Σύμφωνα με τη διδασκαλία της αγίας Γραφής και της ιερής παράδοσης για τον κόσμο και τον άνθρωπο, ο κόσμος, δηλαδή η γη, οι ουρανοί, το απέραντο σύμπαν στο οποίο κατοικούμε και το οποίο φυσικά δεν το γνωρίζουμε στην πληρότητα του, είναι ναός της θείας δόξης και σοφίας, είναι ο χώρος στον οποίο εκδηλώνεται η παντοδυναμία κι η αγάπη του τριαδικού Θεού. Σ’ αυτόν το ναό ιερουργεί, είναι δηλαδή ιερέας, ο λογικός άνθρωπος, στον οποίο ο Θεός έδωσε εντολή και εξουσία όχι μόνο να κατακυριεύσει ολόκληρης της κτίσης, αλλά και να την οδηγήσει στο «τέλος», στον προορισμό της, δηλαδή στον εξαγιασμό και τη μεταβολή της σε ζωντανή εικόνα του ζωντανού Θεού. Τη διακονία, όμως, αυτή δεν ήταν δυνατό να την επιτελέσει ο «πεσών Αδάμ», ο άνθρωπος δηλαδή που παραπλανήθηκε κι έτσι απομακρύνθηκε από τον Θεό. Γι’ αυτό, ο Θεός Πατέρας έστειλε τον άγγελό του, τον μονογενή και συνάναρχο Υιό του, ο οποίος, αφού εισήλθε στο ναό του, στον κόσμο δηλαδή, ανέστησε τον πεπτωκότα άνθρωπο και τον αποκατέστησε στην ιερατική του ιδιότητα. Ο Χριστός με την ενανθρώπισή του χρίει την ανθρωπότητα, δηλαδή μας δίνει την εξουσία να οδηγήσουμε την κτίση ολάκερη στη βασιλεία του Θεού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τον Χριστό καταργείται η ιερωσύνη όπως την ξέρουμε στην Παλαιά Διαθήκη. Μόνος ιερέας είναι ο Χριστός, ο οποίος εισέρχεται στο ναό της δόξης του, στον κόσμο δηλαδή, και καταργεί τους μεσάζοντες. Έτσι, όλοι λατρεύουμε τον Θεό και ζούμε μέσα στην Εκκλησία ως χειροτονημένοι, χωρίς τους μεσάζοντες, αλλά έχοντας ανάγκη τις προσευχές όλων των αδελφών, που έλαβαν την εξουσία να είναι τέκνα του Θεού.
Αυτή την είσοδο του Υιού και Λόγου του Θεού στο ναό της δόξης του και τη χρίση της ανθρωπότητας σε ιερέα της κτίσης γιορτάζει σήμερα η Εκκλησία.
Αλλά, ο Χριστός δεν προσήλθε μόνος στο ναό του· τον οδήγησαν κάποιοι άνθρωποι, ο Ιωσήφ κι η Μαρία.
Με άλλα λόγια, ο Χριστός δεν ήταν Θεός με προσωπείο (μάσκα) ανθρώπου. Είχε μητέρα, συμμορφώθηκε στο νόμο που ίσχυε όταν γεννήθηκε, συμμερίστηκε πλήρως τη ζωή του πλάσματος που ήρθε να αναστήσει και να αποκαταστήσει, δηλαδή του ανθρώπου. Ήταν Θεός που αληθινά σαρκώθηκε κι έγινε άνθρωπος. Γι’ αυτό κι ο χριστιανισμός δεν είναι μια ωραία ιδέα, μετέωρη μεταξύ ουρανού και γης· είναι πίστη σαρκωμένη: διαδίδεται με τον κόπο και το μόχθο αποστολικών εργατών, βιώνεται μέσα σε μια κοινωνία ανθρώπων, την Εκκλησία, συντηρείται και συνεχίζεται με τα μυστήρια, απαιτεί την πλήρη αφιέρωση όχι μόνο του πνεύματος ή της ψυχής αλλά ολόκληρης της προσωπικής προσωπικότητας, ολόκληρης της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής, ατομικής και κοινωνικής. Αυτό, άλλωστε, εξηγεί και την εξαίρετη τιμή, που αποδίδει η Εκκλησία, ο λαός του Κυρίου, στη μητέρα του Θεού. Για την ορθόδοξη παράδοση η Θεοτόκος δεν είναι απλώς η ιερώτερη από τις ιερές μορφές που ακολουθούν τον Χριστό· είναι η μητέρα της Ζωής και συμβολίζει την Εκκλησία, η οποία με τα μυστήρια φέρνει στο ναό του Θεού, δηλαδή στον κόσμο, στην ανθρωπότητα, στην ψυχή κάθε πιστού, τον Χριστό του Κυρίου.
Όμως, στο ναό αναγνωρίζουν και υποδέχονται τον Κύριο όχι όλοι οι παριστάμενοι, αλλά ο δίκαιος και ευλαβής Συμεών και η προφήτιδα Άννα, η οποία δεν έλειπε ποτέ από το ιερό.
Πράγματι, δεν αναγνωρίζουν όλοι οι άνθρωποι την παρουσία του Κυρίου, αλλά μόνο όσοι είναι δίκαιοι, ευλαβείς, ταπεινόφρονες, όσοι έχουν καθαρή καρδιά, όσοι φλέγονται ειλικρινά από τον πόθο να δουν το σωτήριο του Θεού, τον Χριστό, όσοι δηλαδή το θέλουν. Το είπε, άλλωστε, κι ο ίδιος ο Συμεών: «Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον». Αυτός είναι που εξαιτίας του θα καταστραφούν ή θα σωθούν πολλοί, για να φανερωθεί τελικά τί έχουν οι πολλοί μέσα τους. Το ίδιο γράφει κι ο απόστολος Πέτρος στην πρώτη του επιστολή: «Για κείνους που πιστεύουν ο Ιησούς Χριστός είναι το γερό αγκωνάρι, η διαλεχτή και πολύτιμη πέτρα, που δε θα ντροπιασθεί και δε θα χάσει όποιος χτίζει επάνω σ’ αυτή τη ζωή του. Μα για κείνους πάλι που δεν πιστεύουν και απειθούν στο λόγο του, είναι πέτρα επάνω στην οποία πέφτουν και συντρίβονται» (Α΄ Πέτρου 2, 7). Ούτε η σοφία ούτε η ευφυία ούτε η δύναμη ούτε ο πλούτος μπορούν να μας αποκαλύψουν τον Χριστό ανάμεσά μας. Μόνο η καθαρότητα της καρδιάς και η ταπεινή αναγνώριση της αλήθειας ότι είμαστε πλάσματα του Θεού και μάλιστα αμαρτωλά, που εξαρτώμαστε κάθε στιγμή από το δημιουργικό του θέλημα και παίρνουμε ζωή από τη σωτήρια χάρη του, μόνο δηλαδή η συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας κι η παράδοσή μας στο Θεό μπορούν να ανοίξουν τα μάτια μας και να μας επιτρέψουν να αναγνωρίσουμε τον σωτήρα Χριστό να γεμίζει το ναό του, δηλαδή τον κόσμο, με το ανέσπερο φως του και να προετοιμάζει την ημέρα κατά την οποία οι άνθρωποι θα δούμε πρόσωπο προς πρόσωπο το Θεό.
«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Μ’ αυτά τα λόγια του Χριστού στο νου και την ψυχή μας ας εορτάσουμε την Υπαπαντή του Κυρίου από τον δίκαιο Συμεών. Και κάθε φορά που μετέχουμε στο μυστήριο της Αγάπης, στη θεία Λειτουργία, κατά την οποία ο Κύριος εισέρχεται στον κόσμο με τα είδη του άρτου και του οίνου, ας ενώνουμε τις προσευχές μας με τις πρεσβείες και ικεσίες της Θεοτόκου, που είναι η ελπίδα όλων των χριστιανών, επαναλαμβάνοντας το μεγαλυνάριο της εορτής: «Λάμπρυνόν μου την ψυχήν και το φως το αισθητόν, όπως ίδω καθαρώς και κηρύξω σε Θεόν». Αμήν.
Αρχιμ. Αμβρόσιος Σταμπλιάκας
Αγιογραφία: Αρχιμ. Ρωμανού Φωκάκη του Πάτμιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου