Διήγηση της Αντωνίνα Νικολάγεβνα Λ.
«Τον καιρό του πολέμου ήμουν στο μέτωπο.
Το 1944 τραυματίστηκα και με έστειλαν στο σπίτι. Από διάφορους
ανθρώπους είχα ακούσει ότι στην Βίριτσα ζει ένας ιερεύς, ο πατήρ
Σεραφείμ, πού έχει διορατικό χάρισμα και ότι σ· αύτον πηγαίνουν πολλοί
άνθρωποι για να πάρουν την ευλογία του και να άκούσουν τις συμβουλές
του. Είχα μία σοβαρή ερώτηση και ήθελα πολύ να πάω στον Γέροντα και να
ακούσω τί θά μού πει, αλλά δεν μπόρεσα να βρω εύκαιρία. Μια φορά, ήταν
Κυριακή, βρέθηκα κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό και πήγα να ρωτήσω τί
ώρα ξεκινάει το τρένο για την Βίριτσα. Μού είπαν ότι ξεκινά σε ένα
τέταρτο. Πήρα εισιτήριο και πήγα. Στο δρόμο άρχισαν αμφιβολίες» δύο ώρες
δρόμο, το φουστάνι μου είναι πολύ έλαφρό – θά κρυώσω, και άν θά βρέξει,
δεν είναι καθόλου σοβαρό αύτό πού κάνω!
Αποφάσισα όμως να συνεχίσω το δρόμο.
Όταν έφτασα στην Βίριτσα συνάντησα έκεΐ μία παλιά μου φίλη πού είχα να
την δώ δεκατέσσερα χρόνια. Αύτή χάρηκε πάρα πολύ όταν με είδε. Νοίκιαζε
ένα έξοχικό σπίτι στή Βίριτσα και με κάλεσε να έλθω στο σπίτι της. Τής
είπα»
-Έχω μία δουλειά έδώ. Θά πάω πρώτα να κάνω την δουλειά μου και μετά θά έλθω σε σένα.
Μού εΐπε ότι θά ετοιμάσει φαγητό και θά
με περιμένει. Είπε επίσης ότι θά στείλει την κόρη της να με πάρει. Τότε
εγώ σκέφτηκα» «Νά, ο Κύριος μού δίνει και σπίτι να διανυκτερεύσω και
φαγητό να φάω».
Όταν έφτασα στο σπίτι του πατρός
Σεραφείμ, τον περίμεναν περίπου τριάντα άτομα. Πρώτα ο Γέροντας δεχόταν
τους ιερείς και μετά ήλθε η σειρά μας. Ο Γέροντας δεν αισθανόταν καλά
εκείνη την ήμερα γι· αυτό η αδελφή Σεραφείμα μας είπε να γράψουμε τις
ερωτήσεις μας σε χαρτάκια και εκείνη θά τα πάει στον Γέροντα. Όταν
γύρισε, μας είπε:
-Σήμερα ήλθαν πολύ καλοί άνθρωποι. Ο
Γέροντας για όλους θά προσεύχεται και σε όλους εύχεται χρόνια πολλά για
την σημερινή γιορτή (ήταν Κυριακή). Και έδωσε σε όλους τις άπαντήσεις
γραμμένες σε χαρτάκια. Επίσης έδωσε σε όλους από ένα πρόσφορο. Σέ μένα
και σε μία άλλη γυναίκα έδωσε δύο πρόσφορα, λέγοντας ότι αύτό είναι για
τους ασθενείς. Αύτή άρχισε άμέσως να λέει» -Και πώς κατάλαβε ότι έχω στο
σπίτι μου τέσσερις ασθενείς;
Άλλά εγώ άπορούσα γιατί μού έδωσε το
δεύτερο πρόσφορο, έπειδή κανένας από τους γνωστούς μου δεν ήταν
άρρωστος. Πήρα όμως και το χαρτάκι και τα πρόσφορα εύχαριστώντας την
άδελφή Σεραφείμα. Η άπάντηση πού μού έδωσε ο Γέροντας δεν μού άρεσε.
Ένας άνδρας μού έκανε πρόταση γάμου και ρωτούσα τον Γέροντα άν πρέπει να
τον παντρευτώ. Το χαρτάκι πού μού έστειλε ο Γέροντας έλεγε» Ό Κύριος
μόνος του θά σού δείξει το δρόμο».
-Τί άπάντηση είναι αύτή, – σκέφτηκα. Και πώς θά μάθω αύτό το δρόμο;
Γυρίζω στο σπίτι μου και βρίσκω έκεΐ ένα
γράμμα στο όνομα του γαμπρού μου. Δεν διαβάζω ξένα γράμματα. Σκέφτηκα
όμως ότι μπορεί να είναι κάτι επείγον και ο γαμπρός μου μπορεί να έλθει
μετά από μία έβδομάδα. Το άνοιξα. Το γράμμα έλεγε ότι η γυναίκα του
γέννησε γιό. Έτσι ο Κύριος μού έδειξε το δρόμο – άν πρέπει η όχι να
παντρευτώ αύτό τον άνθρωπο.
Την επόμενη μέρα πήρα τηλέφωνο σε μία φίλη μου και έκείνη κατευθείαν άρχισε να μού παραπονιέται»
-Πού χάθηκες, ούτε τηλέφωνο. Η μητέρα μου είναι στο νοσοκομείο, δύο εβδομάδες τώρα και ζητάει έσένα.
Την ϊδια ήμέρα έπισκέπτηκα την μητέρα της στο νοσοκομείο και αύτή μού είπε»
-Σέ περίμενα. Πάρα πολύ σε χρειάζομαι.
Οι δικοί μου (η κόρη και ο γιός) είναι κομμουνιστές, είναι μάταιος κόπος
να τους παρακαλώ. Πήγαινε στην έκκλησία και παρακάλεσε τον ιερέα να
διαβάσει ευχή για μένα. Μεθαύριο έχω εγχείριση. Ναί, φέρε άν μπορείς και
κανένα πρόσφορο.
-Ήδη το έχω φέρει.
-Και πώς το έμαθες;
-Ο πατήρ Σεραφείμ μού το έδωσε και εΐπε ότι είναι για τους ασθενείς»…
Ο Γέροντας βοηθάει τους άνθρώπους πού επισκέπτονται τον τάφο του ζητώντας βοήθεια
Μία γυναίκα, πνευματικό παιδί του πατρός
Σεραφείμ, έπασχε από μία πολύ σοβαρή άσθένεια. Ήθελε πάρα πολύ να
έπισκεπτεί τον τάφο του Γέροντα. Μέχρι το ναό όπου βρισκόταν το
νεκροταφείο έπρεπε να περπατήσει δύο χιλιόμετρα. Γιά να κάνει αύτό το
δρόμο τής πήρε σχεδόν όλη την ήμέρα. Όταν έφτασε στον τάφο άρχισε να
κλαίει, λέγοντας τον πόνο της στον Γέροντα. Μιλούσε μ· αύτον σάν να ήταν
ζωντανός. Όταν ήλθε η ώρα κάί έπρεπε να γυρίσει σπίτι σκέφτηκε πώς
μάλλον δεν θά μπορέσει να κάνει ξανά αύτό τον δρόμο. Ξαφνικά εΐδε έναν
γέρο. Την χαιρέτησε και τής έδωσε δύο κουλουράκια και δύο μικρά κομμάτια
ζάχαρη. Τά έφαγε και επέστρεψε στο σπίτι της χωρίς καμία δυσκολία. Δεν
έμεινε ούτε ϊχνος από την παλιά άσθένεια…
Μία γυναίκα από μικρό παιδί είχε πολύ
δυνατό πόνο στο άριστερό της πόδι. Τον καιρό του πολέμου, όταν ήταν
μικρό κορίτσι, τραυματίστηκε σοβαρά – κοντά της εξερράγη μία βόμβα και
τής έσπασε τα δάκτυλα στο πόδι. Εμφανίστηκε η οστεομυελίτιδα. Η άρρώστια
αύτή την βασάνιζε έπί σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια. Έκανε πολλές
εγχειρίσεις χωρίς κανένα άποτέλεσμα.
Το 1983, στίς 22 Μαΐου, όταν η Όρθόδοξη
Εκκλησία τής Ρωσίας εορτάζει την άνακομιδή των λειψάνων του άγίου
Νικολάου άρχιεπισκόπου Μύρων τής Λυκίας, η γυναίκα αύτή προσευχόταν στο
ναό του Άγίου Νικολάου μπροστά στην εικόνα του Άγίου. Ξαφνικά την
πλησίασε μία άγνωστη κυρία και τής είπε να πάει στην Βίριτσα στον τάφο
του πατρός Σεραφείμ.
Μέ πολλή δυσκολία περπάτησε από το
σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι την έκκλησία τής Παναγίας του Καζάν όπου
βρίσκεται ο τάφος του Γέροντα. Άλλά μόλις πλησίασε τον τάφο του κατάλαβε
πώς ο πόνος πού την βασάνιζε τόσα χρόνια την άφησε. Το βράδυ, πρώτη
φορά στή ζωή της, κοιμήθηκε ήρεμα χωρίς να τής πονάει τίποτα. Από τότε
πηγαίνει τακτικά στην Βίριτσα στον τάφο του Γέροντα και πάντα βρίσκει
βοήθεια και παρηγοριά…
Το 1952 μία γυναίκα πού ήταν τότε
τριάντα δύο χρονών άρρώστησε. Η διάγνωση πού έβγαλαν οι γιατροί ήταν:
καρκίνος του εντέρου. Τής είπαν ότι γρήγορα πρέπει να γίνει η
χειρουργική έπέμβαση. Πριν γίνει η έγχείριση την έστειλαν σ· ένα
σανατόριο, το όποιο βρισκόταν στην Βίριτσα. Έδώ έμαθε για τον πατέρα
Σεραφείμ. Μέ πολλή δυσκολία πήγε μέχρι την εκκλησία τής Παναγίας του
Καζάν όπου ήταν το νεκροταφείο. Γονάτισε μπροστά στον τάφο του Γέροντα
και είπε»
-Παππούλη, έσύ ξέρεις το πρόβλημά μου, βλέπεις πώς οι δυνάμεις μου με άφήνουν. Βοήθησέ με την ά- μαρτωλή να γίνω καλά.
Έμεινε στον τάφο μέχρι άργά το βράδυ.
Όταν σηκώθηκε για να φύγει κατάλαβε πώς αισθάνεται καλύτερα. Όλο τον
καιρό πού ήταν στο σανατόριο πήγαινε κάθε μέρα στον τάφο του Γέροντα.
Όταν γύρισε σπίτι κατάλαβε πώς ο πόνος έφυγε. Σέ ένα χρόνο δεν έμεινε
ούτε ίχνος από την παλιά άσθένεια.
«Πρέπει να σταματήσεις να πίνεις!»
Ένας ιερέας άρχισε να πίνει. Δύο φορές είδε στο όνειρο του τον πατέρα Σεραφείμ πού του είπε αυστηρά:
-Πρέπει να σταματήσεις να πίνεις! Εκείνος όμως δεν σταμάτησε. Τότε ο Γέροντας εμφανίστηκε μπροστά του και του είπε:
-Άν δεν θά πάψεις να πίνεις, θά πεθάνεις!
Άλλά ούτε αύτό τον έκανε να σταματήσει.
Μετά από λίγο άρρώστησε. Οι γιατροί
είπαν ότι έχει καρκίνο. Τότε ο ιερέας εκείνος άρχισε να κλαίει και να
μετανοεί. Αύτό όμως δεν μπόρεσε ν· άλλάξει την κατάσταση, η άσθένεια
προχωρούσε και σε λίγο, όπως και το είχε πει ο πατήρ Σεραφείμ, ο ιερέας
αυτός πέθανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου