Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΑΡΕΤΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ



Εικόνα


 Έχω ήδη μιλήσει για το 1984. Ήταν ένας δύσκολος χρόνος, γεμάτος από πολλές λύπες και δυστυχίες, διότι ο πνευματικός μας φυλακίστηκε. Νιώσαμε έντονα την ορφάνια και την απουσία εκείνης της ευλογημένης σκέπης, που απλωνόταν επάνω μας όλα αυτά τα χρόνια. 0 Κύριος είπε κάποτε στους μαθητές του: «Δε θα σας αφήσω ορφανούς, θα έρθω κοντά σας». Και εμάς, τους ανάξιους δούλους Του. δεν μας άφησε χωρίς προστασία. Σε μένα και τον αδελφό μου έστειλε τον πιστό δούλο Του, που για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια ήταν ο πολύτιμος βοηθός και γέροντας μας.


Στα τέλη του Απριλίου του 1985. βρισκόμουν στη λειτουργία στο Ζβεν Ιγκοροντ. Τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή είχα μία ευκρινή παρότρυνση στο όνειρο μου. Να πάω οπωσδήποτε στην Πσκοβσίνα, στο νησί Ζάλιτ, όπου ζούσε, πάνω από είκοσι πέντε χρόνια, ο γνωστός σ' όλη τη Ρωσία, πατέρας Νικόλαος Γκουριάνοβ. Είχα ακούσει γι' αυτόν από κάποιους πιστούς, οι οποίοι διηγούνταν καταπληκτικές ιστορίες, που μαρτυρούσαν για την ευλογημένη προορατικότητα αυτού του αγίου γέροντα.


Αμέσως, μετά την Κυριακάτικη, Θεία Λειτουργία, επέστρεψα στη Μόσχα. Αποφασίσαμε με τον αδελφό μου, χωρίς καθυστέρηση, το ίδιο βράδυ ν' αγοράσουμε εισιτήρια για το Πσκοβ και από εκεί να φθάσουμε στο νησί, όπου ζούσε ο παππούλης. Το πρωί της 1ης Μαΐου το τρένο έφτασε στο σταθμό Πσκοβ. Από εκεί με ,το λεωφορείο φθάσαμε στο χωριό Τολμπίτσα. Από το χωριό μπορούσαμε, με ιδιωτική βάρκα, να πάμε στο Ζάλιτ. Το νησί αυτό βρισκόταν στη λίμνη Πσκοβ, περίπου επτά χιλιόμετρα από το χωριό που ήταν στην όχθη ενός μικρού ποταμού, ο οποίος εξέβαλε σ' αυτήν τη μεγάλη λίμνη. Έτσι, ευρισκόμενοι στην όχθη, ρωτήσαμε τους ψαράδες πώς μπορούσαμε να βρούμε βάρκα για το Ζάλιτ. Μας έδειξαν ένα μαύρο πλοιάριο που φαινόταν από μακριά, λέγοντας ότι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να βρεθεί βάρκα. Το πλοιάριο ανήκε στον πρόεδρο του σοφχόζ (αγροτική επιχείρηση) των ψαράδων, ο οποίος, πριν λίγες ώρες, είχε φέρει ψάρια από το νησί. Αυτός θα μπορούσε να μας βοηθήσει.


Χαρούμενοι από αυτή την απρόσμενη έκπληξη, τρέξαμε προς την προκυμαία, όπου ήταν αυτό το πλοιάριο. Μερικοί άνθρωποι εργάζονταν στο μικρό αμπάρι. Τους χαιρετήσαμε και ρωτήσαμε ποιος είναι ο επικεφαλής. Ανασηκώθηκε ένας άντρας μικρόσωμος, με σκληρά, από τη θάλασσα, χαρακτηριστικά στο πρόσωπο. Μας ρώτησε τι χρειαζόμασταν. Εξηγήσαμε ότι πηγαίναμε στον πατέρα Νικόλαο, στο νησί και του ζητήσαμε να μας πάρει μαζί του.
-Δεν έχω χώρο, μας απήντησε με βεβαιότητα. 0 μοναδικός χώρος είναι στο αμπάρι, στη θέση για τα ψάρια.
Είπαμε ότι δεν είχαμε πρόβλημα να μπούμε στο αμπάρι, αρκεί να φεύγαμε εκείνη την ημέρα.


- Λοιπόν, εντάξει, ας γίνει έτσι. είπε αναστενάζοντας. Σήμερα είναι
 η εορτή των εργαζομένων. Για το λόγο αυτό θα κάνετε λίγη υπομονή στο αμπάρι. Η θάλασσα δεν είναι ήρεμη τώρα και μπορεί να κουνηθεί δυνατά το καράβι μας. Έπειτα από δέκα λεπτά, χωθήκαμε με δυσκολία στο μαυρισμένο αμπάρι του πλοιαρίου, περιμένοντας τον απόπλου. Τελικώς ξεκινήσαμε. Κατευθυνθήκαμε κατά μήκος του ποταμού, ανάμεσα από μεγάλα καλάμια και όμορφα, ποταμίσια κρίνα, προς την υπέροχη λίμνη, το νερό της οποίας έπεφτε επάνω μας με δυνατά, αφρώδη κύματα. Φυσούσε δυτικός άνεμος. Το κούνημα ήταν πράγματι δυνατό, όμως, με τη βοήθεια του Θεού, το πλοιάριο μας, διασχίζοντας επιτυχώς τα αφρώδη κύματα, πλησίαζε προς το σωτήριο νησί.

Ήδη φαινόταν καθαρά η κορυφή του υψηλού καμπαναριού της εκκλησίας του αγίου Νικολάου, όπου υπηρετούσε ο αξιοσέβαστος γέροντας, πατέρας Νικόλαος. Τελικώς πλευρίσαμε στη μοναδική προβλήτα, στην οποία βρίσκονταν μερικά ψαράδικα, φορτωμένα με την πλούσια ψαριά μικρών, πολύτιμων ψαριών, που στην περιοχή αυτί αποκαλούν αθερίνες. «Πεταχτήκαμε» σώοι από την μπουκαπόρτα. Ευχαριστήσαμε τον ιδιοκτήτη και πηδήξαμε στην αποβάθρα, όπου είχαν μαζευτεί λίγοι ντόπιοι ψαράδες. Μεταξύ αυτών υπήρχαν λίγες γυναίκες, που έβριζαν δυνατά με βαριά, εχθρικά λόγια. Αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν η μοναδική γλώσσα σ' αυτό το πρωτοπόρο σοφχόζ, που προμήθευε τη στεριά με τόνους ψαριών λίμνης, «καρυκευμένα» με τέτοια αισχρά λόγια, από τα οποία κυριολεκτικά δηλητηριαζόταν όλη η γύρω ατμόσφαιρα. Έκπληκτοι από την ελευθεριότητα αυτών των ντόπιων ψαράδων, ρωτήσαμε:
- Μπορούμε ν' αγοράσουμε φρέσκα ψάρια;
Μας πρότειναν μαρίδα, λούτσους, μεγάλους κυπρίνους, καθώς και άλλα είδη ψαριών, τα οποία μόλις τα είχαν βγάλει από τα δίχτυα και ήταν τοποθετημένα σε μεγάλα κιβώτια, που στέκονταν σε ευθεία γραμμή στην αποβάθρα

Επέλεξα και αγόρασα πολύ φθηνά, γύρω στα δέκα κιλά φρέσκα ψάρια. Με μεγάλη χαρά. από την επιτυχή αγορά μας, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία, όπου. σύμφωνα με τα λόγια του προέδρου, στο σπιτάκι του φύλακα κατοικούσε η δούλη του Θεού Αντωνίνα, η οποία μπορούσε να μας δείξει πώς θα πηγαίναμε στο σπίτι που έμενε ο παππούλης. Αφήσαμε κάτω τις βαριές τσάντες, κτυπήσαμε στο φυλάκιο και περιμέναμε την εμφάνιση αυτής της γυναίκας. Πίσω από τον καγκελωτό φράκτη απλωνόταν μία πράσινη πλαγιά, ευθεία μέχρι τη λίμνη, όπου η όχθη της ήταν στρωμένη με μεγάλους πέτρινους ογκόλιθους, που προκαλούσαν δέος με το παλαιό, αμετάβλητο μεγαλείο τους.
Φυσούσε το φρέσκο, θαλασσινό αεράκι και μπορέσαμε για λίγο να ξεκουραστούμε από το μακρύ ταξίδι και το θαλασσινό κούνημα. Σύντομα άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκε μία καλή. μικρόσωμη γυναίκα, η Αντωνίνα. Μας έδειξε ευθεία το δρόμο, όπου, απέναντι από το νεκροταφείο, βρισκόταν ένα πράσινο σπιτάκι, στο οποίο έμενε ο γέροντας. Βλέποντας προς τα πού έπρεπε να πάμε, φορτωθήκαμε τις βαριές τσάντες και ξεκινήσαμε. Τότε η Αντωνίνα μας πρότεινε να μην κουβαλήσουμε τα ψάρια, αλλά να τ' αφήσουμε στο ψυγείο της και να τα πάρουμε στην επιστροφή.


Συμφωνήσαμε, την ευχαριστήσαμε και τρέξαμε προς το κρυφό σπιτάκι. Ένας μεγάλος ογκόλιθος στεκόταν μπροστά στο φράκτη σα να έδειχνε ότι εκεί κατοικούσε ο εκλεκτός του Θεού. Μπαίνοντας στην αυλή, μέσω μίας μικρής αυλόπορτας, πλησιάσαμε την ξύλινη πόρτα και κτυπήσαμε. Ακούστηκε ένα θρόισμα και μετά γρήγορα βήματα. Η πόρτα μισάνοιξε κι ενώπιον μας στεκόταν ο φωτεινός, ασπρομάλλης παππούλης, μ' ένα φθαρμένο γκρίζο αντερί.
-           Πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησε. Είσαστε παππάδες; Και με έκπληξη, απορώντας, ρώτησε πάλι:
-           Πώς φθάσατε έως εδώ;
Γυρίζοντας αμέσως, κατευθύνθηκε γρήγορα από το μισοσκότεινο κατώφλι, αριστερά, στη μικρή κουζίνα. Τον ακολουθήσαμε. Με ζήλο έκανε το σταυρό του και απευθυνόμενος στις εικόνες που ήταν πάνω από το τραπέζι, είπε ενθουσιασμένος:
-           Πόσο ευτυχείς είστε! Πού σας καλεί ο Θεός !!! Πόσο ευτυχείς είστε! Πού σας καλεί ο Θεός!!! Ύστερα, απευθυνόμενος σε μας, είπε:
-           Θα σας προτείνουν χειροτονία, μην αρνηθείτε!
Μετά, με την εξουσία του πνευματικού άνδρα, άρχισε να προφητεύει:
-           Θα γίνετε ιερείς και με τα χέρια σας θα βαπτίσετε τους γονείς σας. Και ξαφνικά αυστηρά πρόσθεσε:
-           Σας αφαιρώ τη Δευτέρα, να μη νηστεύετε αυτή την ημέρα!
Θα πρέπει να πούμε ότι ο πνευματικός μας, από καιρό, μας είχε ευλογήσει να νηστεύουμε την ημέρα αυτή, την αφιερωμένη στις αγγελικές, ουράνιες δυνάμεις, όπως τις άλλες μέρες που οι μοναχοί απέχουν από την αρτύσιμη τροφή. Με μεγάλο ζήλο ακολουθούσαμε τότε όλες τις νηστείες, σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό τα τελευταία λόγια του γέροντα μας εξέπληξαν. Αποδείχθηκε ότι με το πνεύμα του διέβλεπε τον κίνδυνο λεπτής έπαρσης, η οποία, εάν δεν αναζητήσεις την ταπείνωση, αφομοιώνεται απαρατήρητα από τον αγωνιστικό άθλο της νηστείας. Μ' αυτό τον τρόπο μας προστάτεψε από τυχόν πειρασμό, διότι εύκολα μπορείς να υποπέσεις στη γοητεία της αυτοεκτίμησης. Έπειτα ο πατέρας Νικόλαος, στρεφόμενος πάλι προς τις εικόνες, κοιτάζοντας προς τα επάνω και κάνοντας το σταυρό του, αναφώνησε:
-           Πού σας καλεί ο Θεός!!! Πόσο ευτυχείς είστε! Πού σας καλεί ο Θεός!!!


Τα μάτια του φωτίστηκαν με μία ακτινοβόλο καθαρότητα. Όλος ευωδίαζε από την αγιότητα.
Πώς λέγεστε; Είστε αδέρφια; ρώτησε, χαμογελώντας τρυφερά. Μαθαίνοντας τα ονόματα μας (τότε μας έλεγαν Μπορίς και Ιακώβ), με παιδική χαρά μας αποκάλεσε Μπορισούλη και Ιακωβούλη. Μας πρότεινε να φάμε φρέσκια ψαρόσουπα, μαγειρεμένη με αθερίνα, όμοια μ' αυτήν που αγοράσαμε στην αποβάθρα. Βάζοντας μεγάλες μερίδες ψαρόσούπας, μας παρηγορούσε με τρυφερές λεξούλες. Η γλώσσα και ο τρόπος που συζητούσε, κατέπληττε με την ασυνήθιστη προφορά και την εκπληκτική τρυφερότητα. Έμοιαζε με παραμυθένιο, θαυμάσιο πρόσωπο κάποιας παρελθούσης, αγίας εποχής, από την ξεχασμένη, παιδική ηλικία. Τότε που όλα τα αισθανόσουν με χαρούμενο, ενθουσιασμένο τρόπο και γύρω σου κυριαρχούσε η αγάπη και η φωτεινή χαρά. Η ψαρόσουπα ήταν τόσο νόστιμη, που δεν αρνηθήκαμε το συμπλήρωμα που μας πρότεινε ο γλυκός παππούλης.


- Ιακωβούλη. φάτε, φάτε! Είστε από το δρόμο κουρασμένοι, μας έλεγε με φροντίδα, βάζοντας στον αδερφό μου. από τη μεγάλη κατσαρόλα, την τελευταία μερίδα της φρέσκιας ψαρόσουπας, μαγειρεμένης από κάποια περιποιητική προσκυνήτρια.
Η ζωντανή, ευλογημένη ατμόσφαιρα αυτής της πατρικής φροντίδας και η αληθινή, ακτινοβόλος αγάπη του αγίου γέροντα τόσο αιχμαλώτισαν τις βασανισμένες ψυχές μας, που δεν γνωρίζαμε πώς να ευχαριστήσουμε το Θεό γι` αυτό το υπέροχο δώρο, να συναντήσουμε και να δούμε με τα μάτια μας τη ζωντανή αγιότητα στο πρόσωπο αυτού του εξαίρετου ανθρώπου. Ταυτοχρόνως, συζητώντας μαζί μας, έβραζε το τσάι στο σαμοβάρ. Μετά μας έβαλε στα παλαιά ποτήρια το ζεστό, ευώδες ρόφημα. Το νόστιμο, ευλογημένο φαγητό σ' αυτό το ήσυχο σπιτάκι και αυτή η αληθινή αγάπη, πράγματι, μας παρηγόρησαν μετά από το μεγάλο ταξίδι.



Στο σπίτι του γέροντα υπήρχε ένας υπερβολικά ήσυχος και έξυπνος
 γάτος, τον οποίο ο πάτερ Νικόλαος αποκαλούσε τρυφερά Λίπουσκα. Ο γέροντας πήρε ένα λεπτό μακρύ ραβδί και το ακουμπούσε στη μύτη του. Χαϊδεύοντας «νουθετούσε» το Λίπουσκα να φέρεται ήσυχα και να περιμένει να τελειώσουμε το φαγητό μας. Μετά τον τάισε με νόστιμο ψάρι. Τέτοια ευλογημένη, συγκινητική εικόνα δεν είδα ποτέ πλέον στη ζωή μου. Αυτή η ζωντανή «συζήτηση» θύμιζε ζωή στον Παράδεισο, όταν, μέχρι την πτώση, ο Αδάμ διέμενε με την Αγάπη του Κυρίου, ζούσε αρμονικά με το περιβάλλον και μ' όλα τα όντα που κατοικούσαν και ήταν χαρισμένα από Αυτόν στον επίγειο παράδεισο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου