωστό κόσμο, ενώ οι δήθεν διαχωριστικές γραμμές με τον εξωτερικό κόσμο δεν ήταν και τόσο αυστηρά φρουρούμενες.
Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως στον αυτοκρατορικό θρόνο ανήλθαν πολλοί που κατάγονταν από λαούς που οι βυζαντινοί θεωρούσαν βάρβαρους. Η μόνη προυπόθεση που ετίθετο σε κάποιον βάρβαρο, για να σταδιοδρομήσει στην διοικητική μηχανή του κράτους ήταν να βαπτισθεί Χριστιανός και να ορκιστεί πίστη στον αυτοκράτορα. Ο ρατσισμός με την σημερινή έννοια του όρου, ήταν μάλλον άγνωστος στους βυζαντινούς. Μπορεί οι βυζαντινοί να θεωρούσαν βαρβάρους όσους κατοικούσαν έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας, αλλά ποτέ δεν έκλεισαν τις πόρτες τους στους πρεσβευτές τους, ούτε αρνήθηκαν να τους συνδράμουν πολιτιστικά και να τους καταστήσουν κοινωνούς του πολιτισμού τους.
Ακόμα και την εγκατάσταση τους στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, υπό καθεστώς αυτονονμίας, μια πρακτική που ξεκίνησε επί Θεοδοσίου του Μεγάλου, για να ελαττωθούν οι πιέσεις που εξασκούσαν οι λαοί αυτοί και η οποία αργότερα έγινε μια σταθερά της Βυζαντινής διπλωματίας, την αποδέχονταν κάτω από ορισμένους όρους. Είναι γνωστή ή πολιτιστική ακτινοβολία και επιρροή που εξασκούσε το Βυζάντιο σε πολλούς λαούς, όπως επίσης και η κληρονομιά του που υφίσταται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στον Ορθόδοξο κόσμο. Το Βυζάντιο είναι μια καθαρά πολυεθνική κοινωνία, που ομογενοποιείται από την θρησκεία και την ελληνική γλώσσα και όχι από την φυλετική καταγωγή.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ :
ΑΡΧΗ, ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ Για πολλά χρόνια οι ιστορικοί του Βυζαντίου αντιπαρατέθηκαν στο ζήτημα της χρονολογικής αρχής της αυτοκρατορίας. Οι κυριότερες απόψεις ήταν δύο: η πρώτη θεωρούσε πως πρέπει να ορίσουμε ως αρχή της την κτίση της Κωνσταντινούπολης, το 330, ενώ η δεύτερη πως πρέπει να μετατοπίσουμε το χρονικό όριο στα 395, όταν το ρωμαϊκό κράτος διαιρείται σε δύο μέρη και κληροδοτείται στους δύο γιούς του Θεοδοσίου του Α΄. Άλλοι θεωρούν το 476, έτος κατά το οποίο καταλύεται το δυτικό Ρωμαϊκό κράτος, ως αρχή της ανατολικής αυτοκρατορίας και κάποιοι τέλος θεωρούν πως η εποχή του Ηρακλείου, όταν και επιβάλλεται η ελληνική γλώσσα ως επίσημο όργανο της διοίκησης, πρέπει να αποτελεί την αρχή της ιστορικής πορείας του Βυζαντίου.
Αυτές οι απόψεις όμως είναι σκέψεις και θεωρίες των μεταγενέστερων ιστορικών, οι οποίοι βλέπουν το κράτος της Ανατολής σαν μια καινούργια οντότητα και όχι σαν την συνέχεια του παλιού ρωμαϊκού. Από την στιγμή που οι ίδιοι οι υπήκοοι του Βυζαντίου θεωρούν τους εαυτούς τους ως συνεχιστές της παλιάς αυτοκρατορίας και δεδομένου ότι το κράτος αυτό μεγαλύνθηκε κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της αρχαίας Ρώμης, είναι σωστό να ορίσουμε την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας του κράτους αυτού, ως απαρχή της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Πιο απλά είναι τα πράγματα όσον αφορά το τέλος της αυτοκρατορίας. Αυτή τοποθετείται σχεδόν ομόφωνα στα 1453, όταν η Πόλη καταλαμβάνεται από τους τούρκους. Μερικοί, έλληνες κυρίως μελετητές, τοποθετούν στα 1204, χρονιά της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους λατίνους, το τέλος της αυτοκρατορίας, βασιζόμενοι κυρίως στο γεγονός πως η ελληνική γλώσσα έχει πια σχεδόν διαμορφωθεί και μοιάζει πολύ με την σημερινή γλώσσα. Αυτό όμως δεν φαίνεται σωστό, γιατί η πολιτική και θεσμική οργάνωση του κράτους, μετά την ανάκτηση του το 1261 από τους Παλαιολόγους, συνεχίζει να στηρίζεται στις ίδιες βάσεις με αυτές των προηγουμένων περιόδων.
Όσον αφορά την διαίρεση της ιστορίας του, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους με τις αντίστοιχες υποδιαιρέσεις τους:
Α) Η Πρωτοβυζαντινή περίοδος : Διαρκεί από το 330 μέχρι το 610 και υποδιαιρείται σε 2 υποπεριόδους, αυτήν που διαρκεί από το 330 έως το 518, κατά την οποία θεμελιώνεται το κράτος και την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού και των διαδόχων του, από το 518 έως το 610, όταν και το κράτος φτάνει στη μέγιστη ακμή του, από εδαφική άποψη.
Β) Η Μέση Βυζαντινή Περίοδος, που διαρκεί από το 610 έως το 1204. Υποδιαρείται σε τέσσερις περιόδους: Η πρώτη από το 610 έως το 717 έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της την ελληνοποίηση του κράτους, με την επιβολή της ελληνικής γλώσσας ως κυρίαρχης στη θέση της λατινικής. Η δεύτερη, από το 717 έως το 867 είναι η περίοδος της εικονομαχίας. Η τρίτη, από το 867 έως το 1025 είναι η εποχή της στρατιωτικής και πολιτιστικής αναγέννησης του Βυζαντίου, με την Μακεδονική δυναστεία. Η τέταρτη και τελευταία, από το 1025 έως το 1204, παρά την σχετική ακμή της εποχής των Κομνηνών, χαρακτηρίζεται από την ταχεία παρακμή του κράτους και την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους.
Γ) Η Ύστερη Βυζαντινή περίοδος, που διαρκεί από το 1204 έως το 1453, διαιρείται σε δύο περιόδους. Η πρώτη από το 1204 έως το 1261, όταν η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στα χέρια των λατίνων και ιδρύονται διάφορα ελληνικά κράτη στην επικράτεια της αυτοκρατορίας και η δεύτερη, η Παλαιολόγειος περίοδος , που τελειώνει το 1453 με την πτώση της Πόλης στους τούρκους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου