Η επελθούσα μεταβολή στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας μετά την ένωση της
με το Οικουμενικό πατριαρχείο καθίστατο σαφής. Την εποχή κατά την οποία
εσυντελείτο το γεγονός αυτό παρετηρείτο κάποια κίνηση για την ανάπτυξη
στις ευρωπαϊκές ελληνικές χώρες του εκτοπιζόμενου από τις ανατολικές
επαρχίες μοναχικού βίου. Αυτός διατηρήθηκε μόνο στα Ιεροσόλυμα, στον
Πανάγιο Τάφο, από την Αγιοταφική Αδελφότητα και στο όρος Σινά, στην
ένδοξη μονή της Αγίας Αικατερίνης, στην Αίγυπτο, όμως, στην κοιτίδα του
και στη Συρία εξαφανίσθηκε. Στην Κωνσταντινούπολη ο μοναχικός βίος
ήκμαζε με κέντρο την περιώνυμη μονή του Στουδίου, αλλά επί της
εικονομαχίας καταπιέσθηκε, γεγονός που ώθησε πολλούς μοναχούς να
αποδημήσουν στη Ρώμη και σε άλλα μέρη της Ιταλίας, ιδιαίτερα δε στη
λεγόμενη Μεγάλη Ελλάδα, στην οποία άνθησε έκτοτε και ήκμασε ο ελληνικός
χριστιανικός μοναχικό βίος. Πώς δε και από ποιόν αυτός εισήχθη στην
Εκκλησία της Ελλάδας για πρώτη φορά, δεν είναι γνωστό. Από τους πρώτους
ήδη αιώνες αναφέρονται κάποιες μονές, όπως εκείνη της Καισαριανής των
Αθηνών, ως πνευματικά κέντρα. Είναι δε γνωστό ότι κατά τον Ε΄ αιώνα στην
πολίχνη της Μεγαρίδας Παγών ή Πηγών, η οποία ευρισκόταν κοντά στην ακτή
του Αλκυονικού κόλπου (ανατολικά της άκρης Ολμιών), υπήρχε γυναικεία
μονή. Από τη μονή αυτή διήλθε (μετά το 485) ο Λογγίνος, ένας από τους
αδελφούς του αυτοκράτορα Ζήνωνα, ο οποίος, κατά πληροφορίες του
χρονογράφου Μαλάλα, διέπραξε πολλές ανοσιουργίες.
Μετά τη θύελλα της εικονομαχίας άρχισε ζωηρότερη η κίνηση του μοναχικού
βίου στην Ελλάδα. Ήδη στην εποχή του βασιλέα Θεοφίλου (829-842)
ανάγεται, σύμφωνα με παλαιά παράδοση, η ίδρυση της μονής Προυσού στις
δυσπρόσιτες χαράδρες της Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Ως πρώτη βάση της
μονής χρησίμευσε κάποιο σπήλαιο, στο οποίο διέμεναν οι μοναχοί, αλλά με
την πάροδο του χρόνου οικοδομήθηκε η μεγάλη Μονή, η οποία κατέστη έκτοτε
σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο για τις
περί αυτήν επαρχίες, αλλά και για την υπόλοιπη Ελλάδα. Η Μονή υπαγόταν
στην επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων, μεταγενέστερα δε έγινε σταυροπηγιακή 8
. Το 840, όταν κάηκε η αρχαία μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα, η
οποία είχε μεγάλη ομοιότητα προς τη Μονή Προυσού, διασώθηκε σ? αυτήν η
εικόνα της Θεοτόκου, η οποία κατά την παράδοση είναι έργο του κηρύξαντος
στην Ελλάδα ευαγγελιστή Λουκά. Η εικόνα αυτή είχε ανευρεθεί για πρώτη
φορά το 315 από κάποια βοσκοπούλα, ονόματι Ευφροσύνη, στον τόπο που
κτίσθηκε η μονή από τους οσίους Συμεών και Θεόδωρο. Κατά τον εμπρησμό
της μονής, επειδή κινδύνευσε και η ιερή εικόνα, ένεκα του διεξαγόμενου
τότε διωγμού κατά των εικόνων από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο, οι
μοναχοί την πήραν και περιπλανήθηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα στην
Πάτρα και το Αίγιο. Κατά την επάνοδό τους, μετά την ανοικοδόμηση της
μονής, διανυκτέρευσαν σε τόπο που απείχε τέσσαρες ώρες από αυτήν, κοντά
στον ποταμό Σελινούντα, όπου υπήρχε πλάτανος με κοίλο κορμό. Τη νύκτα
εναπέθεσαν την ιερή εικόνα στο κοίλωμα του δένδρου, επί του οποίου την
είδαν εντυπωμένη την επαύριο. Έκτοτε οι κάτοικοι της παραπλήσιας κώμης
Κλαπατσούνης μεταποίησαν το κοίλωμα του δένδρου σε ναϊδριο, στο οποίο
διατηρείται το αποτύπωμα της εικόνας «σώον και ακραιφνές» κατά την
έκφραση του «Κτητορικού» της μονής.
Μερικά χρόνια αργότερα, ήτοι το 874, κτίσθηκε από κάποιον Λέοντα,
πρωτοσπαθάριο, επί των ερειπίων του Ορχομενού Βοιωτίας ο μοναστηριακός
ναός των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Περί την ίδια εποχή (περί το
812-892) ήκμασε στη Θεσσαλονίκη η Αγία Θεοδώρα 9 , η οποία καταγόταν
από την Αίγινα και ήταν θυγατέρα του Αντωνίου, Πρωτοπρεσβυτέρου της εκεί
Εκκλησίας. Στην Αίγινα υπήρχαν επίσης Μονές, διακρίθηκε μάλιστα στην
αρχή του Θ΄ αιώνα η Αγία Αθανασία, ηγουμένη κάποιας Μονής, τη μνήμη της
οποίας τιμά η Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε χρόνο τη 18 Απριλίου 10 . Μετά τον
θάνατο της μητέρας της Θεοδώρας Χρυσάνθης, ο πατέρας της Αντώνιος
προσήλθε στον μοναχικό βίο και παρέδωσε τη θυγατέρα του σε κάποιον
συγγενή ως κηδεμόνα, ο οποίος την εμνήστευσε κατά το 7ο έτος της ηλικίας
της. Αλλά το 826, ένεκα της επιδρομής των Σαρακηνών η Θεοδώρα
αναγκάσθηκε να μετοικήσει με τους συγγενείς της στη Θεσσαλονίκη, όπου σε
ηλικία 25 ετών, το 837, χήρευσε και προσήλθε στον μοναχικό βίο στη μονή
του αγίου Στεφάνου, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Σ? αυτή διέμεινε επί 55 έτη,
μέχρι τον θάνατο της (892), παραδίδουσα τον εαυτό της σε αυστηρές
ασκήσεις, γεγονός που προκάλεσε τον γενικό θαυμασμό. Μετά τον θάνατο της
αναδείχθηκε θαυματουργή και «μυροβλύτις», η δε μνήμη της τελείται την
29 Αυγούστου. Κοντά στον ναό της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη διασώζεται
ακόμη και σήμερα ναός στη μνήμη της Αγίας Θεοδώρας, ο οποίος προφανώς
ιδρύθηκε επί του τάφου της, όπου άλλοτε ευρισκόταν η μονή του αγίου
Στεφάνου.
Περί την ίδια εποχή διακρίθηκαν, ο Θεσσαλονικέας όσιος Ευθύμιος, ο
οποίος μόνασε κατ? αρχάς στον Μυσικό Όλυμπο και αργότερα στη
Θεσσαλονίκη, καθώς και ο αρχιεπίσκοπος Κερκύρας άγιος Αρσένιος, ο οποίος
αιχμαλωτίσθηκε κατά τη διάρκεια επιδρομής των Βουλγάρων (929), οι
οποίοι είχαν καταλάβει τη Νικόπολη και εξορμούσαν από αυτήν,
απελευθερώθηκε όμως από τους ανδρείους νησιώτες. Η δράση του αγίου
Ιεράρχη υπήρξε ευεργετικότατη στο νησί 11 .
Ταυτοχρόνως διαμορφωνόταν μεγάλο και ξακουστό μοναστικό και πνευματικό
κέντρο στο ?γιο Όρος. Περί το 865 ο όσιος Ευθύμιος μετέβη για πρώτη φορά
στο ?γιο Όρος, όπου μόναζαν ο Πέτρος Αθωνίτης και ο Ιωάννης Κολοβός, ως
αναχωρητές. Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης με την ιδρυθείσα από αυτόν
Μεγίστη Λαύρα οργάνωσε επί νέων βάσεων τον μοναχικό βίο του Αγίου
Όρους.Ο Αθανάσιος υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ Μαλεϊνού, ηγουμένου της
μονής στο όρος Κομνά του Ολύμπου, φίλος και σύμβουλος του Νικηφόρου
Φωκά, ο οποίος επίσης σκόπευε να μονάσει μαζί με αυτόν και τον όσιο
Νίκωνα τον «Μετανοείτε». Το 860 συνόδευσαν τον Νικηφόρο Φωκά οι δύο
αυτοί φίλοι του στην εκστρατεία του στην Κρήτη και εργάσθηκαν αποστολικά
μεταξύ των εναπομεινάντων Μουσουλμάνων Αράβων.
Και ο μεν Νίκων, όπως θα δούμε περαιτέρω, ήλθε στην Ελλάδα, ο δε
Αθανάσιος μετέβη στο ?γιο Όρος το 962, όπου με την αρωγή του Νικηφόρου
Φωκά ίδρυσε τη Λαύρα και καθόρισε τον κοινοβιακό βίο, κατά του οποίου
αντέδρασαν όμως οι παλαιοί αναχωρητές του Αγίου Όρους. Το 962 ο άγιος
Αθανάσιος εξέδωσε το κτητορικό τυπικό της Λαύρας, το οποίο στηριζόταν
στις διατάξεις του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη. Το έργο του αγίου
Αθανασίου, εκτός του Νικηφόρου Φωκά, υποστήριξαν και άλλοι αυτοκράτορες,
όπως ο Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) και ο Ρωμανός Γ΄ (1028-1034). Το
τυπικό του Ιωάννη Τσιμισκή, το οποίο εκδόθηκε το 972 κανόνισε τη ζωή της
μοναστικής κοινότητας του Αγίου Όρους, η οποία αποτελείτο από ερημίτες
και κοινοβιάτες, διοικείτο δε από τη σύναξη των ηγουμένων και από τον
καλούμενο Πρώτο, ο οποίος διοριζόταν από τον αυτοκράτορα. Τα προνόμια
της Λαύρας επικύρωσε και ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος το
976 με χρυσόβουλλο, χαρίζοντας σ? αυτήν ιερά λείψανα και ετήσιες
εισφορές από το δημόσιο Ταμείο. Το 1000 ο άγιος Αθανάσιος τελείωσε οσίως
τον βίο του, εξακολούθησε δε το έργο του ο ηγούμενος της Λαύρας
Ευστράτιος.
Έτσι, ο ?θως καθίστατο όρος άγιο και κέντρο επιφανέστατο του μοναχικού
βίου, σ? αυτό δε συνέρρεαν όχι μόνο Έλληνες αλλά και άλλοι ορθόδοξοι,
όπως οι Ίβηρες, οι οποίοι ίδρυσαν στο τέλος του Ι΄ αιώνα την ομώνυμη
μονή. Εκτός της μονής αυτής ιδρύθηκαν οι μονές Βατοπεδίου, Ξηροποτάμου,
Ξενοφώντος, Ξηροκάστρου, Ζωγράφου, Καρυών, Μακρού, Κουτλουμουσίου,
Κωνσταμονίτου, Τροχαλά, Σκοπού, Βουλευτηρίου, Κολοβού, Χαρζανά,
Σταυρονικήτα, Εσφιγμένου, Ζυγού, Σικελού, Φιλοθέου, Αμαλφινών και πολλές
άλλες, οι οποίες ενισχύονταν όχι μόνο από τους Έλληνες αυτοκράτορες του
Βυζαντίου, αλλά και από ξένους ηγεμόνες. Απαγορεύθηκε δε η είσοδος στο
?γιο Όρος γυναικών και μικρών παιδιών (το «άβατον»). Έκτοτε όλες οι
μονές αποτελούσαν ιδία μοναχική πολιτεία, η οποία διεπόταν από αυστηρές
διατάξεις 12 . Στις αρχές του Ι΄ αιώνα ήκμασε στην Πάρο η καταγόμενη από
τη Μήθυμνα της Λέσβου αγία θεοκτίστη 13 .
Ιδιαζόντως υποστήριξε τον μοναχικό βίο η οικογένεια των Κομνημών, κατά
τον ΙΒ΄ αιώνα. Με την αρωγή τους ιδρύθηκε το 1079 στην Πάτμο, στο τόπο
όπου ο ευαγγελιστής Ιωάννης είδε την αποκάλυψη, ναός και κοντά σ? αυτόν η
έκτοτε σωζόμενη βασιλική μονή. Ο άγιος Χριστόδουλος κατά τη διάρκεια
κάποιας επιδρομής των Αράβων απομακρύνθηκε στην Εύβοια, όπου και
τελείωσε οσίως τον βίο του (16 Μαρτίου 1093). Κατά την ίδια περίπου
εποχή ιδρύθηκε και η περίφημη μονή Κύκκου στην Κύπρο από κάποιον μοναχό
Ησαΐα, ο οποίος κατόρθωσε να λάβει από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό
και να μεταφέρει στη μονή την εικόνα της Θεοτόκου, έργο, κατά την
παράδοση, του ευαγγελιστή Λουκά.
Ταυτοχρόνως στην κυρίως Ελλάδα εμφανίζεται σειρά μεγάλων μοναχών, οι
οποίοι εργάζονται αποστολικά και ιδρύουν περιφανή μοναστικά κέντρα.
Πρώτος μεταξύ αυτών αναδείχθηκε ο όσιος Λουκάς. Οι γονείς του,
καταγόμενοι από την Αίγινα, για να αποφύγουν πειρατικές επιδρομές,
κατέφυγαν στην Καστοριά (κοντά στους Δελφούς, στο σημείο όπου ευρίσκεται
σήμερα το Νέο Καστρί), όπου γεννήθηκε ο Λουκάς κατά το 896. Νεαρός
ακόμη στην ηλικία ακολούθησε κάποιους μοναχούς, οι οποίοι επέστρεφαν από
προσκύνημα στη Ρώμη, μετέβη στην Αθήνα, συστήθηκε δε από αυτούς στον
ηγούμενο κάποιας μονής, πιθανώς της Καισαριανής και εκάρη μοναχός. Μετά
από παράκληση όμως της μητέρας του επέστρεψε στην Καστοριά, απ? όπου με
τη συγκατάθεση αυτή τη φορά της μητέρας του τέσσαρες μήνες αργότερα
απεχώρησε στην έρημο του όρους Ιωαννίτζη, κοντά στα παράλια της Φωκίδας,
όπου παρέμεινε ασκούμενος για μία επταετία (910-917). Οι επιδρομές των
Βουλγάρων όμως κατά της Ελλάδας υπό τον τσάρο Συμεών, ανάγκασαν τον όσιο
να καταφύγει στην Κόρινθο και από εκεί στα Ζεμενά κοντά στην Πάτρα,
όπου έμεινε κοντά σε κάποιον μοναχό στυλίτη, υπηρετώντας τον επί δέκα
έτη. Μετά τη σύναψη ειρήνης μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων (8 Οκτωβρίου
927), ο όσιος επέστρεψε και πάλι στο παλαιό του ερημητήριο του
Ιωαννίτζη, αλλά και πάλι επιδρομές των Σαρακηνών τον ανάγκασαν να φύγει
και να ζητήσει άσυλο στο νησί Αμπελώνα. Από εκεί, μετά από σύντομη
διαμονή μετέβη στο Στείριο της Φωκίδας, στους πρόποδες του Ελικώνα, όπου
ίδρυσε ναό στη μνήμη της Αγίας Βαρβάρας, στον οποίο και μόνασε (για τον
λόγο αυτό εκαλείτο Στειριώτης). Με τη συνδρομή δε των αυτοκρατόρων της
Κωνσταντινουπόλεως ιδρύθηκε η σωζόμενη έκτοτε μεγαλοπρεπέστατη μονή, η
οποία φέρει το όνομά του. Ο όσιος Λουκάς εκοιμήθη την 7 Φεβρουαρίου 953
14 .
Μερικά έτη αργότερα παρουσιάσθηκε ο όσιος Νίκων, ο επικληθείς
«Μετανοείτε», Έλληνας Μικρασιάτης, καταγόμενος από τον Πολεμωνιακό
Πόντο. Νεαρός εισήχθη σε κάποια μονή του Πόντου και διέμεινε σ? αυτήν
επί δωδεκαετία, ακολούθως δε διέμεινε επί τριετία σε κάποιον έρημο τόπο.
Τελικά, περί το 959 εγκατέλειψε τη μονή αυτή και περιοδεύοντας
εργαζόταν αποστολικά. Συνδέθηκε με τον όσιο Αθανάσιο, ο οποίος αργότερα
έγινε ανακαινιστής του μοναχικού βίου του ?θωνα, καθώς και με τον
Νικηφόρο Φωκά, τους οποίους ακολούθησε κατά την εκστρατεία της Κρήτης,
όπου εργάσθηκε επί μία επταετία μετά την ανάκτηση του νησιού από τους
?ραβες. Αργότερα επισκέφθηκε την Επίδαυρο της Αργολίδας και την πόλη
Δαμαλά (Τροιζήνα), απ? όπου δια της Σαλαμίνας μετέβη στην Αθήνα, της
οποίας τους κατοίκους έθελξε με τις διδαχές του. Διέμεινε μάλιστα για
κάποιο χρονικό διάστημα ασκούμενος σε σπήλαιο του Κιθαιρώνα. Κατά τη
διάρκεια των επισκέψεων του και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας έφθασε στην
ακμάζουσα τότε Λακεδαίμονα (Σπάρτη), την οποία κατέστησε ορμητήριο των
αποστολικών ενεργειών, ιδιαίτερα δε την περιοχή του Ταϋγέτου, όπου
εργάσθηκε δραστήρια μεταξύ των υπολειμμάτων των Σλάβων, των Εζεριτών και
Μελιγγών. Μετέβη στη Μαίνη και στην Καλαμάτα, πέρασε από τη Μεσσηνία
και μετά την επίσκεψη του το 981 στην Κόρινθο στον στρατηγό της
Πελοποννήσου Βασίλειο Απόκαυκο, το 982 επέστρεψε στη Λακωνία. Εκεί
εξακολούθησε το αποστολικό του έργο και με τη σημαντική υποστήριξη του
επισκόπου Θεοπόμπου, Αθηναίου στο γένος, ίδρυσε δύο ναούς. Κατά της
δράσεώς του αντέδρασε ο Ιωάννης ?ρατος, ισχυρός Λάκων άρχοντας,
προστατεύοντας τους Ιουδαίους, κατά των οποίων είχε δραστηριοποιηθεί ο
Νίκων, αλλά οι λοιποί ηγέτες της χώρας και μάλιστα ο στρατηγός της
Πελοποννήσου Βασίλειος Απόκαυκος, τάσσονταν υπέρ του οσίου άνδρα. Την
εποχή εκείνη ήκμαζαν στη Σπάρτη πολλοί αριστοκρατικοί οίκοι, οι οποίοι
είχαν εμπορικές σχέσεις και με την Ενετία, από τη Σπάρτη δε πιθανώς
καταγόταν και η αποκαλούμενη από τους χρονογράφους Λάκαινα Θεοφανώ, η
βασίλισσα σύζυγος του Ρωμανού Β΄ (859-963) και στη συνέχεια του
Νικηφόρου Φωκά (963-969). Ο άγιος Νίκων συνέχισε το έργο του μέχρι το
998, οπότε εκοιμήθη. Επί του τάφου του ιδρύθηκε μονή, αλλά δέχθηκε
πολλές επιθέσεις, τις οποίες με πολύ κόπο απέκρουσε ο ηγούμενός της
Γρηγόριος Παφλαγών. Η μονή διατηρήθηκε επί μακρόν ως μεγάλο πνευματικό
κέντρο της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Λακεδαιμονίας 15 .
Στο μεταξύ, επί του αυτοκράτορα Νικηφόρου ή του Ιωάννη Τσιμισκή, ο
καταγόμενος από τη Μονεμβασία όσιος Θεόδωρος, διαπεραιώθηκε στα Κύθηρα,
όπου εμόνασε επί μία ενδεκαετία 16 . Ένας από τους δεσπότες της
Λακωνικής Σπάρτης ίδρυσε επί του τάφου του αγίου Θεοδώρου μονή, η οποία
κατέστη περίφημη από τα τελούμενα σ? αυτήν θαύματα. Κατά τον Ι΄ αιώνα
ήκμασε ο επίσκοπος Μονεμβασίας Παύλος (στο τέλος του 955 μνημονεύεται ως
εν ενεργεία αρχιερέας), ο οποίος περιέγραψε θαύμα της Θεοτόκου σε σχέση
προς τη μακαρία ηγουμένη Μάρθα, ασκούμενη σε μονή της Μονεμβασίας 17 .
Στην πόλη αυτή ιδρύθηκε αργότερα ναός με τη θαυμάσια και ιστορική εικόνα
του «Ελκομένου», η οποία επί του Ισαακίου Αγγέλου (1185-1195,
1203-1204) μετακομίσθηκε στο Ναύπλιο, στον εκεί ναό του Αρχαγγέλου
Γαβριήλ και αντικαταστάθηκε από άλλη, η οποία με τη σειρά της
διακομίσθηκε από τους Μονεμβασιώτες στην Κέρκυρα, από αυτήν δε
κατασκευάσθηκε η σημερινή σωζόμενη 18 . Εξ άλλου, είναι γνωστό από
ιστορικές πληροφορίες ότι ιδρύθηκε το 966 από τον Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο η
ένδοξη μονή του «Φιλοσόφου» (Κοιμήσεως Θεοτόκου), στην κοιλάδα του
πόταμου Λουσίου, δυτικά της Δημητσάνης, στη Γορτυνία. Από τη μονή αυτή
εξηρτώντο διάφορα «ασκητήρια», τα οποία αργότερα προήχθησαν σε
αυτοτελείς μονές (Αιμυαλών, Προδρόμου και άλλες), εκτός από τις
ιδρυθείσες μεταγενέστερα νέες μονές στην επαρχία Γορτυνίας 19 . Επειδή
δε στην επαρχία αυτή είχαν εγκατασταθεί πολλοί Σλάβοι ειδωλολάτρες, η
αυλή της Κωνσταντινουπόλεως έστελνε στις μονές του Λουσίου
δουλοπαροίκους, οι οποίοι υπό την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών
σχημάτιζαν παροικίες και συνετέλεσαν έτσι στον εκχριστιανισμό των
εναπομεινάντων Σλάβων και στον εξελληνισμό τους. Για τον σκοπό αυτό
είχαν ιδρυθεί και μερικές ειδικές επισκοπές χάριν των εκχριστιανισμένων
και εξελληνισμένων Εζεριτών και Μελιγγών. Κατά την ίδια εποχή ιδρύθηκε
νοτιοανατολικά των Καλαβρύτων και η ιστορική μονή της Λαύρας στη θέση
που ευρίσκεται σήμερα το Παλαιομονάστηρο. Η μονή της Αγίας Λαύρας με την
αρχαιότερη της μονή του Μεγάλου Σπηλαίου εκπλήρωσε μεγάλη αποστολή για
την επικράτηση του Χριστιανισμού. Λίγο αργότερα ιδρύθηκε από τον
αρχιμανδρίτη Αρσένιο, το 1077, η μονή Βαρνακόβης 20 στα Βαρδούσια όρη
στην επαρχία Δωρίδας, η οποία καταστράφηκε από τους Νορμανδούς, αλλά
επισκευάσθηκε το 1148 επί αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Κατά τη διάρκεια
της βασιλείας του τελευταίου χρημάτισε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
και ο καταγόμενος από την Αίγινα Κοσμάς Β΄ (1146-1147), ο επιλεγόμενος
Αττικός. Στο μεταξύ ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός απέστειλε το 1097 τεμάχιο
τιμίου Σταυρού στη μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, η οποία
ευρίσκεται στο όρος Σαγματά (Ύπατο) της Βοιωτίας, απήλλαξε δε αυτήν από
κάθε φόρο και της δώρησε μία από τις λίμνες της Βοιωτίας 21 . Στην
Αμοργό το 1088 ιδρύθηκε η μονή της Παναγίας Χοζοβιώτισσας, η οποία μετά
την καταστροφή που υπέστη ανακαινίσθηκε τον ΙΖ΄ αιώνα 22 , οπότε έλαβε
και τη σημερινή μορφή. Στην αρχή του ΙΑ΄ αιώνα τρεις Χιώτες ασκητές, ο
Νικήτας, ο Ιωάννης και ο Ιωσήφ, ίδρυσαν την περίφημη Μονή στη Χίο, η
οποία αργότερα ανακαινίσθηκε και ονομάσθηκε «Νέα», προς διάκριση από την
κτισθείσα από τους πρώτους ιδρυτές μικρή 23 . Η ανακαινιση της «Νέας
Μονής», διήρκεσε επί μία ολόκληρη δωδεκαετία και έγινε με δαπάνη του
βασιλέα Κωνσταντίνου Μονομάχου (1045-57) από ευγνωμοσύνη προς τους
Χιώτες μοναχούς, οι οποίοι κατά τη διαμονή του στη Λέσβο του προείπαν
ότι έμελλε να βασιλεύσει. Στη «Νέα Μονή» δωρήθηκαν με αυτοκρατορικά
χρυσόβουλλα γαίες και πολλά προνόμια. Με την πάροδο δε του χρόνου τα 2/3
του νησιού κατέστησαν ιδιοκτησία της Μονής. Εκτός από αυτή κατά τον ΙΒ΄
αιώνα ιδρύθηκαν και άλλες μεγάλες μονές σε πολλά σημεία της Ελλάδας,
πιθανώς δε τότε ιδρύθηκε και η Μονή της Αχειροποιήτου στο Παγγαίο όρος
της Μακεδονίας, η επιλεγόμενη «Εικοσιφοινίσσης» 24 , η οποία υπήρξε
σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο για την ευρύτερη περιοχή. Με την προστασία
του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού εργάσθηκε στην Ελλάδα, μετά τον όσιο Νίκωνα και
τον όσιο Λουκά, τρίτος αναμορφωτής του μοναχικού βίου και μέγας εργάτης
του Χριστιανισμού, ο όσιος Μελέτιος 25 . Αυτός γεννήθηκε το 1035 στο
χωριό Μουταλάσκα της Καππαδοκίας. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έφυγε από τον
πατρικό οίκο, επειδή οι γονείς του ήθελαν να τον νυμφεύσουν, και μετέβη
στην Κωνσταντινούπολη, όπου εισήχθη στη μονή του αγίου Ιωάννου
Χρυσοστόμου. Μετά από τριετή δοκιμασία εκάρη μοναχός, επιθυμώντας δε την
ηθική τελείωση του αποφάσισε να περιοδεύσει στη Ρώμη και τα Ιεροσόλυμα,
αλλά φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη στράφηκε προς την κυρίως Ελλάδα.
Πράγματι, μετέβη στη Θήβα, όπου ήδρευε τότε ο στρατηγός του θέματος της
Ελλάδας και της Πελοποννήσου και εγκαθιδρύθηκε στον ναό του αγίου
Γεωργίου, όπου επιδόθηκε σε αυστηρές ασκήσεις. Με την παρέλευση του
χρόνου άρχισαν να προσέρχονται κοντά του αρκετοί μιμητές του
παραδείγματος του, με συνέπεια να ιδρυθεί περί τον ναό εκείνο μονή.
Πραγματοποιώντας ο όσιος Μελέτιος τον παλαιό του πόθο, να επισκεφθεί
δηλαδή τα μεγάλα και αρχαία μοναστικά κέντρα για να προσκυνήσει, μετέβη
το 1070 στους Αγίους Τόπους της Παλαιστίνης, στη Ρώμη και τη Γαλικία της
Ισπανίας, όπου κατά την παράδοση φυλασσόταν το λείψανο του αποστόλου
Ιακώβου. Μετά την επιστροφή του στη μονή του αγίου Γεωργίου επιμελήθηκε
της περαιτέρω αναπτύξεως της. Κάθε χρόνο ηύξανε ο αριθμός των
προσερχόμενων μοναχών, οι οποίοι επιθυμούσαν να ταχθούν υπό την
πνευματική καθοδήγηση του. Ένεκα δε του πλήθους αυτών έκτισε και άλλες
μονές και τελικά σχηματίσθηκε μεγάλη μοναστική κοινότητα, η οποία
προκαλούσε γενικό θαυμασμό. Αποφεύγοντας όμως ο όσιος Μελέτιος την
ανθρώπινη δόξα απομακρύνθηκε από τη Θήβα και έκτισε ιδιαίτερο κελλί,
αλλά επειδή και εκεί τον αναζητούσαν τα πλήθη, απομακρύνθηκε περί το
1082 στο δύσβατο όρος του Κιθαιρώνα, στα όρια Αττικής και Βοιωτίας, σε
τόπο άνυδρο και εντελώς έρημο, κοντά στη Μυούπολη, η οποία συμπίπτει
προς τις αρχαίες Ερυθρές. Εκεί ανακάλυψε παρεκκλήσιο προς τιμήν του
Σωτήρας και κατοίκησε σ? αυτό. Και πάλι όμως τον αναζήτησαν ευσεβείς
άνδρες, οι οποίοι επιθυμούσαν να μονάσουν κοντά του. Ο όσιος Μελέτιος
ενέδωσε στις παρακλήσεις τους και ίδρυσε γι? αυτούς κελλιά και δύο ναούς
προς τιμήν της Θεοτόκου και του προφήτη Ηλιού. Επειδή όμως αύξανε
συνεχώς ο αριθμός των μοναχών, παρέλαβε στην κατοχή του την ευρισκόμενη
στο ίδιο όρος Μονή Συμβούλου, μετά τον θάνατο του ηγουμένου της
Θεοδοσίου, με τον ναό των Ασωμάτων Δυνάμεων. Τη μονή αυτή τη διηύρυνε με
την προσθήκη νέων κελλιών και τη διοργάνωσε κοινοβιακά. Ταυτόχρονα όμως
ίδρυσε και «παραλαύρια», το καθένα από τα οποία περιλάμβανε οκτώ ως
δώδεκα μοναχούς, και ιδιαίτερα απομακρυσμένα κελλιά για όσους
επιθυμούσαν να ζήσουν αναχωρητικό βίο. Τα παραλαύρια ανήλθαν σύντομα σε
22 ή 24, σε εκατοντάδες δε θα ηριθμούντο οι μοναχοί στην κεντρική Λαύρα,
στα παραλαύρια και στα ιδιαίτερα κελλιά. Ολόκληρο σχεδόν το όρος στο
τμήμα εκείνο του Κιθαιρώνα καταλήφθηκε από μοναστικά κτίσματα και
σχηματίσθηκε μεγάλη μοναστική κοινότητα με επί κεφαλής τον όσιο Μελέτιο.
Πλήθη λαού από όλα τα μέρη της Ελλάδας συνέρρεαν σ? αυτόν. Και από τη
Δύση ακόμη προσέρχονταν επισκέπτες, διότι ο όσιος Μελέτιος είχε παρέμβει
στην Αθήνα ενώπιον του Αθηνάρχου υπέρ της απελευθερώσεως κάποιων
επισκεπτών των Αγίων Τόπων της Παλαιστίνης, οι οποίοι είχαν προσορμίσει
στον Πειραιά και είχαν κρατηθεί ως ύποπτοι από τον ανωτέρω αξιωματούχο.
Μετά την επιστροφή τους στις πατρίδες τους διέδωσαν τα σχετικά προς τον
όσιο Μελέτιο. Πιθανώς το κοινοβιακό σύστημα του Μελετίου ήλθε σε
αντίθεση προς το κρατούν στις άλλες μονές της Αττικής και μάλιστα στη
μονή Δαφνίου.
Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός έδωσε στη μονή του οσίου Μελετίου
προνόμια και δημόσιες προσόδους από τους φόρους της Αττικής, με τα οποία
μπόρεσε ο όσιος Μελέτιος να αναπτύξει την πνευματική και φιλανθρωπική
δράση της μονής. Έκτισε μάλιστα εκτός από αυτήν και άλλες μονές στον
Ελικώνα, στη Μεγαρίδα, στην Ήλιδα και την Αργολίδα. Οι μονές αυτές του
οσίου Μελετίου ήκμασαν επί μακρόν. Όταν αργότερα (1143) ο επίσκοπος
Ναυπλίας και ?ργους Λέων ίδρυσε τις μονές Αρείας και Βούζης, τις
διοργάνωσε κατά το σύστημα της παρακείμενης μονής του οσίου Μελετίου. Οι
μονές αυτές, τις όποιες εγκατέσπειρε ανά την Ελλάδα ο μεγάλος εκείνος
αναμορφωτής του μοναχικού βίου, επρόκειτο να αποβούν κατά τους μετέπειτα
χρόνους ερείσματα της ορθοδοξίας και περιφανή πνευματικά της κέντρα. Ο
όσιος Μελέτιος τελείωσε τον βίο την 1 Σεπτεμβρίου 1105, ετάφη δε στην
κεντρική μονή Συμβούλου, η οποία έκτοτε άρχισε να ονομάζεται με το όνομα
του οσίου.
Τον βίο του οσίου Μελετίου συνέγραψε ο σύγχρονος του Θεόδωρος Πρόδρομος
και ο επίσκοπος Μεθώνης Νικόλαος, τριάντα εξ έτη μετά τον θάνατό του,
όταν η μονή αριθμούσε τριακόσιους μοναχούς και οι περί αυτού παραδόσεις
ήσαν ακόμη ζωηρές. Ο Νικόλαος διετέλεσε για αρκετό χρόνο επίσκοπος
Μεθώνης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στην
Κωνσταντινούπολη, μετέχοντας στα γενικά εκκλησιαστικά ζητήματα και
επιδιδόμενος σε σπουδαίες θεολογικές συγγραφές, ένεκα των οποίων
θεωρείται ένας από τους διαπρεπέστερους θεολόγους της εποχής εκείνης.
Στη βιογραφία του οσίου Μελετίου γίνεται για πρώτη φορά μνεία της μονής
Δαφνιού, η οποία κείται κατά την πάροδο του Κορυδαλλού, επί της οδού που
οδηγεί στην Ελευσίνα 26 . Ο πρώτος όμως ναός της μονής ανάγεται, κατά
τις αρχαιολογικές ενδείξεις, στον ΣΤ΄ αιώνα, αυτόν δε αντικατέστησε ο
σωζόμενος σήμερα, ο οποίος ιδρύθηκε πιθανώς από τον Βασίλειο τον
Βουλγαροκτόνο. Περί την ίδια εποχή ανακαινίσθηκε και ο ναός της
αρχαιότερης μονής Καισαριανής, στους νότιους πρόποδες του Υμηττού. Το
θησείο είχε, κατά πάσα πιθανότητα, μεταβληθεί κατά την εν λόγω εποχή σε
μονή. Γυναικεία μονή ήταν και ο σωζόμενος σήμερα ναός του «Λυκοδήμου», ο
οποίος ιδρύθηκε προ του 1045 ως ναός της Παρθένου Μαρίας της «Σωτείρας»
και ονομάσθηκε αργότερα κατά παραφθορά του Νικόδημου και της Αγίας
Τριάδος. Στο άκρο του βορείου τμήματος του Υμηττού υπήρχε η μονή του
Προδρόμου, επικαλούμενη «του Κυνηγού, των Φιλοσόφων». Κυνηγός εκαλείτο ο
πρώτος κτίτορας της Μονής, ίσως δε και Φιλόσοφος. Κοντά στην Αθήνα
(στους Αμπελοκήπους) υπήρχε και η μονή των Ομολογητών, στην οποία είχε
ταφεί ο Θεοφύλακτος Βελισσαριώτης.
Γενικά, από τις αρχές του Θ΄ αιώνα ο μοναχικός βίος στην Ελλάδα, με τους
μεγάλους αναμορφωτές του, τον όσιο Λουκά, τον Νίκωνα, τον Χριστόδουλο
27 και τον Μελέτιο, εισήλθε σε στάδιο αναπτύξεως. Είναι αληθές ότι κατά
τον ΙΒ΄ αιώνα παρατηρήθηκε εκτροπή μοναχών στην Ελλάδα. Στίφη πάνοπλων
εφίππων μοναχών, τους οποίους ακολουθούσαν και θεράποντες, διέτρεχαν τη
χώρα λαφυραγωγούντες τους αγρούς. Βάπτιζαν δια της βίας τους
εναπομείναντες ειδωλολάτρες, ισχυρίζονταν ότι εξέβαλλαν δαιμόνια από
τους πάσχοντες και παραδίδονταν σε πολλές ατοπίες. Αλλά με τη μέριμνα
ζηλωτών ιεραρχών ο μοναχικός βίος συγκρατήθηκε στο πεδίο της πνευματικής
δράσεως και αποστολής του.
8. Σπ . Λάμπρου, Κατάλογος των κωδίκων της ιεράς Μονής Προυσσού,
«Ν.Έλληνομνήμων», Ι, 1913, σ. 289. Σεραφείμ, Επισκόπου Ευρυτανίας, Ή
Μονή Προυσσού, «Ιερός Σύνδεσμος», ΙΒ (1909), άριθμ. 90, σ. 3 εξ.
9. Επ. Αρσενίου, Βίος και αγώνες της άγ. Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, Iurjen
1899, σ. 1-36. Τον βίο της άγ. Θεοδώρας συνέταξε ο Θεσσαλονίκης Νικόλαος
Καβάσιλας (περί το 1350), δημοσιεύθηκε δε από τους Βολλανδιστές στα
Acta Sanctorum . Αλλά σε κώδικα της Μόσχας διασώθηκε αρχαιότερος βίος, ο
οποίος συντάχθηκε προ της καταστροφής της Θεσσαλονίκηςαπό τους
Σαρακηνούς (904), από κάποιον ανώνυμο Θεσσαλονικέα. Β. Basilievsky ,
Ελληνικός κώδιξ της Συνοδικής Βιβλιοθήκης Μόσχας, στο περιοδ. Έφημερίς
του Υπουργείου δημοσίας εκπαιδεύσεως, Πετρούπολις, Νοέμβριος 1856, τόμ.
248. ?λλο βίο, ο οποίος συντάχθηκε από Γρηγόριο κληρικό βλ. Ε d. Κ urtz,
Des Klerikers Gregoris Bericht uber Leben, Wunderthaften und
Translation der Hl. Theodora von Thessalonisch, nebst der Metaphrase des
Johannes Staurakios. Memoires de l? Academie Imperial des Sciences de
Saint Petersbourg, VIIIe serie ch. Hist. Philol. VI,1,1-36 B.A.G 2 ,
246.
10. Περί τ ης αγ. Αθανασίας βλ. Θρησκευτ. Εγκυκλοπαίδεια, Α΄, 333-4. Β ibl . Hag Gr. 2 27.
11. Σπ . Λάμπρου, Κερκυραϊκά ανέκδοτα, εν Αθήναις 1882. Σπ.
Παπαγεωργίου, Περί του αγίου Αρσενίου μητροπολίτου Κερκύρας, εν Κερκύρα
1872.
12. Μ. Ι. Γεδεών, Ο ?θως, εν ΚΠόλει 1885. Ph. Meyer, Die Haupturkunden
fur die Geschichte des Athoskloster, Leipzig 1894. Κοσμά Βλάχου, Ή
Χερσόνησος του Αγίου Όρους ?θω και αί εν αυτώ Μοναί και οί μοναχοί,
πάλαι τε και νυν, Αθήναι 1903. Γερασίμου Σμυρνάκη, Το ?γιον Όρος, Αθήναι
1903. Γ. Σωτηρίου, Το ?γιον Όρος, Αθήναι 1919. Δ. Πετρακάκου, Νέαι
πηγαί των θεσμών του Αγ. Όρους, Αλεξάνδρεια 1915. Ευλογίου Κουρίλα
Λαυριώτου, άρθρο «?θως» στη Θρησκευτική και Χριστ.Έγκυκλ., Α΄, σ.
487-615.
13. Baronius, Annalles ecclesiastici, του έτους 902, n. 2-15, Hoph, I, 133.
14 Γ.Π. Κρέμου, Φωκικά, τόμ. Α΄-Γ΄, Αθήναι 1874 εξ. Του αυτού,
Προσκυνητάριον της εν Φωκίδι μονής του οσίου Λουκά, Αθήναι 1874-80. Γ.
Σωτηρίου, Επιγραφαί και χαράγματα της Μονής Οσίου Λουκά, Αρχαιολ.
Δελτίον, 6, 1920-21, σ. 181, εξ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (Αρχιεπ.
Αθηνών), Ο Όσιος Λουκάς «ο νέος», Αθήναι 1935. R. W. Schultz and S.H.
Bransley, The monastery of Saint Luc of Stiris in Phocis., London 1901.
15. Ο βίος του Νίκωνος του «Μετανοείτε» στον Σπ. Λάμπρου, «Ν.
Ελληνομνήμων», Γ., σ. 129-228, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Μελετίου
Γαλανοπούλου αρχιμ., Βίος, πολιτεία, θαύματα, ασματική ακολουθία του
οσίου πατρός ημών Νίκωνος του «Μετανοείτε», εν Αθήναις 1933.
16. Ιωάννου Βελούδου, Χρονικόν του εν Κυθήροις Μοναστηρίου, Γεδεών, ενθ? ανωτ., σ. 308.
17. Μ. Γεδεών, Παύλου Επισκόπου Μονεμβασίας Διήγησις περί εναρέτων
ανδρών και γυναικών, «Εκκλ. Αλήθεια», Δ΄ (1883-4), σ. 223-226. Acta
Sanctorum , Maii V , 426. Bibliotheca Hagiographica Graeca , edd . Socii
Bollandiani σ. 64 αριθμ. 1174.
18. Ν.Α. Βέη, Ο Ελκόμενος Χριστός της Μονεμβασίας μετά παρεκβάσεων περί
της αυτόθι Παναγίας της Χρυσαφιτίσσης, Πρακτικά της εν Αθήναις
Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περίοδ. Γ΄, τ. Α΄ 1933, σ. 33 εξ.
19. [Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Η κατά την Δημητσάνην μονή Παναγίας της
Αιμυαλούς, εν Αθήναις 1947. Του αυτού, Η αρχιεπισκοπή Δημητσάνης και
Αργυροκάσατρου, Επετ. Εταιρ. Βυζ. Σπουδών, Κ΄ (1950), σ. 209 εξ.].
20. Α.Κ. Ορλάνδου, Η Μονή Βαρνάκοβας, Αθήναι 1922. Hopf , Ι, 146. Σπ.
Λάμπρου, H Μονή Βαρνάκοβας και οι εν αυτή υποτιθέμενοι τάφοι των
αυτοκρατόρων Αλεξίου και Μανουήλ των Κομνηνών, «Ν. Ελληνομνήμων», ΣΤ΄
(1909), σ. 382 εξ.
21.Hopf, Ι, 146.
22. Αυτόθι.
23. Ο . Wulf, Die Mosaiken der Nea Moni von Chios, Byz. Zeit, XXV, 1925,
σ . 115 εξ . Γ. Σωτηρίου, Τα χριστιανικά μνημεία της νήσου Χίου,
Αρχαιολογικόν Δελτίον 1916. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, ΚΔ΄, σ. 618
23. Ο . Wulf, Die Mosaiken der Nea Moni von Chios, Byz. Zeit, XXV, 1925,
σ . 115 εξ . Γ. Σωτηρίου, Τα χριστιανικά μνημεία της νήσου Χίου,
Αρχαιολογικόν Δελτίον 1916. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, ΚΔ΄, σ. 618
24. Ιωάννον Β. Παπαδοπούλου, Τινά περί της Ιεράς Μονής της Αχειροποιήτου
της επι λεγομένης Εικοσιφοινίσσης, «Επετηρίς Εταιρ. Βυζ. Σπουδών», Ε΄
(1928), σ. 379 εξ. Αυτόθι, σ. 382-3, η σχετική βιβλιογραφία.
25. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (Αρχιεπισκόπου Αθηνών), Ο Όσιος Μελέτιος ο
νέος (περ. 1035-1105), «Θεολογία», ΙΓ΄ (1935), σ. 97 εξ. Και ανάτυπο υπό
τον τίτλο: Συμβολαί εις την ιστορίαν του μοναχικού βίου εν Ελλάδι, Β΄, Ο
Όσιος Μελέτιος ο «νέος», Αθήναι 1935. [Και β΄ έκδοση υπό τον τίτλο: Ο
άγιος Μελέτιος ο νέος, μετά προσθήκης της ακολουθίας του αγίου και
προλόγου Γρηγ. Παπαμιχαήλ, Αθήναι 1949].
26. Γ. Λαμπάκη, Χριστιανική αρχαιολογία Μονής Δαφνιού, εν Αθήναις 1889.
Gabriel Millet, Monuments de l?art byzantin, Le monastere de Daphni,
histoire, architecture, mosaiques, Paris 1899. Δημ. Γρ. Καμπούρογλου. Το
Δαφνί, Αθήναι 1920. Γ. Κωνσταντινίδου, Ιστορία των Αθηνών, έκδ. β΄,
Αθήναι 1894, σ. 246 εξ., 307 πρβλ. τις υποσημειώσεις.
27. 1088 ίδρυση της Μονής Πάτμου από τον άγιο Χριστόδουλο (? 16 Μαρτίου
1093). Ι. Σακελλίωνος, Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και Ανδρονίκου Παλαιολόγου
του νεωτέρου χρυσόβουλλα, «Πανδώρα», ΙΕ΄ (1865), σελ. 541 εξ. Του αυτού
στόν Κ. Βοΐνη, Ακολουθία, 1884, σ. 109-133. Bibliotheca hagiographica
Graeca , ενθ? ανωτ., σ. 45-46. Bibliogr . des Acolouthies grecques ,
Bruxelles 1926, σ. 38 εξ. Πρβλ . Le Barbier, St. Christodoule et la
reforme des couvents grecs au XI siecle, Paris 1863. Zachariae
Lingenthal, Novellae constitutiones, Lipsiae, 1857, 370 Hopf, Ι , 146.