Μέχρι
την τελευταία του πνοή ο άγιος Σεραφείμ, ο φιλόστοργος αυτός γέροντας
της Βύριτσα (1866–1949), στάθηκε με απέραντη αγάπη στον άνθρωπο, στον
κάθε άνθρωπο. Στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου έβλεπε καθαρά και
ακατάπαυστα τον «ελάχιστο αδελφό του Ιησού» (πρβλ. Ματθ. 25, 40 και 45),
σύμφωνα και με τον περίφημο λόγο του αββά Απολλώ: «Είδες τον αδελφό
σου, είδες τον Κύριο και τον Θεό σου» (βλ. «Το
Γεροντικόν», εκδ. «Αστήρ», 1970, σελ. 20-21). Όλοι οι «κοπιώντες και
πεφορτισμένοι» (πρβλ. Ματθ. 11, 28) έβρισκαν κοντά του ανάπαυση. Για
όλους είχε έτοιμο τον καλό, τον παρηγορητικό και παραμυθητικό λόγο.
Άλλοι έβρισκαν απάντηση στα δυσεπίλυτα προβλήματά τους. Σ’ άλλους άνοιγε
δρόμους, εκεί που τα πάντα ήταν κλειστά. Σ’ άλλους, με τη χάρη του
Θεού, προέβλεπε τη μελλοντική τους πορεία και τους νουθετούσε κατάλληλα.
Άλλοι έβρισκαν τη γιατρειά από ανίατες αρρώστιες. Άλλους τους βοηθούσε
να βρουν σπίτι, γιατί υπήρχε τότε τεράστιο στεγαστικό πρόβλημα και οι
άνθρωποι έφταναν σε απόγνωση. Ο κατάλογος των ευεργετημένων από το
γέροντα είναι μακρύς. Οι επόμενες μαρτυρίες προέρχονται απ’ αυτή την
τελευταία περίοδο της ζωής του.
Η Λιουμπώφ Νικολάγιεβνα
Σπυριντόβνα κληρονόμησε από τον π. Σεραφείμ τη βαθιά πίστη και την αγάπη
στον Θεό. Για χρόνια διακονούσε στη Λαύρα του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι
και, σαν μια άλλη Προφήτιδα Άννα, «δεν απομακρυνόταν από το ναό,
λατρεύοντας το Θεό με νηστείες και δεήσεις, νύχτα και μέρα» (Λουκ. 2,
37). Όλοι εκεί τη γνωρίζουν και την αγαπούν. Χαίρονται να την ακούνε να
μιλάει και με πολλή ταπείνωση να επαναλαμβάνει:
–Δεν κρίνω ποτέ κανένα! Θεός φυλάξοι! Εγώ η ίδια είμαι τόσο χάλια, τόσο χάλια!
Οι μαρτυρίες που μας καταθέτει
για τον στάρετς Σεραφείμ, τόσο αυτή η ίδια όσο και πολλοί άλλοι στη θέση
της, είναι πολύ σημαντικές και τα περιστατικά εξίσου πολύ
συγκλονιστικά:
[1] «Με σώσατε από βέβαιο θάνατο»
Οι άνθρωποι που επισκέπτονταν
τακτικά τον π. Σεραφείμ ήξεραν καλά ο ένας τον άλλον σε προσωπικό
επίπεδο, γιατί κατά καιρούς τύχαινε να περιμένουν πολλή ώρα για να μπουν
στο κελί του στάρετς. Εκεί αντάλλαζαν τις εντυπώσεις τους από τις
συναντήσεις τους με τον στάρετς και μιλούσαν για τα θαυμαστά χαρίσματά
του.
Κάποτε
ήταν ένα νεαρό ζευγάρι, το οποίο ο στάρετς το είχε βοηθήσει με τις
προσευχές του, όταν ως νεόνυμφοι αντιμετώπιζαν μεγάλο πρόβλημα. Μετά από
κάποιο χρονικό διάστημα είχαν φέρει στον γέροντα, σε ένδειξη σεβασμού
προς αυτόν, 1.000 ρούβλια. Τότε αυτά ήταν πολλά χρήματα. Ο π. Σεραφείμ
δεν δέχτηκε τα χρήματα, αλλά τους είπε να τα δώσουν στον πρώτο τυχόντα
που θα συναντούσαν πηγαίνοντας προς το σταθμό.
Ο πρώτος αυτός τυχών, όπως
αποδείχτηκε, ήταν ένας μεθυσμένος άνδρας. Η νεαρή γυναίκα κοίταξε
απορημένη τον άνδρα της και ρώτησε:
–Τι να κάνουμε;…
Ο άνδρας της, όμως, της απάντησε ατάραχος:
–Κάνε όπως είπε ο γέροντας!…
Μόλις έδωσαν τα χρήματα αυτά στον άνδρα, αμέσως σαν να ξεμέθυσε αυτός και τους είπε:
–Καλοί μου άνθρωποι! Πώς να σας το ανταποδώσω! Με σώσατε από βέβαιο θάνατο!
Έμαθαν ότι αυτός ο δύστυχος
δούλευε σ’ ένα κρατικό κατάστημα. Σε έλεγχο που έγινε, βρήκαν έλλειμμα
1.000 ρούβλια. Χρήματα στο σπίτι δεν υπήρχαν και κινδύνευε να μπει
φυλακή. Απελπίστηκε και αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Και για να πάρει
«θάρρος», πήγε και μέθυσε όσο μπορούσε περισσότερο…
Έτσι, η μεγάλη διορατικότητα του
στάρετς Σεραφείμ έσωσε τον άνθρωπο αυτόν από τη μεγαλύτερη αμαρτία (την
αυτοκτονία). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο στάρετς τον έβγαλε από τον
Άδη και ότι άρπαξε κυριολεκτικά από τον εχθρό διάβολο άλλη μια ψυχή.
[2] «Πρώτη φορά ένιωσε να τον αγαπούν»
Ο αλκοολισμός είναι μια από τις
μάστιγες που ταλανίζουν το ρωσικό πληθυσμό και δημιουργεί τεράστια
κοινωνικά προβλήματα. Πολλοί άνθρωποι έρχονταν στον γέροντα να τον
παρακαλέσουν να βοηθήσει τους δικούς του. Οι προσευχές του έφερναν
αποτέλεσμα, αν και οι άνθρωποι αυτοί πολύ δύσκολα θεραπεύονται. Ο
Σέργιος ήταν ένας απ’ αυτούς που με την επέμβαση του π. Σεραφείμ
θεραπεύτηκε.
Ο
Σέργιος είχε αρχίσει να πίνει ανεξέλεγκτα, μέχρι που έγινε αλκοολικός.
Τέτοια ήταν η εξάρτησή του από το ποτό, που έφτανε στο σημείο να πουλάει
τα πράγματα του σπιτιού του για να μπορεί να πίνει. Δημιούργησε σοβαρό
πρόβλημα στο σπίτι του και η γυναίκα του αναγκάστηκε να πάρει το παιδί
τους και να φύγει. Ο Σέργιος βρέθηκε σε απελπιστική κατάσταση και
πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
Κάποιος φίλος του, που γνώριζε
τον γέροντα, του πρότεινε να πάνε να τον δούνε. Ο Σέργιος αντέδρασε,
αλλά μπροστά στην επιμονή του φίλου του, τελικά συμφώνησε να πάνε ως τη
Βύριτσα. Στο σιδηροδρομικό σταθμό ο φίλος του πήγε να βγάλει τα
εισιτήρια. Ο Σέργιος βρήκε την ευκαιρία, πήγε στην τουαλέτα, έβγαλε το
πουκάμισο και τη φανέλα του και τα πούλησε για να πάρει ένα ποτήρι
βότκα. Έμεινε μονάχα με τη ζακέτα και το παντελόνι. Ο φίλος του όταν
γύρισε, τά ’χασε. Δεν μπορούσε να καταλάβει πότε πρόλαβε κιόλας ο
Σέργιος να βρει βότκα!
Ξεκίνησαν με τα πολλά για τη
Βύριτσα και πήγαν στο σπίτι του στάρετς. Εκείνη τη στιγμή ο γέροντας
μιλούσε στους επισκέπτες και ερμήνευε την παραβολή για το χαμένο πρόβατο
(βλ. Λουκ. 15, 1-7).
Ο Σέργιος αντέδρασε άσχημα.
Γύρισε και είπε στο φίλο του:
–Πού μ’ έφερες; Εδώ πέρα δεν υπάρχουν άνθρωποι, μονάχα …πρόβατα!
Κίνησε να φύγει.
Ο φίλος του τον παρακαλούσε.
Αυτός φώναζε:
–Θέλω να φύγω! Δε θέλω να μείνω εδώ!
Ξαφνικά, ο γέροντας τού είπε:
–Σέργιε, έλα εδώ!
Εκείνος έμεινε άναυδος.
Σαν να ξεμέθυσε, γύρισε και είπε στο φίλο του:
–Από πού με ξέρει;
–Ο π. Σεραφείμ τού μίλησε πάλι:
–Σέργιε, εσύ που ήρθες με το φίλο σου, έλα εδώ!
Ο Σέργιος υπάκουσε. Μπήκε στο κελί του γέροντα, όπου ήταν αρκετοί άνθρωποι.
Ο π. Σεραφείμ άρχισε να λέει:
–Αδελφοί μου, βλέπετε αυτό τον
άνθρωπο; Τον έδιωξε η μητέρα του και τον παράτησε η γυναίκα του με το
παιδί του. Βρίσκεται σε θλιβερή κατάσταση. Πριν από λίγο στο
σιδηροδρομικό σταθμό, για ένα ποτήρι βότκα, πούλησε τη φανέλα και το
πουκάμισό του και ήλθε μόνο με τη ζακέτα. Οι άνθρωποι τον εγκατέλειψαν,
αλλά δεν τον εγκατέλειψε ο Θεός! Του έστειλε έναν φίλο του, ο οποίος τον
έφερε εδώ, με την ελπίδα να τον βοηθήσουμε. Ο Θεός τον βοήθησε, γιατί
υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που προσεύχονται γι’ αυτόν. Αυτή τη στιγμή
γίνεται μέσα του φοβερή μάχη. Ο διάβολος τον έχει κυριεύσει και τον
παρακινεί να χτυπήσει εμένα, το φίλο του και να φύγει από ’δω. Είναι
πολύ δύσκολο να τον συγκρατήσουμε. Ο διάβολος μισεί τούτο τον τόπο,
γιατί εδώ υπάρχουν εικόνες και γίνονται προσευχές.
–Λοιπόν, αδελφοί μου, από μας
εξαρτάται η πορεία αυτού του ανθρώπου και το μέλλον του. Ελάτε να
προσευχηθούμε γι’ αυτόν τον άνθρωπο στον Κύριο, στην Παναγία, για να τον
βοηθήσουν…
Μόλις τελείωσε ο άγιος γέροντας,
γονάτισαν όλοι κι άρχισαν να προσεύχονται θερμά, με δάκρυα. Ο Σέργιος
συγκλονίστηκε μπροστά σ’ αυτό το θέαμα. Ίσως πρώτη φορά ένιωσε κάποιους
να τον αγαπούν και να ενδιαφέρονται γι’ αυτόν. Έπεσε κάτω στο πάτωμα και
ξέσπασε σε λυγμούς. Χτυπούσε και το κεφάλι του. Το σπαρακτικό κλάμα του
συνοδευόταν από τις διάπυρες προσευχές του γέροντα Σεραφείμ και των
αδελφών.
Έπειτα ο π. Σεραφείμ είπε:
–Από ’δω και πέρα ο Σέργιος δεν
θα ξαναπιεί. Πολλές φορές σκέφτηκε να αυτοκτονήσει, αλλά οι προσευχές
κάποιων ανθρώπων τον προφύλαξαν. Η προσευχή μάς προφυλάσσει από τις
προσβολές του διαβόλου. Και η πιο δυνατή προσευχή είναι η προσευχή των
συγγενών και φίλων. Η προσευχή της μάνας μας, του πατέρα μας, κάποιου
φίλου μας, έχει μεγάλη δύναμη.
Πράγματι, ο Σέργιος έγινε άλλος
άνθρωπος. Σταμάτησε να πίνει και δεν ξανάπιε ποτέ. Έγινε κι αυτός ένα
από τα αγαπημένα πνευματικά παιδιά του γέροντα, του μεγάλου σύγχρονου
αγίου Σεραφείμ της Βύριτσα.
[3] «Δεν λέω παραμύθια!»
Ο γέροντας Σεραφείμ της Βύριτσα
είχε το χάρισμα από τον Θεό να θεραπεύει όχι μόνον ανίατες αρρώστιες του
σώματος, αλλά και της ψυχής. Άνθρωποι, μαχητικά άθεοι και πολύ
αμαρτωλοί, έβρισκαν κοντά του τον αληθινό Θεό κι όπως ο άσωτος γιος
επέστρεφαν κοντά Του με τη μετάνοια. Ήξερε ο διακριτικός στάρετς να τους
χειρίζεται κατάλληλα, με εκπληκτική ποιμαντική δεξιοτεχνία, με πολλή
αγάπη και ευαισθησία. Έβλεπε τον αμαρτωλό άνθρωπο σαν άρρωστο που
χρειάζεται ειδική θεραπεία, χωρίς απειλές και «κεραυνούς».
Ζούσε πριν από τον πόλεμο στην
Πετρούπολη ένα ζευγάρι γιατρών. Η γυναίκα ήταν οφθαλμίατρος. Παρ’ όλο
που ο άνδρας της επιθυμούσε πολύ ν’ αποκτήσουν παιδιά, αυτή αντιδρούσε.
Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο. Κάθε φορά που έμενε έγκυος, έκανε έκτρωση.
Είχε κάνει συνολικά 18 εκτρώσεις. Κατά τη διάρκεια του πολέμου
επιστρατεύτηκαν. Μετά τον πόλεμο, ο άνδρας της την άφησε και παντρεύτηκε
με άλλη γυναίκα.
Γυρίζοντας από τον πόλεμο η
γιατρός δεν μπορούσε να βρει δουλειά στην Πετρούπολη, ούτε είχε και
σπίτι να μείνει. Αν και ήταν μέλος του Κόμματος, ωστόσο αυτό δεν τη
βοήθησε. Αποτάθηκε σε πολλούς κομματικούς παράγοντες, αλλά και πάλι
κανείς δεν τη βοήθησε. Έφτασε σε απελπιστική κατάσταση. Σα μόνη διέξοδο
έβλεπε την αυτοκτονία.
Περπατώντας κάποια μέρα στο
δρόμο, συνάντησε μια φίλη της που είχε καιρό να τη δει. Συζήτησαν αρκετά
και η γιατρός εκμυστηρεύθηκε στη φίλη της τα δυσεπίλυτα προβλήματα που
αντιμετώπιζε. Η φίλη της, της πρότεινε να πάει στη Βύριτσα.
–Εκεί ζει ένας «γέρος» που βοηθάει πολλούς ανθρώπους και, μάλιστα, προβλέπει το μέλλον.
Η γιατρός δεν έφερε αντίρρηση,
νομίζοντας πως θά ’ναι κάποιος …μάγος. Ξεκίνησε και πήγε στη Βύριτσα.
Βρήκε το σπίτι του γέροντα και μπήκε γεμάτη περιέργεια.
Κάποιος εκεί τη ρώτησε:
–Θέλετε να δείτε τον παππούλη;
Ξαφνιάστηκε. Τότε κατάλαβε ότι δεν πρόκειται για «μάγο» και θύμωσε.
–Ποιον «παππούλη»; Δεν είμαι τρελή να μπλέξω με παπάδες!
Βρήκε γρήγορα έξω και πήρε το
δρόμο για το σταθμό, πολύ εκνευρισμένη. Παράξενο όμως, τα πόδια της σα
να βάρυναν. Παρέλυσαν και δεν μπορούσε να τα κινήσει. Σύρθηκε ως το
πεζοδρόμιο κι άρχισε να κλαίει. Έβριζε, φώναζε, καταριόταν τους πάντες
και, κυρίως, τη φίλη της που την ξεγέλασε. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά
μάταια.
Μια γυναίκα βγήκε από το σπίτι του γέροντα και πλησίασε κοντά της.
–Σας ζητάει ο παππούλης.
Η γιατρός άρχισε πάλι να φωνάζει και να βρίζει. Βρισκόταν εκτός εαυτού και δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα.
Η γυναίκα τής είπε πάλι:
–Τ’ όνομά σας είναι Ν. Είσαστε γιατρός οφθαλμίατρος. Μόλις έχετε γυρίσει από τη Γερμανία. Θέλει να σας δει ο γέροντας!
Η γιατρός σοκαρίστηκε. Σηκώθηκε εντελώς ξαφνικά και, σα μαγνητισμένη, άρχισε να περπατάει προς το σπίτι του γέροντα.
Μπήκε στο κελί του αγίου Σεραφείμ
και τον είδε ξαπλωμένο στο κρεβάτι, λόγω των πολλών του σωματικών
ασθενειών που αντιμετώπιζε. Τη δέχτηκε με πολλή καλοσύνη και, πριν καν η
ίδια ανοίξει το στόμα της, άρχισε να της λέει τη ζωή της.
Στο τέλος κατέληξε:
–Για όλα τα δεινά που σου συμβαίνουν, φταις εσύ· γιατί δεν άκουσες τον άνδρα σου και σκότωσες τα παιδιά σου!
Η γιατρός έπεφτε από έκπληξη σε
έκπληξη. Κανείς δεν της είχε μιλήσει έτσι. Στην καρδιά της είχε αρχίσει η
«καλή αλλοίωση». Έπεσε στα πόδια του γέροντα κι άρχισε να κλαίει.
Ο γέροντας συνέχισε:
–Γύρισε πίσω και πήγαινε στο
Σμόλνι. Θα σε διορίσουν σε μια κλινική στο Πετεργκώφ και θα σου δώσουν
κι ένα δωμάτιο για να μείνεις. Έπειτα, θα γυρίσεις πάλι στο Λένινγκραντ,
όπου και θα εγκατασταθείς. Θα έρχεσαι συχνά εδώ για να με επισκέπτεσαι
και, μετά το θάνατό μου, θα έρχεσαι στον τάφο μου.
Η γιατρός παραξενεύτηκε. Ένας λογισμός ήρθε αυτόματα στη σκέψη της: «Τι παραμύθια είναι αυτά που μου λέει;».
Ο γέροντας δεν την άφησε στην αμφιβολία.
–Δεν λέω παραμύθια! Όλα όσα σου είπα, θα γίνουν!
Τότε πλέον η γιατρός αφοπλίστηκε.
Πήρε την ευχή του κι έκανε όπως της είπε. Πράγματι, όλα
πραγματοποιήθηκαν με ακρίβεια. Και η ίδια βρήκε την πίστη στον Θεό.
Πέθανε σε μεγάλη ηλικία και, μέχρι το θάνατό της, επισκεπτόταν τακτικά
τον τάφο του αγίου Σεραφείμ της Βύριτσα…
[4] «Τι χρειάζεσαι τα μάτια;»
Μια γιατρός επισκέφτηκε τον
γέροντα με τον άνδρα της που ήταν αλκοολικός. Ο γέροντας τον βοήθησε να
θεραπευτεί. Γύρισαν και ζούσαν ήσυχα. Η γιατρός εξασκούσε το επάγγελμά
της, χωρίς όμως την άδεια των αρχών. Αυτό της στοίχισε φυλακή και
εξορία. Όταν απολύθηκε, παρ’ όλο που ήταν πιστή γυναίκα, αποφάσισε να
μην εργασθεί πάλι ως γιατρός. Φοβόταν μήπως τη συλλάβουν και μπει σε
καινούργιες περιπέτειες. Σε λίγο όμως τυφλώθηκε. Πέρασαν δύο χρόνια.
Προσπάθησε, αλλά δεν μπορούσε να βρει την αιτία, ούτε καμιά θεραπεία
έφερε αποτέλεσμα. Αποφάσισαν τότε να πάνε στον γέροντα, ο οποίος τους
γνώρισε αμέσως, αν και είχαν περάσει πολλά χρόνια.
Η τυφλή τού μίλησε για το πρόβλημά της:
–Γέροντα, προσευχηθείτε για μένα. Έχασα την όρασή μου. Είναι δύο χρόνια τώρα που είμαι τυφλή.
Ο γέροντας Σεραφείμ την ξάφνιασε:
–Και τι χρειάζεσαι τα μάτια;
–Μα, πώς δεν τα χρειάζομαι! Αφού σας είπα, είμαι τυφλή.
–Και πώς ξέρεις ότι μπορώ να σε βοηθήσω;
–Μου το είπαν κάποιοι γνωστοί μου. Σας παρακαλώ, βοηθήστε με!
–Δεν βοηθάω εγώ. Ο Θεός βοηθάει.
Αλλά, για ποιο λόγο να σε θεραπεύσω; Εσύ φοβήθηκες να μη σε βάλουν μέσα
και σταμάτησες πια να δέχεσαι αρρώστους. Αφού, λοιπόν, δεν θέλεις να
βλέπεις τον πόνο των συνανθρώπων σου και αρνείσαι να τους προσφέρεις τη
βοήθειά σου, ο Θεός επέτρεψε να τυφλωθείς!
Η γιατρός έπεφτε από έκπληξη σε έκπληξη.
–Παππούλη, σας υπόσχομαι, αν ξαναβρώ το φως μου, θα βοηθάω τους ανθρώπους ως το θάνατό μου κι ας με εξορίσουν όπου θέλουν!
Ο γέροντας γύρισε τότε στον άνδρα της και του είπε αυστηρά:
–Κι εσύ, δεν μου υποσχέθηκες
κάποτε ότι δεν θα ξαναπιείς και δεν θα ξανακαπνίσεις; Το ξέχασες; Και
τώρα ξανάρχισες πάλι. Μου έφερες και τη γυναίκα σου να τη θεραπεύσω,
αλλά να ξέρεις κι εσύ φταις για την αρρώστια της. Έχεις κι εσύ ευθύνη.
Αυτή μπορεί νά ’ναι τυφλή στα μάτια, αλλά εσύ είσαι τυφλός πνευματικά.
Ο γέροντας, σαν καλός χειρουργός,
είχε κάνει διπλή επέμβαση! Και οι δυο τους αισθάνθηκαν βαθύτατα τα
αμαρτήματά τους και μετανόησαν ειλικρινά. Κάθισαν αρκετή ώρα κοντά του
και τους νουθέτησε κατάλληλα.
Έπειτα, είπε:
–Φέρτε μου λίγο λάδι από το καντήλι.
Όταν το έφεραν, είπε στη γιατρό:
–Άλειψε μ’ αυτό τα μάτια σου.
Η γιατρός υπάκουσε. Συνέχισαν τη συζήτηση. Πέρασε πάνω από μια ώρα και ο γέροντας ξανάπε:
–Φέρτε μου τώρα αγιασμό.
Έδωσε τον αγιασμό στην τυφλή και της είπε:
–Πλύνε τα μάτια σου.
Μόλις τα έπλυνε η γιατρός, άρχισε
να βλέπει. Σαν να έπεσε ένα πέπλο απ’ τα μάτια της και είδε τον γέροντα
ξαπλωμένο στο κρεβάτι του. Η χαρά πλημμύρισε τη ψυχή της από το
ανέλπιστο αυτό θαύμα.
Ο ταπεινός γέροντας Σεραφείμ τής είπε:
–Να μην πεις σε κανέναν ποιος σε θεράπευσε.
Από τότε αφοσιώθηκε στη διακονία
του πάσχοντος ανθρώπου. Ήταν πάντα έτοιμη να προσφέρει τις υπηρεσίες της
σε κάθε άρρωστο που ερχόταν να τη δει. Και με τις προσευχές του αγίου
γέροντα Σεραφείμ της Βύριτσα δεν τη συνέλαβαν ξανά.
[5] «Να προσεύχεσαι οπωσδήποτε για τους εχθρούς»
Διηγείται η Ελισάβετ Ιβάνοβνα Κοκοβύσυνα:
«Για τον μακαριστό στάρετς
Σεραφείμ είχα μάθει στον καιρό του πολέμου. Αμέσως μετά το τέλος του, το
1945, πήγα στη Βύριτσα. Λες και μια δύναμη με τραβούσε να πάω εκεί.
»Στο σταθμό κανένας δεν ήθελε να
μου πει πού μένει ο στάρετς Σεραφείμ. Η εποχή ήταν δύσκολη κι όλοι
φοβούνταν. “Ψάξε μόνη σου!”, άκουγα απ’ όλους.
»Και ο Κύριος με οδήγησε.
Προχωρούσα, προχωρούσα, και είδα μια καγκελόπορτα δίπλα στην οποία
υπήρχε πολύς κόσμος. Πλησίασα και τους ρώτησα: “Ποιος είναι ο
τελευταίος;”. Θυμάμαι ότι μπροστά μου έστεκε ένας αξιωματικός. Μετά από
κάποια ώρα βγήκε η βοηθός του γέροντα, άνοιξε την καγκελόπορτα και μας
άφησε όλους να μπούμε μέσα. Στεκόμουν τελευταία στη σειρά και σκεφτόμουν
ότι ίσως αργήσω στη δουλειά. Τότε αυτό ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο·
μερικές φορές σε οδηγούσαν ακόμη και στα δικαστήρια.
»Ξαφνικά, βγήκε η βοηθός και λέει:
»–Ποιος είναι εδώ από το
Τσάρσκογιε Σελό; Αφήστε την κοπέλα αυτή να μπει. Πρέπει να προλάβει στις
2 η ώρα το τραίνο για να γυρίσει πίσω και να φτάσει έγκαιρα στη δουλειά
της. Είναι εντολή του γέροντα!
»Μπήκα μέσα στο σπίτι. Είναι
αδύνατο να περιγράψω με λόγια το συναίσθημα που με κυρίευσε, μόλις
πέρασα το κατώφλι του κελιού και αντίκρισα τον π. Σεραφείμ. Μια αίσθηση
φωτός και κατάνυξης, μια αίσθηση μετάνοιας με δάκρυα στα μάτια, συνάμα
και απερίγραπτης χαράς… Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Έπεσα στα γόνατα
μπροστά του κι άρχισα να κλαίω.
»–Μην κλαις, μην κλαις! Ζει ο δικός σου και θα επιστρέψει σε λίγο. Θα σας γράψω και στο βιβλίο μου και θα σας μνημονεύω…
»Κατάλαβα ότι οι επισκέπτες
μπορούσαν να μη λένε τίποτα στον γέροντα για τον εαυτό τους. Στον π.
Σεραφείμ είχαν ήδη αποκαλυφθεί όλα. Τόσο μεγάλο δώρο μάς είχε χαρίσει ο
Κύριος! Καθόμουν σιωπηλή κι αυτός μου διηγήθηκε με λεπτομέρειες όλη μου
την αμαρτωλή ζωή, την οποία εγώ είχα ξεχάσει. Τι μεγάλος φωστήρας ήταν
αυτός! Με δυο-τρεις σύντομες κουβέντες μπορούσε να οδηγήσει τον άνθρωπο
στο δρόμο της μετανοίας και της σωτηρίας. Αμαρτάνουμε πάρα πολύ, αλλά
δεν αντιλαμβανόμαστε πάντα τις αμαρτίες μας, μπροστά όμως σ’ έναν
τέτοιον στάρετς η ψυχή “ανοίγει” από μόνη της.
»Είχα φέρει στον στάρετς λίγο
αλεύρι και μήλα και αυτός είπε να τα μοιράσουν την ίδια εκείνη ώρα. Δεν
ήταν τυχαίο αυτό που έλεγαν ότι, αυτός τρέφεται με το Άγιο Πνεύμα. Με
είχε παρηγορήσει πολύ. Η γαλήνη και η αγάπη κυρίευσαν τη ψυχή μου.
»Για όλη μου τη ζωή θυμάμαι τα λόγια του:
»–Να προσεύχεσαι οπωσδήποτε για
τους εχθρούς! Εάν δεν προσεύχεσαι, είναι σα να ρίχνεις λάδι στη φωτιά
και η φλόγα αναζωπυρώνεται όλο και πιο πολύ…
»Πάντα και για όλα, ακόμα και για τις θλίψεις, να ευγνωμονείς τον Κύριο και την Παναγία».
※
[Αρχιμ. Νεκτάριου Αντωνόπουλου
(τώρα· Μητροπολίτου Αργολίδος): «Ο Στάρετς Σεραφείμ της Βύριτσα», Μέρος
Στ΄, Κεφ. 1ο, §2–§4 και §8–§9, σελ. 189–197 και 204–207.
Μετάφραση ρωσικών κειμένων: Μαρίνα Μουμλάντζε και Δημήτρης Κοτσκαγιούκ.
Διόρθωση κειμένων: Κατερίνα Οικονομίδου.
Σειρά: «Ορθόδοξη Μαρτυρία» / Αρ. 84.
Εκδόσεις «Ακρίτας», Αθήνα, Νοέμβριος 20032.
Επιμέλεια ανάρτησης, επιλογή θέματος και φωτογραφιών, πληκτρολόγηση κειμένου: π. Δαμιανός.]
https://paraklisi.blogspot.gr/2017/03/blog-post_784.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου