Στέφανος ο δραπέτης
Σ' ένα χωριό στις όχθες της λίμνης Τσούτσκοε, ζούσε ένας άνθρωπος που λεγόταν Στέφανος με τη γυναίκα του και τρία παιδιά. Σ' αυτό το χωριό οι άνδρες το καλοκαίρι ασχολούνταν με αλιεία και το χειμώνα πήγαιναν να δουλεύουν στην Πετρούπολη.
Πήγε και ο Στέφανος ένα χρόνο το χειμώνα στην Πετρούπολη και εκεί έμεινε, δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι. Έγραψε στη γυναίκα του ένα γράμμα και μετά εξαφανίστηκε για έξι μήνες. Η γυναίκα του κάθε φορά διάβαζε στους αγράμματους γονείς το ίδιο γράμμα σαν να ήταν καινούριο για να μην καταλάβουν οι γονείς τι συμβαίνει, τι τους είχε κάνει ο Στέφανος.
Αλλά πόσο μπορούσε να αντέξει; Μια μέρα όταν πάλι τους διάβαζε το γράμμα του Στεφάνου ξέσπασε σε κλάματα και τους τα είπε όλα. Η γυναίκα μαζί με τον πατέρα του Στεφάνου πήγαν στην Πετρούπολη για να βρουν τον δραπέτη και προσεύχονταν στον Κύριο να τους βοηθήσει.
Έμαθαν ότι ο Στέφανος έμπλεξε με τους κακοποιούς. Μία μέρα ήταν μαζί τους σ' ένα σπίτι και έπαιζε χαρτιά. Ξαφνικά κάποιος τον φώναξε. Νόμισε ότι ήταν ένας από τους γνωστούς του και πήγε να τον δει. Αλλά ήταν ο πατέρας Σεραφείμ, που του είπε:
-Τι είχες κάνει Στέφανε; Αυτοί οι φίλοι σου δεν έχουν κανέναν. Εσύ όμως έχεις οικογένεια, παιδιά και τους γέρους γονείς, που σε περιμένουν. Πήγαινε αμέσως στο τάδε ξενοδοχείο, εκεί θα τους βρεις.
Ο Στέφανος έκανε αυτό που του είπε ο Γέροντας, πήγε στο ξενοδοχείο όπου βρήκε την γυναίκα και τον πατέρα του και γύρισε μαζί τους στο σπίτι.
Η Μαρία
Η Μαρία πριν γίνει πνευματικό παιδί του πατρός Σεραφείμ ήταν πολύ άρρωστη. Όλη σχεδόν την περιουσία της την ξόδεψε σε γιατρούς που δεν την βοήθησαν καθόλου και στο τέλος έφτασε στην απελπισία. Μια μέρα πήγε σε μία γέφυρα στον ποταμό Νέβα για να αυτοκτονήσει. Ξαφνικά την πλησίασε μία κυρία και της είπε:
-Αδελφή, δεν είναι καλό αυτό που σκέφτεσαι. Έλα να σε πάω σε έναν πολύ καλό γιατρό, αυτός σίγουρα θα σε γιατρέψει.
-Όλα τα χρήματά μου ξόδεψα σε γιατρούς και δεν έγινα καλύτερα αλλά μάλλον χειρότερα. Και ξέρω ότι σε λίγο θα πεθάνω.
-Άκου τι θα σου πω. Αυτός ο γιατρός δεν θέλει λεφτά. Ο Θεός είναι μαζί του, Αυτός θεραπεύει με την προσευχή.
Η Μαρία δέχθηκε την πρότασή της και πήγαν μαζί στην Λαύρα. Ο Γέροντας σαν να τους περίμενε και πρώτος είπε το όνομά της:
-Μην απελπίζεσαι, Μαρία. Κάνε μία μέρα νηστεία και ο Κύριος θα σου δείξει το έλεός του.
Η Μαρία τον πίστεψε και έκανε αυτό που της είπε ο Γέροντας. Σιγά σιγά άρχισε να γίνεται καλύτερα και μετά θεραπεύτηκε τελείως. Έγινε πνευματικό παιδί του πατρός Σεραφείμ.
Μετά την επανάσταση του 1917, όταν δύσκολα μπορούσε κανείς να βρει δουλειά, η Μαρία με την προσευχή του Γέροντα βρήκε μία θέση σ' ένα από τα υποκαταστήματα της Κρατικής τράπεζας. Στα τέλη της δεκαετίας του '20 της είχε συμβεί ένα περιστατικό που το διηγείται η ίδια.
«Την ημέρα που έγιναν όλα αυτά έπεσε μία πολύ δυνατή βροχή. Τα χρήματα ήδη τα είχαμε στείλει στην Κεντρική τράπεζα και εγώ νόμιζα ότι με περιμένει μία ήσυχη νύχτα. Αλλά έκανα λάθος γιατί αυτή ακριβώς την νύχτα στην τράπεζά μας ήλθαν οι ληστές.
Με έβαλαν στον τοίχο και οι ίδιοι άρχισαν να ψάχνουν στα ταμεία αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Ένας απ' αυτούς με πλησίασε με το πιστόλι και άρχισε να με απειλεί, λέγοντας ότι θα με σκοτώσει αν δεν θα τους πω που είναι κρυμμένα τα λεφτά. Τους είπα ότι όλα τα χρήματα τα πήγαν στην Κεντρική τράπεζα. Αλλά δεν με πίστεψαν.
Αυτή την στιγμή, βλέποντας μπροστά μου τον θάνατο άρχισα να εξομολογούμαι φωναχτά τις αμαρτίες μου και μετά φώναξα:
-Παππούλη μου, με ακούς;
-Ποιον φωνάζεις; - με ρώτησαν οι ληστές.
-Φωνάζω τον πνευματικό μου πατέρα που με θεράπευσε από μία ανίατη ασθένεια και που μπορεί και εσάς να βοηθήσει αν μετανοήσετε.
-Μη μας κάνεις κήρυγμα, - είπε ένας απ' αυτούς.
-Δεν σας κάνω κήρυγμα, θέλω μόνο να μου συγχωρήσει ο Θεός τις αμαρτίες μου πριν πεθάνω.
Μετά με σηκωμένα χέρια άρχισα να τους λέω για τον Γέροντα. Προς μεγάλη μου έκπληξη αυτοί με άκουγαν με προσοχή. Ένας απ' αυτούς (ίσως ο ηγέτης τους), είπε:
-Αλήθεια λέει αυτή, τα χρήματα δεν υπάρχουν. Αυτός ο Γέροντάς της, πιο σωστά το όνομά του, της έσωσε την ζωή.
Οι ληστές έφυγαν χωρίς να μου κάνουν κακό. Εγώ ευχαρίστησα τον Κύριο και την επόμενη μέρα πρωί πρωί έτρεξα στον Γέροντα στην Λαύρα.
Τον βρήκα μέσα στο ναό του Αγίου Πνεύματος. Δεν πρόλαβα να ανοίξω το στόμα μου και αυτός μου είπε:
-Για την μετάνοιά σου, σε έσωσε ο Κύριος.
Ευχαρίστησα τον αγαπητό μου Γέροντα που δεν αφήνει ποτέ τα πνευματικά του παιδιά. Αυτός και μετά βοηθούσε πολύ και εμένα και την οικογένειά μου».
Μια φορά ο Γέροντας είπε:
-Σε λίγο θα με κλείσουν στη φυλακή. Εσύ όταν θα με ξαναδείς μετά, μη φωνάξεις.
Αυτό έγινε λίγο πριν τον συλλάβουν οι αρχές.
Πέρασαν κάποια χρόνια και μία μέρα μία γνωστή είπε στη Μαρία:
-Έλα μαζί μου, θα σε πάω σ' έναν άνθρωπο στην Βίριτσα.
Φτάσανε στην Βίριτσα στο σπίτι όπου ζούσε ο πατήρ Σεραφείμ. Δεν είχαν μπει ακόμα στο κελί του όταν ο Γέροντας φώναξε:
-Έλα εδώ Μαρία μου!
Η Μαρία κατάλαβε ότι είναι ο Γέροντάς της και ήθελε να φωνάξει αλλά αμέσως θυμήθηκε τα λόγια που της είπε κάποτε: «Όταν θα με ξαναδείς μετά, μη φωνάξεις».
Και πάλι η ζωή της Μαρίας και όλης της οικογένειάς της συνεχίστηκε κοντά στον Γέροντα και δεν έκαναν τίποτα χωρίς την ευλογία του. Το 1934 ο πατήρ Σεραφείμ τους είπε:
-Να πουλήσετε όλα που έχετε στο Λένινγκραντ και να χτίσετε σπίτι εδώ στη Βίριτσα. Θα γίνει πόλεμος και δεν θα μπορέσετε να επιβιώσετε αν θα μείνετε στο Λένινγκραντ.
Πραγματικά έχτισαν σπίτι στην Βίριτσα όπου μετακόμισαν λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος. Με τις ευχές του Γέροντα κανείς από την οικογένειά τους δεν πέθανε, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι του Λένινγκραντ πέθαναν από την πείνα όταν οι Γερμανοί πολιορκούσαν την πόλη. Και όλα τα παιδιά της Μαρίας που πολεμούσαν στο μέτωπο γύρισαν στο σπίτι. Επίσης ο Γέροντας της έλεγε:
-Δεν θα αφήσω εσένα και την οικογένειά σου και μετά το θάνατό μου. Θα σας φροντίζω μέχρι το τέλος της ζωής σας και στην άλλη ζωή δεν θα σας αφήσω.
Και αυτά τα λόγια του πατρός Σεραφείμ έγιναν πραγματικότητα. Ένας εγγονός της Μαρίας έλεγε αργότερα ότι πάντα στη ζωή του αισθανόταν την παρουσία του Γέροντα. Με τις ευχές του έγινε ιερέας και αργότερα αρχιερέας.
Η θεραπεία του τυφλού παιδιού
Μια μέρα φθινοπώρου την πόρτα στο σπίτι του πατρός Σεραφείμ χτύπησε μία γυναίκα που ήλθε μαζί με την τυφλή κόρη της. Την πόρτα άνοιξε η αδελφή Σεραφείμα και τους είπε:
-Ο Γέροντας σήμερα δεν δέχεται κανέναν, είναι πολύ κουρασμένος.
Η γυναίκα την παρακάλεσε πολύ να πει στον Γέροντα ότι ήλθαν από πολύ μακριά και τον παρακαλούν πάρα πολύ να τους δεχθεί. Η αδελφή Σεραφείμα είπε στον Γέροντα για τους επισκέπτες και εκείνος τους είπε να περάσουν μέσα. Όταν μπήκαν στο κελί του η γυναίκα γονάτισε μπροστά στον γέροντα, πήρε την ευχή του και με δάκρυα στα μάτια τον παρακάλεσε να βοηθήσει την κόρη της που ήταν τυφλή. Ο πατήρ Σεραφείμ προσευχήθηκε, πήρε λάδι από το καντήλι που έκαιγε μπροστά στην εικόνα, έχρισε μ' αυτό τα μάτια του παιδιού και τους είπε να σκεπάσουν τα μάτια με ένα μαντίλι και να μην το βγάλουν μέχρι το βράδυ της επόμενης ημέρας.
Μετά από λίγο καιρό επισκέπτηκαν τον Γέροντα πάλι η μητέρα με την κόρη της που είχε αναβλέψει. Το κορίτσι κρατούσε στα χέρια της ένα πολύ μεγάλο μπουκέτο. Η γυναίκα πλησίασε τον Γέροντα και γονάτισε μπροστά του. Του είπε ότι ο Κύριος για τις προσευχές του θεράπευσε την κόρη της. Η κόρη της χάρισε στον Γέροντα το μπουκέτο που είχε φέρει. Ο πατήρ Σεραφείμ τους απάντησε:
-Να ευχαριστήσετε τον Κύριο και την Παναγία. Για την πίστη σας έκανε ο Κύριος αυτό το θαύμα για να ξέρεις εσύ και τα παιδιά σου ότι Αυτός είναι πάντα κοντά στους ταπεινούς και τους συντετριμμένους τη καρδία.
Ο αρχιμανδρίτης Νικήτας
Το κοσμικό του όνομα ήταν Πέτρος. Από παιδί ζούσε στο μοναστήρι του Βαλαάμ και ήταν υποτακτικός ενός γέροντα. Ζούσε μαζί του στο ίδιο κελί.
Ο πατήρ Νικήτας έλεγε ότι μια φορά μετά την θεία λειτουργία ειδε τον Γέροντά του στο ιερό βήμα να προσκυνά το άδειο άγιο ποτήριο και το δισκάριο. Όταν βγήκαν από την έκκλησία τον ρώτησε:
-Παππούλη, γιατί προσκυνήσατε τα ιερά σκεύη, αφού είναι άδεια;
-Ήθελα να το προσέξεις... Όταν περνάμε μπροστά από τα ανάκτορα του τσάρου δεν βγάζουμε το καπέλο και δεν κάνουμε υπόκλιση; Μπορεί εκείνη την στιγμή να μην είναι εκεί ο τσάρος, όμως εμείς το κάνουμε. Τέτοιο σεβασμό έχουμε προς τον τσάρο. Και εδώ σ' αυτά τα ιερά σκεύη μόλις ήταν ο Βασιλιάς των βασιλέων, ο Δημιουργός των πάντων και δικός μας Σωτήρας.
Μπορούμε να μην γονατίσουμε μπροστά σ' αυτά τα ιερά σκεύη; - μου απάντησε ο Γέροντας.
Σ' εκείνη την εποχή σε μερικά μεγάλα μοναστήρια υπήρχαν ιερατικές σχολές. Υπήρχε μία τέτοια σχολή και στο μοναστήρι του Βαλαάμ. Ο Γέροντας όταν ήλθε η ώρα έδωσε στον υποτακτικό του ευλογία να πάει να σπουδάσει σ' αυτή την σχολή. Ο Πέτρος ήθελε να γίνει μοναχός και να μείνει στο μοναστήρι, αλλά ο Γέροντας δεν του έδωσε ευλογία.
-Πού να πάω, πάτερ, -τον ρωτούσε ο Πέτρος-, εδώ είναι ο παράδεισος επάνω στη γη και ο κόσμος είναι σαν τον άδη.
-Πήγαινε στον κόσμο, - του απάντησε ο Γέροντας, θα παντρευτείς μία κοπέλα που λέγεται Ελισάβετ και θα γίνεις ιερέας. Αυτή θα σου γεννήσει ένα γιο και μετά θα ζεις μαζί της σαν με την αδελφή. Και μετά και οι δύο σας θα γίνετε μοναχοί. Εσύ θα φοράς μίτρα και θα γίνεις πνευματικός μιας γνωστής και ένδοξης μονής.
Όλα έγιναν όπως το είπε ο Γέροντας.
Ο Πέτρος παντρεύτηκε την Ελισάβετ, έγινε ιερέας και υπηρετούσε σε μία έκκλησία στα προάστια της Πετρούπολης, τελείωσε και την θεολογική ακαδημία. Είχαν και ένα γιο. Στην δεκαετία του '20 ο πατήρ Πέτρος συνελήφθη και κλείστηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Στο Λένινγκραντ επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου.
Η γυναίκα του και αυτή πέρασε πολλά βασανιστήρια, ο γιος ήταν αγνοούμενος. Μετά από 18 χρόνια ο πατήρ Πέτρος συναντήθηκε ξανά με την γυναίκα του. Λυπούνταν πολύ για τον γιο τους. Δεν ήξεραν αν ζει ή αν είχε πεθάνει και πώς να προσεύχονται γι' αυτόν. Μια μέρα η γυναίκα του είπε:
-Πήγαινε στην Βίριτσα, εκεί λένε ζει ένας Γέροντας, ίσως αυτός θα μας πει κάτι και θα μας παρηγορήσει.
Ο πατήρ Πέτρος πήγε στην Βίριτσα και βρήκε το σπίτι του πατρός Σεραφείμ. Ο πατήρ Σεραφείμ μόλις τον είδε του είπε:
-Να, ήλθε ο Νικήτας.
-Δεν είμαι Νικήτας, παππούλη μου, λέγομαι Πέτρος και είμαι ιερέας.
-Και εγώ νόμισα ότι είσαι Νικήτας. Γιατί Πέτρε εσύ που είσαι πνευματικός όλης της επαρχίας του Νόβγκοροντ ήλθες σε μένα τον άθλιο Σεραφείμ;
-Ήλθα για τον εξής λόγο· ο γιος μου είναι αγνοούμενος.
Ο πατήρ Πέτρος έπεσε στα πόδια του Γέροντα.
-Σήκω Πέτρε, μην το κάνεις, κάθισε εδώ, του είπε ο Γέροντας, να προσεύχεστε και ο γιος σας θα βρεθεί.
Μετά ήπιαν μαζί τσάι, κουβεντιάσανε και στο τέλος ο Γέροντας του έδωσε τρία πακέτα μπισκότα, λέγοντας:
-Μ' αυτά θα πιείτε τσάι στο σπίτι σας. Πάρε τρία πακέτα μπισκότα, από ένα για τον καθένα.
Ο πατήρ Πέτρος έφυγε και πήγε στο σπίτι του. Στο δρόμο σκεφτόταν: γιατί μου είπε «από ένα για τον καθένα», είμαστε με την γυναίκα μου μόνο δύο. Στο σπίτι η γυναίκα τον ρώτησε:
-Τι είπε ο Γέροντας;
-Είπε ότι ο γιος μας ζει και ότι σύντομα θα τον δούμε. Έδωσε και τρία πακέτα μπισκότα για το τσάι.
Σ' εκείνα τα χρόνια ούτε ψωμί αρκετό δεν είχαν οι άνθρωποι γι' αυτό το να έχει κανείς μπισκότα ήταν πραγματική γιορτή. Άναψαν το σαμοβάρι, έβαλαν ποτήρια στο τραπέζι και ήταν έτοιμοι να πιουν το τσάι τους. Ξαφνικά κάποιος χτύπησε την πόρτα. Μέσα στο δωμάτιο μπήκε ένας αξιωματικός και τους ρώτησε:
-Εδώ μένει ο πατήρ Πέτρος Τσεσνοκόβ;
-Ναι, εγώ είμαι, και εσείς ποιος είστε;
-Μαμά, μπαμπά, είμαι ο γιος σας. Με συγχωρείτε, ήθελα να μπω στη σχολή πολέμου γι' αυτό δεν έπρεπε πουθενά να λέω πως είμαι γιος ιερέα. Τώρα όμως σας βρήκα.
Κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι και έδωσαν στον γιο τους, το τρίτο πακέτο μπισκότα.
Αργότερα ο πατήρ Πέτρος έγινε μοναχός και στην κουρά έλαβε όνομα Νικήτας. Έγινε αρχιμανδρίτης και πνευματικός της Ιεράς Μονής των Σπηλαίων του Πσκόβ και όταν λειτουργούσε φορούσε μίτρα, όπως το προείπαν ο πατήρ Σεραφείμ και ο Γέροντάς του στο μοναστήρι του Βαλαάμ.
«Έξι ημέρες να εργάζεσαι και την έβδομη ημέρα στον Κύριο και Θεό σου»
Σ' ένα πνευματικό του παιδί που λεγόταν Αλέξανδρος ο Γέροντας έδωσε ευλογία να χτίσει ένα «ξενώνα» δηλαδή σπίτι για την φιλοξενία αυτών που έρχονταν στην Βίριτσα για να τον δουν. Ο Αλέξανδρος έχτισε το σπίτι. Αγόρασε και μία αγελάδα. Μια φορά έπρεπε να φέρει σανό για την αγελάδα του γι' αυτό νοίκιασε ένα αυτοκίνητο για την Κυριακή. Έπρεπε να φύγει νωρίς το πρωί και αυτό σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να πάει στην εκκλησία. Ο Αλέξανδρος πήγε στον Γέροντα για να πάρει την ευλογία του.
Μπαίνει μέσα στο κελί και ο πατήρ Σεραφείμ χωρίς να τον ρωτήσει τίποτα και χωρίς να τον ακούσει του λέει:
- Αλέξανδρε, έξι ημέρες να εργάζεσαι και την έβδομη ημέρα στον Κύριο και Θεό σου.
Ο Αλέξανδρος γύρισε στο σπίτι και είπε στη γυναίκα του:
-Δεν έδωσε ευλογία ο Γέροντας.
Εκείνη πάλι τον έστειλε στον Γέροντα και είπε να του εξηγήσει καλύτερα ότι το αυτοκίνητο το δίνουν μόνο για την Κυριακή. Πήγε ο Αλέξανδρος και πάλι άκουσε από τον Γέροντα τα ίδια λόγια. Όταν γύρισε σπίτι η γυναίκα άρχισε ξανά να του λέει:
-Πήγαινε πάλι και εξήγησέ του καλύτερα.
Και πάλι πήγε ο Αλέξανδρος στον Γέροντα και προσπάθησε να του εξηγήσει ότι για την άλλη μέρα εκτός από την Κυριακή δεν δίνουν αυτοκίνητο. Αλλά ο πατήρ Σεραφείμ και την τρίτη φορά του είπε:
-Αλέξανδρε, έξι ημέρες να εργάζεσαι και την έβδομη ημέρα στον Κύριο και Θεό σου.
Ο Αλέξανδρος είπε πάλι στην γυναίκα του ότι δεν έχει ευλογία αλλά εκείνη έπεισε τον άνδρα της να πάει.
Όταν γέμισαν το φορτηγό και έπρεπε να πάνε σπίτι ο Αλέξανδρος ανέβηκε πάνω και κάθισε στο σανό. Ο οδηγός ξεκίνησε απότομα, ο Αλέξανδρος δεν μπόρεσε να κρατηθεί, έπεσε κάτω και έσπασε την σπονδυλική στήλη σε τρία σημεία. Η γυναίκα του έτρεξε στον πατέρα Σεραφείμ να του πει για το κακό που έγινε στον άνδρα της. Εκείνος όταν την άκουσε είπε:
-Άκουσα πως έσπασε η σπονδυλική του στήλη. Να προσευχόμαστε στην Παναγία και τον άγιο Σεραφείμ. Ο Αλέξανδρος θα γίνει καλά και θα περπατάει στα πόδια του.
Ο Γέροντας είπε να σφίξουν καλά εκείνο το σημείο που έγινε το τραύμα και άρχισε να προσεύχεται για την υγεία του. Μετά από μερικούς μήνες ο Αλέξανδρος μπορούσε να περπατάει μόνος του έστω και με μπαστουνάκι.
Μια φορά ο Γέροντας του είπε:
-Αλέξανδρε θα είσαι ένας απ' αυτούς που θα πάνε μαζί μου τον τελευταίο δρόμο και θα με οδηγήσεις στην τελευταία μου κατοικία εδώ στη γη.
Όταν ο πατήρ Σεραφείμ εκοιμήθη εν Κυρίω ο Αλέξανδρος μαζί με άλλα πνευματικά του παιδιά βρισκόταν στην ταφή του και κατέβασε το σώμα του στον τάφο. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Αλέξανδρος κάθε μέρα πήγαινε στον τάφο του πνευματικού του πατέρα και άναβε καντήλι.
Η σωτηρία του θέλοντος να αυτοκτονήσει
Μια φορά κάποιοι έφεραν στον Γέροντα χίλια ρούβλια. Για εκείνη την εποχή ήταν πάρα πολλά χρήματα. Ο πατήρ Σεραφείμ δεν τα δέχτηκε αλλά είπε να τα δώσουν οπωσδήποτε στον πρώτο άνθρωπο που θα συναντήσουν στο δρόμο προς το σιδηροδρομικό σταθμό. Πρώτος που συνάντησαν στο δρόμο ήταν ένας μεθυσμένος άνδρας. Σ' αυτόν και έδωσαν τα χρήματα αν και δεν ήταν σίγουροι ότι είναι σωστό αυτό που κάνουν. Ο άνθρωπος μόλις τα είδε αμέσως ξεμέθυσε:
-Αχ, αγαπητοί μου, με σώσατε από βέβαιο θάνατο!
Όπως τους διηγήθηκε ήταν υπάλληλος ενός κρατικού καταστήματος. Στο κατάστημά του έγινε έλεγχος και βρήκαν ότι υπάρχει έλλειμα χρημάτων, ακριβώς χίλια ρούβλια. Αυτός δεν είχε τόσα λεφτά να πληρώσει και ήταν σίγουρος ότι θα τον βάλουν στη φυλακή. Ήταν απελπισμένος και αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Για να πάρει, όμως, θάρρος ήπιε, γι' αυτό και ήταν μεθυσμένος.
Η μετάνοια του αμαρτωλού
Μια μέρα επισκέπτηκε τον Γέροντα μία γυναίκα:
-Ο γιος μου πίνει, έχει ζωή άμαρτωλή και εμένα με χτυπάει. Όλη την ημέρα κλαίω. Σας παρακαλώ παππούλη κάντε προσευχή γι' αυτόν.
-Να ευχαριστείς τον κύριο γι' αυτά που σου γίνονται.
-Γιατί παππούλη;
-Αν αυτός ο γιος σου δεν έπινε, δεν θα πήγαινες στην εκκλησία και σε μένα δεν θα ερχόσουν. Πήγαινε, να προσεύχεσαι για τον γιο σου - ούτε ένα δάκρυ της μητέρας δεν θα χαθεί. Η προσευχή της μητέρας έχει πολλή δύναμη. Ο γιος σου θα πεθάνει χριστιανός.
Όλα έγιναν όπως το είπε ο Γέροντας. Ο γιος της αρρώστησε από καρκίνο και πέθανε μέσα σε λίγους μήνες. Αλλά τι μετάνοια έδειξε! Δεν μπορούσε κανείς να τον βλέπει χωρίς δάκρυα. Απ' όλους ζητούσε συγγνώμη και έλεγε:
-Να μετανοήσουμε αγαπητοί μου, φοβερή, πολύ φοβερή είναι η ζωή μας, όλοι μας χανόμαστε.
Πέθανε χαρούμενος, συμφιλιωμένος με τον Θεό. Πριν πεθάνει κάλεσε τον ιερέα, εξομολογήθηκε και κοινώνησε. Η μητέρα του μετά το θάνατο του γιου όλη την ζωή της την αφιέρωσε στη διακονία της Εκκλησίας, εργαζόμενη σε φτωχούς ναούς.
Ο Γέροντας βοηθάει τους ανθρώπους που επισκέπτονται τον τάφο του ζητώντας βοήθεια
Μία γυναίκα, πνευματικό παιδί του πατρός Σεραφείμ, έπασχε από μία πολύ σοβαρή ασθένεια. Ήθελε πάρα πολύ να επισκεπτεί τον τάφο του Γέροντα. Μέχρι το ναό όπου βρισκόταν το νεκροταφείο έπρεπε να περπατήσει δύο χιλιόμετρα. Για να κάνει αυτό το δρόμο της πήρε σχεδόν όλη την ημέρα.
Όταν έφτασε στον τάφο άρχισε να κλαίει, λέγοντας τον πόνο της στον Γέροντα. Μιλούσε μ' αυτόν σαν να ήταν ζωντανός. Όταν ήλθε η ώρα και έπρεπε να γυρίσει σπίτι σκέφτηκε πως μάλλον δεν θα μπορέσει να κάνει ξανά αυτό τον δρόμο. Ξαφνικά είδε έναν γέρο. Την χαιρέτησε και της έδωσε δύο κουλουράκια και δύο μικρά κομμάτια ζάχαρη. Τα έφαγε και επέστρεψε στο σπίτι της χωρίς καμία δυσκολία. Δεν έμεινε ούτε ίχνος από την παλιά ασθένεια...
Μία γυναίκα από μικρό παιδί είχε πολύ δυνατό πόνο στο αριστερό της πόδι. Τον καιρό του πολέμου, όταν ήταν μικρό κορίτσι, τραυματίστηκε σοβαρά - κοντά της εξερράγη μία βόμβα και της έσπασε τα δάκτυλα στο πόδι. Εμφανίστηκε η οστεομυελίτιδα. Η αρρώστια αυτή την βασάνιζε επί σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια. Έκανε πολλές εγχειρίσεις χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Το 1983, στις 22 Μαΐου, όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας εορτάζει την ανακομιδή των λειψάνων του αγίου Νικολάου αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας, η γυναίκα αυτή προσευχόταν στο ναό του Αγίου Νικολάου μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ξαφνικά την πλησίασε μία άγνωστη κυρία και της είπε να πάει στην Βίριτσα στον τάφο του πατρός Σεραφείμ.
Με πολλή δυσκολία περπάτησε από το σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι την εκκλησία της Παναγίας του Καζάν όπου βρίσκεται ο τάφος του Γέροντα. Αλλά μόλις πλησίασε τον τάφο του κατάλαβε πως ο πόνος που την βασάνιζε τόσα χρόνια την άφησε. Το βράδυ, πρώτη φορά στη ζωή της, κοιμήθηκε ήρεμα χωρίς να της πονάει τίποτα. Από τότε πηγαίνει τακτικά στην Βίριτσα στον τάφο του Γέροντα και πάντα βρίσκει βοήθεια και παρηγοριά...
Το 1952 μία γυναίκα που ήταν τότε τριάντα δύο χρονών αρρώστησε. Η διάγνωση που έβγαλαν οι γιατροί ήταν: καρκίνος του εντέρου. Της είπαν ότι γρήγορα πρέπει να γίνει η χειρουργική επέμβαση. Πριν γίνει η εγχείριση την έστειλαν σ' ένα σανατόριο, το οποίο βρισκόταν στην Βίριτσα. Εδώ έμαθε για τον πατέρα Σεραφείμ. Με πολλή δυσκολία πήγε μέχρι την εκκλησία της Παναγίας του Καζάν όπου ήταν το νεκροταφείο. Γονάτισε μπροστά στον τάφο του Γέροντα και είπε:
-Παππούλη, εσύ ξέρεις το πρόβλημά μου, βλέπεις πως οι δυνάμεις μου με αφήνουν. Βοήθησέ με την αμαρτωλή να γίνω καλά.
Έμεινε στον τάφο μέχρι αργά το βράδυ. Όταν σηκώθηκε για να φύγει κατάλαβε πως αισθάνεται καλύτερα. Όλο τον καιρό που ήταν στο σανατόριο πήγαινε κάθε μέρα στον τάφο του Γέροντα. Όταν γύρισε σπίτι κατάλαβε πως ο πόνος έφυγε. Σε ένα χρόνο δεν έμεινε ούτε ίχνος από την παλιά ασθένεια.
Ο ΝΕΟΦΑΝΗΣ ΑΓΙΟΣ
ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΗΣ ΒΙΡΙΤΣΑ
ΒΙΟΣ - ΘΑΥΜΑΤΑ - ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΗΛ: 2310212659
impantokratoros.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου