Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Ἀναγκαιότητα καί χρησιμότητα τού μαθήματος τής Ἐκκλησιαστικής Ιστορίας τής Ἑλλάδος.

Ἀναγκαιότητα καί χρησιμότητα τού μαθήματος τής Ἐκκλησιαστικής Ιστορίας τής Ἑλλάδος.




Ἀναγκαιότητα καί  χρησιμότητα τοῦ  μαθήματος  τῆς   Ἐκκλησιαστικῆς  Ἱστορίας  τῆςἙλλάδος.

Ἐάν τό ἱστορικό παρελθόν μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ θεμελιῶδες κριτήριο γιά τήν ὀρθή κατανόηση τοῦ σύγχρονου ἱστορικοῦ παρόντος της, τότε καί γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἰσχύει ὅτι ἡ σύγχρονη κατάστασή της καί ἡ καθόλου σχέση καί δράση της μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία, ἀλλά καί ἡ εὐρύτερη παρουσία της στόν ὀρθόδοξο καί τόν διαχριστιανικό χῶρο δέν εἶναι δυνατό νά κατανοηθοῦν καί νά ἀξιολογηθοῦν ἀντικειμενικά χωρίς τή γνώση τῶν πλούσιων στοιχείων
τοῦ ἱστορικοῦ της παρελθόντος, τά ὁποῖα ἐπιβιώνουν σταθερά καί διατηροῦνται ἀναλλοίωτα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἱδρυτοῦ της Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου μέχρι σήμερα.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῆς Ε. Ι. Ε. εἶναι ἀναγκαία  ὄχι  μόνο  γιά  τή  γνώση  τῆς  καταστάσεως τῆς  σύγχρονης αὐτοκεφάλου  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος,  ἀλλ’  ἐξ  ἐπόψεως  αὐστηρά  ἐπιστημονικῆς καί ἐκπαιδευτικῆς καθίσταται ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κατανόηση ἑνός σημαντικοῦ τμήματος τοῦ περιεχομένου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας γενικότερα. Πιό συγκεκριμένα, ἡ γνώση τῆς  Ε. Ι. Ε. συντελεῖ μεταξύ ἄλλων :



α) στήν ὀρθή κατανόηση τῆς παρούσας πνευματικῆς, ἠθικῆς καί ὑλικῆς καταστάσεως, καθώς καί στόν ἐντοπισμό τῶν σύγχρονων ἀδυναμιῶν, δυσλειτουργιῶν καί τῶν κάθε μορφῆς προβλημάτων πού ἀφοροῦν  στή  διοίκηση  καί  τήν  ἐν  γένει  ὀργάνωση  τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς Ἑλλάδος.

β) στή διά τῆς ἀναγωγῆς στήν πλουσιότατη βιωθείσα ἐκκλησιαστική καί πνευματική ἐμπειρία τοῦ μακραίωνου ἱστορικοῦ παρελθόντος ἀναζήτηση τῆς ὀρθῆς-κανονικῆς ἐπιλύσεως τῶν σύγχρονων προβλημάτων της, καθώς καί στόν ὑγιή καθορισμό τῆς ὅλης πνευματικῆς
της πορείας μέσα στή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη ἑλληνική κοινωνία.

γ) στήν ὀρθή ἀξιολόγηση καί στήν καλύτερη ἀξιοποίηση τῶν σχέσεών της, τόσο μέ τίς ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅσο καί μέ τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, στά πλαίσια τῶν διορθοδόξων, διαχριστιανικῶν καί διαθρησκειακῶν διαλόγων, πού διεξάγονται σήμερα εἴτε σέ  διμερές ἐπίπεδο εἴτε στό πλαίσιο τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως. Ἡ πλούσια ἱστορική ἐμπειρία στή βίωση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, ἀλλά καί τό  ἰδιαίτερο προνόμιο τῆς στρατηγικῆς γεωπολιτικῆς θέσεως τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, μέσα στόν ὁποῖο δρᾶ καί ἀναπτύσσεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους μέχρι σήμερα, τήν  καθιστοῦν κεντρικό ἀξονα στήν προώθηση τῶν στοιχείων ἐκείνων, τά ὁποῖα εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν πρόοδο καί τή θετική ἐξέλιξη τῶν δια λόγων αὐτῶν.
Γενικότερα, ἀναφερόμενοι στήν ἀναγκαιότητα καί τή χρησιμότητα  τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος ὡς αὐτοτελοῦς ἐπιστημονικοῦ κλάδου, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ γνώση τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος καθόλου καί τοῦ συνόλου τοῦ πνευματικοῦ καί πολιτιστικοῦ βίου της διά μέσου τῶν αἰώνων θά ἦταν ἀτελής χωρίς τήν πλήρη καί ἀντικειμενική γνώση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς χώ- ρας, δεδομένου ὅτι ἡ Ἐκκλησία πού δρᾶ καί ἀναπτύσσεται στά γεωγραφικά της ὅρια δέν ἀποτελεῖ ἁπλά καί μόνο ἕνα ἐπί μέρους στοιχείο τοῦ πνευματικοῦ βίου τῶν κατοίκων της, ἀλλά ἕναν ἀπό τούς σημαν- τικότατους παράγοντες διαμορφώσεως τοῦ  ἐθνικοῦ βίου  τῶν Ἑλλή- νων, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τή συντριπτική πλειοψηφία τῶν κατοίκων της.

Τή σπουδαιότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος ἀναγνώρισε ἀρχικά ἐν μέρει ἡ Ἑλληνική Πολιτεία καί τό 1933 ἵδρυσε στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν τήν ἔκτακτη Ἕδρα τῆς «Ἱστορίας τῶν Ὀρθοδό- ξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί ἰδίως τῆς Ἑλλάδος», σέ ἀντικατάσταση τῆς προϋπάρχουσας τακτικῆς Ἕδρας τῆς «Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας» καί τῆς ἔκτακτης αὐτοτελοῦς Ἕδρας τῆς «Ἱστορίας τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν». Τό 1938 ἡ Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν μέ εἰδική γνωμάτευσή της εἰσηγήθηκε πρός τήν Πολιτεία τή μετονομασία τῆς νέας Ἕδρας σέ «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τῆς συστάσεως αὐτῆς». Ὁ τίτλος ὅμως αὐτός δημιουργοῦσε σύγχυση ὡς πρός τό ἄν μέ τήν τελευταία φράση ὑπενοεῖτο ἡ ἵδρυση τῆς ἐν Ἑλλλάδι Ἐκκλησίας ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁπότε πρόκειται οὐσιαστικά γιά τή συνολική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τή διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ σ’ αὐτή μέχρι σήμερα, ἤ ἄν ἀναφερόταν ἀποκλειστικά στήν ἀπό τῶν ἐτῶν 1821, 1833 καί 1850 διαδικασία ἀναδείξεως τῆς «ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας» σέ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» ὑπό τή σύγχρονη διοικητική καί ὀργανωτική της μορφή. Γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό, ὅτι τά διαφορετικά αὐτά χρονικά ὅρια ἐπιδροῦν ἀποφασιστικά στό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος καί τοῦ ἐρευνώμενου ἐπιστημονικοῦ ἀντικειμένου του, καί κατά συνέπεια ἐπιβάλλουν καί τή δέουσα προ- σοχή στόν ἀκριβή καθορισμό τοῦ τίτλου του. Ἡ ἀσάφεια αὐτή τακτο- ποιήθηκε ἀργότερα, μέ τήν ἀπόφαση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πα- νεπιστημίου Θεσσαλονίκης νά υἱοθετήσει σχετική πρόταση τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Γενικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Γερασίμου Κονιδάρη καί νά ἱδρύσει εἰδική ἔκτακτη αὐτοτελῆ Ἕδρα μέ τόν τίτλο «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος», ἡ ὁποία κυρώθηκε μέ Βασιλικό Διάταγμα.\

' Περίοδος τής Μεταβυζαντινής Ὀρθοδοξίας .

' Περίοδος τής Μεταβυζαντινής Ὀρθοδοξίας .






Γ’ .  Περίοδος  (ἀρχές  15ο υ  α ἰ.-1821/1833), τῆς  Μεταβυζαντινῆς 
 Ὀρθοδοξ ίας .


Μέ τήν τουρκική κατάκτηση ἐπῆλθε βαθμιαῖα ἡ κατάλυση τῆς κυριαρχίας  τῆς  Λατινικῆς  Ἐκκλησίας  στίς  περισσότερες  περιοχές  τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, ἐλάχιστα δέ λείψανά της διασώθηκαν σέ νησιά τοῦ Αἰγαίου (κυρίως στίς Κυκλάδες), ὅπου διατηροῦνται μέχρι σήμερα μικρές λατινικές κοινότητες. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ προπαγάνδα τῆς ρωμαιοκαθολικῆς Οὐνίας καί τῶν προτεσταντῶν ἱεραποστόλων ἐπεσώρευσε πολλά  δεινά στόν χειμαζόμενο  ἀπό τόν ἀλλόθρησκο καί ἀλλοεθνῆ κατακτητή  ἑλληνορθόδοξο  λαό,  οἱ  πνευματικοί  ἡγέτες  τοῦ  ὁποίου, συσπειρωμένοι στό ἐθναρχικό κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διεξήγαγαν διμέτωπο ἀγώνα γιά τήν ἐπιβίωση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους. Ἀλλ’ ἡ κατά τόν 18ο αἰώνα διάδοση στήν ἑλληνορθόδοξο Ἀνατολή τῶν ἰδεῶν τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ, ἔστω καί ἄν πραγματοποιήθηκε μέ μετριοπαθέστερο μανδύα (Νεοελληνικός Διαφωτισμός), δημιούργησε ἕνα ρεῦμα ἀντικληρικό καί ἀντιεκκλησιαστικό, πρός τό ὁποῖο ἡ ὀρθόδοξη θεολογία κλήθηκε νά ἀντεπεξέλθη μέ συνεχῆ διάλογο.
Πλειάδα λογίων τῆς περιόδου  τῆς Τουρκοκρατίας, μεταξύ τῶν ὁποίων ἐξέχουσα θέση κατέχουν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν βαθμίδων τοῦ ἑλληνορθόδοξου κλήρου, μπόρεσαν νά ἀντεπεξέλθουν μέ ἐπιτυχία στίς προκλήσεις τῶν νέων ἰδεῶν καί νά διατηρήσουν ἄσβεστη τήν ἀκοίμητη λυχνία τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, μέ τήν ἵδρυση παντός εἴδους σχολείων καί ἀνώτερων ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων γιά τόν φωτισμό τοῦ Γένους, μέσα στά ὁποῖα κατέστη δυνατή καί ἡ καλλιέργεια τῶν θεολογικῶν γραμμάτων. Ἀλλ’ ἡ προσφορά τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας κατά τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας δέν περιορίσθηκε μόνο στή διά τῆς παροχῆς τῆς ἑλληνορθοδόξου παιδείας διαφύλαξη καί ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ  Γένους.  Ἀπό  τούς  κόλπους  της  προῆλθε  ἕνα  μεγάλο  πλῆθος  πατριαρχῶν,  μητροπολιτῶν  καί  ἄλλων  κληρικῶν  καί  θεολόγων,  οἱ ὁποῖοι προσέφεραν ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες καί στίς ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς τουρκοκρατούμενης ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook

Β΄ Περίοδος τῆς Βυζαντινῆς - Καθολικῆς - Ὀρθοδοξίας

Β΄ Περίοδος τῆς Βυζαντινῆς - Καθολικῆς - Ὀρθοδοξίας






Β’.  Περίοδος  (732 /3-1430/53),  τῆς  Βυζαντινῆς  (Καθολικῆς )  Ὀρθοδοξ ίας .

Καλύπτει τό χρονικό διάστημα ἀπό τήν προσάρτηση τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τήν πτώση τῶν Ἰωαννίνων, τῆς Θεσσαλονίκης (1430) καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) στούς Τούρκους.
Καί ἡ περίοδος αὐτή διακρίνεται σέ δύο ἐποχές, ἐκ τῶν ὁποίων :  Ἡ  πρώτη  ἐποχή   (κυρίως βυζαντινή ἐποχή) καλύπτει τήν μέχρι τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Φράγκους σταυροφόρους χρονική περίοδο (731/33-1204). Κατά τήν ἐποχή αὐτή οἱ τοπικές
Ἐκκλησίες τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἐντάχθηκαν πλήρως στόν καθ’ ὅλου ἐκκλησιαστικό βίο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί συμμετεῖχαν ἐνεργῶς στήν Ἐνδημοῦσα Σύνοδο συμβάλλοντας ἀποφασιστικά στήν ἀντιμετώπιση καί ἐπίλυση τῶν ἀνακυπτόντων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων.  Παράλληλα  ἀνεδείχθησαν  νέες  μητροπόλεις  στήν  κυρίως Ἑλλάδα, ὅπως ἡ τῶν Ἀθηνῶν καί τῶν Φιλίππων, ἐνῶ περιορίσθηκε  σημαντικά ἡ δικαιοδοσία τοῦ μητροπολίτου Κορίνθου στήν Πελοπόννησο,  ὅπου  δημιουργήθηκαν  δύο  νέες  αὐτοκέφαλες  ἀρχιεπισκοπές, τῶν Πατρῶν, ἡ ὁποία ἀργότερα ἀνυψώθηκε σέ μητρόπολη, καί τῆς  Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας).
Τίς ἑκάστοτε διοικητικές μεταβολές τῶν ἐν Ἑλλάδι ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν διασώζουν τά λεγόμενα «Τακτικά»
(Notitiae Episcopatuum), στά ὁποῖα καταγράφεται συστηματικά ἡ τάξη προκαθεδρίας  τῶν  μητροπόλεων  τοῦ  οἰκουμενικοῦ  θρόνου  καί  τῶν ὑποκείμενων σ’ αὐτές ἐπισκοπῶν. Γνωστό γιά τήν πληρότητά του εἶναι  τό Tακτικό τοῦ Λέοντος ΣΤ’ (ἀρχές τοῦ 10ου αἰ.), ὁ ὁποῖος προέβη στήν ὁριστική ὀνομασία καί ὀργάνωση τῶν ἐπισκοπῶν πού τότε ὑπήγοντο στή διακαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Κατά τήν ἴδια αὐτή ἐποχή σημειώνεται ραγδαία ἄνθηση τοῦ μοναχικοῦ βίου καί ἱδρύονται  σπουδαῖα μοναχικά κέντρα (ἅγιον ὄρος, Μετέωρα, Μονή Ὁσίου Λουκᾶ, κ. ἄ.), τά ὁποῖα συνέβαλαν τά μέγιστα στήν ἀνάπτυξη τῶν θεολογικῶν γραμμάτων, τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης καί γενικότερα τῆς ἑλληνικῆς  παιδείας.
 Ἡ  δεύτερη  ἐποχή   (μερική Φραγκοκρατία) καλύπτει τό χρονικό διάστημα  ἀπό  τό  1204  μέχρι  τήν  κατάλυση  τῆς  βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Τούρκους (1430/1453). Ἡ ἵδρυση σέ πολλές περιοχές  τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου φραγκικῶν ἡγεμονιῶν συνοδεύθηκε ἀπό τή βίαιη ἐπιβολή τῆς λατινικῆς ἱεραχίας, χωρίς ὅμως νά ἐπιτευχθεῖ καί ὁ  ἐκλατινισμός τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος κατόρθωσε νά διατηρήσει τό ὀρθόδοξο φρόνημά του. Μετά τήν ἀνάκτηση τῆς Κωνσταντινουπό- λεως (1261) καί τήν ἀποδυνάμωση τῶν φραγκικῶν ἡγεμονιῶν, ἀποκα- ταστάθηκε ἐν μέρει ὁ κανονικός ρυθμός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου καί ὁ ἑλλαδικός χῶρος ἀπέβη τό πολιτικό, πνευματικό, πολιτιστικό καί ἐκκλησιαστικό κέντρο τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

πρώτες ἐπιστημονικές έρευνες γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος .

πρώτες ἐπιστημονικές έρευνες γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος .







Οἱ  πρῶτες  ἐπιστημονικές  ἔρευνες  γιά τήν Ἐκκλησιαστική 
 Ἱστορία τῆς  Ἑλλάδος .

Τό  ἔδαφος  γιά  τήν  ἀνάπτυξη  τῆς  Ἐκκλησιαστικῆς  Ἱστορίας  τῆς Ἑλλάδος ὡς αὐτοτελοῦς ἐπιστημονικοῦ κλάδου, σαφῶς διακρινόμενου ἀπό τή Γενική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, μέ αὐστηρῶς καθορισμένα τά  ὅρια καί τό περιεχόμενό του, ἄρχισε νά καλλιεργεῖται συστηματικά ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα. Κύριες ἀφορμές πρός τοῦτο ἀποτέλεσαν,  ἀφ’ ἑνός μέν ἡ κατά τό 1821 ἔκρηξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ἡ ὁποία κατέληξε στή δημιουργία τοῦ πρώτου στήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ κατά τό 1833
ἀντικανονική-πραξικοπηματική καί ἡ κατά τό 1850 κανονική ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τό ἐνδιαφέρον τῶν ἐρευνητῶν γιά τήν αὐτοτελή ἔρευνα  τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἑλλάδος, πολιτικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ, προκλήθηκε  καί  ἀπό  τή  γνωστή  θεωρία  τοῦ  Fallmerayer  γιά  τήν  πλήρη ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τῶν Ἑλλήνων ἐξαιτίας τῶν σλαυικῶν  ἐπιδρομῶν στόν ἑλλαδικό χῶρο ἀπό τίς ἀρχές ἤδη τῶν βυζαντινῶν
χρόνων. Ἔτσι, μιά σειρά συστηματικῶν ἐπιστημονικῶν μελετῶν, Εὐρωπαίων ἀρχικά ἱστορικῶν ἀλλά καί Ἑλλήνων στή συνέχεια, κατέδειξε τήν ἀναγκαιότητα γιά τή δημιουργία καί ἔθεσε τίς πρῶτες βάσεις γιά  τήν ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος ὡς αὐτοτελοῦς ἐπιστημονικοῦ κλάδου.



Ἀλλ’ ἡ ἀποφασιστική ὤθηση στήν προβολή τῆς ἀναγκαιότητας καί τῆς χρησιμότητας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος ὡς ἰδιαίτερου ἐπιστημονικοῦ κλάδου, καί κατ’ ἐπέκτασιν στήν καθιέρωσή του  ὡς ὑποχρεωτικοῦ μαθήματος στό πρόγραμμα σπουδῶν τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῶν Πανεπιστημίων Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, δόθηκε  ἀπό τήν κατά τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ  αἰώνα περαιτέρω πρόοδο τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ἐπάνω στό συγκεκριμμένο ἐπιστημονικό ἀντικείμενο.
Σ’ αὐτό συνέβαλε ἀποφασιστικά καί μιά σειρά καθοριστικῶν ἐξελίξεων στόν εὐρύτερο ἐκκλησιαστικό χῶρο τῆς Ἑλλάδος κατά τήν ἐποχή  ἐκείνη, σημαντικότερες ἀπό τίς ὁποῖες ὑπῆρξαν :


α) Ἡ κατά τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 1900 ἀνάπτυξη πρωτοβουλιῶν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, γιά τόν ἀπεγκλωβισμό της ἀπό τό μαουρερικό καθεστώς τῆς ἄκρατης πολιτειοκρατίας, οἱ ὁποῖες κατέτειναν  σέ μιά συντονισμένη προσπάθεια ἀναθεωρήσεως ὅλου τοῦ συστήματος  σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί ἐπανατοποθετήσεώς του  στίς κανονικές βάσεις τῆς ἰσοτιμίας καί τῆς συναλληλίας μέ τήν κοσμική ἐξουσία, σύμφωνα μέ τό Κανονικό Δίκαιο καί τήν μακραίωνη Κανονική  Παράδοση  τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας.  Ἡ  σύσταση  τῆς  Κλη ρικολαϊκῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ 1915 καί τά ὑπ’ αὐτῆς ἐκπονηθέντα νομοσχέδια προετοίμασαν τό ἔδαφος γιά τήν ψήφιση τόν Δεκέμβριο τοῦ 1923  τοῦ πρώτου Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ τόν ὁποῖο ἀνετράπη οὐσιαστικά τό καθεστώς τῶν καταστατικῶν νόμων Σ’ καί ΣΑ’ τοῦ 1852.

β) Ἡ κατά τήν ἴδια ἐποχή ἐμφάνιση τοῦ ἀκανθώδους ζητήματος  τῆς διοικήσεως τῶν λεγόμενων Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν, τό ὁποῖο βρέθηκε στό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς ἐπικαιρότητας τῆς Ἑλλάδος γιά δύο σχεδόν δεκαετίες (1912-1928). Ἡ ὅλη προβληματική πού ἀναπτύχθηκε ἐξ αἰτίας τῶν δυσκολιῶν ἐπιλύσεως τοῦ συγκεκριμένου προβλήματος, μέ βάση δηλαδή τήν προβλεπόμενη κανονική διαδικασία καί τήν πρόσφατη πρακτική πού ἀκολουθήθηκε σέ
προηγούμενες περιπτώσεις ἐνσωματώσεως τῶν περιοχῶν Ἑπτανήσου,
Θεσσαλίας καί Ἠπείρου στήν ἑλληνική ἐπικράτεια, παρήγαγε πλουσιώτατη βιβλιογραφία καί ἐνέτεινε ἀκόμη περισσότερο τό ἐνδιαφέρον τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας πρός τήν κατεύθυνση  τοῦ ἀκριβέστερου  καθορισμοῦ τῆς ἱστορικῆς ταυτότητας τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας τῆς  Ἑλλάδος, σέ συνδυασμό μέ τίς προσπάθειες γιά τήν ἐξεύρεση μιᾶς βιώσιμης καί κατά τό δυνατόν κανονικῆς λύσεως στό πρόβλημα αὐτό.

Αὐτοτελεῖς ἐργασίες γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος  ἐμφανίστηκαν στόν ἑλλαδικό χῶρο μέ ἀφορμή κυρίως τήν ἀντικανονική  ἀνακήρυξη  τοῦ  αὐτοκεφάλου  τό  1833.  Πρῶτος  πού  ἀσχολήθηκε συστηματικά θεωρεῖται ὁ Κωνσταντίνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ
ὁποῖος στό δίτομο ἔργο του  «Τριακονταετηρίς Ἐκκλησιαστική ἤ Συνταγμάτιον ἱστορικόν τῶν ἐν τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἑλλάδος συμβεβηκότων  (ἀπό τοῦ 1821 μέχρι τοῦ 1852) διῃρημένον εἰς τμήματα τρία»  συγκέντρωσε ὅλο σχεδόν τό ἀρχειακό ὑλικό γιά τήν ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων πού ἀφοροῦσαν στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό  1821 μέχρι τό 1852 καί ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ πολύτιμη ἀρχειακή πηγή  γιά τήν περαιτέρω ἔρευνα τῆς περιόδου αὐτῆς. Παράλληλα καί ὁ ἀντίπαλός του Θεόκλητος Φαρμακίδης, γιά νά δικαιολογήσει τόν πρωταγωνιστικό ρόλο πού διαδραμάτισε ὁ ἴδιος στά σχετικά γεγονότα, ἀλλά   καί  γιά  νά  ἀντικρούσει  τίς  θέσεις  τοῦ  Οἰκονόμου,  συνέγραψε  δύο  πραγματεῖες μέ τίτλους : Ἀπολογία, Ἀθῆναι 1940, καί Ὁ Συνοδικός Τόμος ἤ περί Ἀληθείας, ἐν Ἀθήναις 1852. Εἰδικότερα στό δεύτερο ἔργο του,  γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική βιβλιογραφία ἀσχολήθηκε μέ τό ζήτημα τῆς δικαιοδοσίας τῶν θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως ἐπί τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, ἐπεκτείνοντας ἔτσι
τήν μέχρι τότε ἐπιστημονική ἔρευνα γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος στήν πρό τῆς ἐπαναστάσεως περίοδο. Σ’ αὐτόν ἀπάντησε ὁ καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου ἀθηνῶν Γεώργι ος Μαυροκορδάτος μέ σειρά μελετῶν του, τίς ὁποῖες ἐξέδωσε σέ δύο τόμους, μέ τίτλο Ἡ Θεοτείχιστος Ἐκκλησία, ἐν Ἀθήναις 1854, καί Φαρμακίδου τά διπλά, ἐν Ἀθήναις 1854.

2. Ἐκδόθηκε ἀπό τόν υἱό του Σοφοκλή Οἰκονόμο συπληρωμένη καί διορθωμένη  μετά τόν θάνατό του, μέ τίτλο Κων. Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Τά Σωζόμενα Ἐκκλησιαστικά Συγγράμματα, τ. Β’ - Γ’, Ἀθήνησι 1864, 1866.

Θά πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι τά ἔργα αὐτά παρά τόν ἀντιρρητικό χαρακτήρα τους παρέχουν πλούσιο ὑλικό καί ἔθεσαν τίς πρῶτες βάσεις γιά τή σοβαρή ἐπιστημονική ἔρευνα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι, στά ἔργα κυρίως τῶν ἀνωτέρω, ἀλλά καί σέ μεταγενέστερες μελέτες στηρίχθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Καθηγη- τής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γιά τή σύνταξη τοῦ ἔργου του Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος πρῶτος, ἵδρυσις καί ὀργάνωσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 1920. Τό ἔργο αὐτό θεωρεῖται ἡ πρώ- τη  συστηματική  μελέτη  τῆς  Ἐκκλησιαστικῆς  Ἱστορίας τῆς  Ἑλλάδος, δεδομένου ὅτι ἐπεκτείνεται (ἔστω καί συνοπτικά) μέχρι καί τῶν ἀπαρχῶν τῆς ἱδρύσεως τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων στήν Ἑλλάδα ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο. Περισσότερο συστηματικό γιά τήν πρό τῆς ἐπαναστάσεως ἐποχή εἶναι τό συνθετικό ἄρθρο του μέ τίτλο «Ἑλληνική Ἐκκλησία», πού δημοσιεύθηκε στή Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. Ι (1934), σελ. 657-686.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Ἑλλάδα εκκλησιαστικά ως σήμερα ιστορια εκκλη/κη

Ἑλλάδα εκκλησιαστικά ως σήμερα





Ἡ  Ἑλλάδα  εκκλησιαστικα ως  σήμερα.

Ἡ αὐτοτελής διοικητική ὀργάνωση τῆς ἐν Ἑλλάδι ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀρχίζει οὐσιαστικά μέ τήν «αὐτογνώμονα» καί ἀντικανονική  ἀνακήρυξή της σέ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Μέ τήν περιλάλητη «Διακήρυξιν Περί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας» (Β. Δ. τῆς 23-7/4-8-1833), ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας, «κατά τό διοικητικόν μέρος», ἔγινε ὁ ρωμαιοκαθολικός βασιλέας Ὄθωνας, τή δέ διοίκησή της οὐσιαστικά  ἀσκοῦσε   ἡ   προτεσταντική   Ἀντιβασιλεία   μέσω   τῆς   Γραμματείας (Ὑπουργείου)  τῶν Ἐκκλησιαστικῶν,  ἡ  ὁποία  διά  τοῦ  παντοδύναμου «Βασιλικοῦ Ἐπιτρόπου» ἐπικύρωνε τελεσίδικα ὅλες τίς ἀποφάσεις τῆς αὐθαίρετα διοριζόμενης ἀπό τόν βασιλέα 5μελοῦς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου (Ἱερά Σύνοδος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος).



Ὁ πρῶτος λεπτομερής καθορισμός τοῦ τρόπου ἐσωτερικῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος ἔγινε μέ τό Βασιλικό Διάταγμα «Περί προσωρινῆς διαιρέσεως τῶν Ἐπισκοπῶν τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος», πού ἐκδόθηκε ἀπό τή βαυαρική Ἀντιβασιλεία στίς 20-
11/2-12-1833 (Φ.Ε.Κ. 38(27-11-1833). Σύμφωνα μέ τό διάταγμα αὐτό καταργήθηκε τό παραδοσιακό κανονικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή  τό  μητροπολιτικό,  καί  εἰσήχθη,  γιά  πρώτη  φορά στόν ὀρθόδοξο ἀνατολικό χῶρο, τό προτεσταντικό πολιτειοκρατικό σύστημα τῶν γερμανικῶν Κονσιστορίων. Ἀφοῦ ἐγκαταλήφθηκε ἡ κανονική (καί οὐσιαστική) διοικητική διαίρεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν σέ  Μητροπόλεις μέ τίς ὑποκείμενες σ’ αὐτές Ἐπισκοπές καί σέ αὐτοκέφαλες Ἀρχιεπισκοπές, συστάθηκαν 10 μόνιμες Ἐπισκοπές, σύμφωνα μέ τή διοικητική διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας σέ 10 νομούς. Κάθε νέα Ἐπισκοπή ἔφερε τήν ὀνομασία τοῦ ἀντίστοιχου νομοῦ. Παράλληλα δημιουργήθηκαν καί ἄλλες 40 προσωρινές Ἐπισκοπές, προκειμένου νά ἱκανοποιηθοῦν, ἀφ’ ἑνός μέν οἱ Ἀρχιερεῖς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου,  πού μέ τήν ἀνωτέρω ρύθμιση παρέμειναν χωρίς ἕδρα, καί ἀφ’ ἑτέρου ὅσοι κατά τή διάρκεια τῆς ἐπαναστάσεως καί μετά ἀπό αὐτήν κατέφυγαν στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα γιά διάφορους λόγους. Οἱ ἐπί πλέον αὐτές Ἐπισκοπές θά καταργοῦνταν σταδιακά, μετά τόν θάνατο τοῦ οἰκείου ἀρχιερέως, καί θά συγχωνεύονταν μέ τήν κύρια Ἐπισκοπή τοῦ νομοῦ. Αὐτό ὅμως δέν ἔγινε ποτέ.

Νέα, ὁριστική ρύθμιση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ἐπισκοπῶν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπῆλθε ἀπό τήν ἑλληνική κυβέρνηση (καί δυστυχῶς καί πάλι ἐρήμην τῆς Ἐκκλησίας) τό 1852 μέ τόν Νόμο Σ΄ «Περί Ἐπισκοπῶν καί Ἐπισκόπων καί περί τοῦ ὑπό τούς Ἐπισκόπους τελοῦντος κλήρου» (Φ.Ε.Κ. 25 τῆς 10ης Ἰουλίου). Κατά τόν νόμο αὐτό, ὁ ἀριθμός τῶν Ἐπισκοπῶν τοῦ Βασιλείου προσδιορίσθηκε σέ 24. Ἡ ἐπισκοπή Ἀθηνῶν ὀνομάσθηκε Μητρόπολη καί ὁ ἐπίσκοπός της ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ Μητροπολίτου, ἐννέα δέ Ἐπισκοπές πού βρίσκονταν στίς πρωτεύουσες  τῶν  νομῶν,  καθώς  καί  ἡ  Ἐπισκοπή  Κορίνθου  ὀνομάσθηκαν Ἀρχιεπισκοπές, καί οἱ ἀρχιερεῖς τους ἔλαβαν τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι οἱ ὀνομασίες αὐτές ἦσαν ἁπλοί τιμητικοί τίτλοι, μέ ἀναφορά μόνο στή διοικητική διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, καί κατά συνέπεια χωρίς κανένα οὐσιαστικό διοικητικό ἐκκλησιαστικό περιεχόμενο. Σύμφωνα μέ τή ρύθμιση αὐτή, ἡ διοικητική διάρθρωση τῆς τότε αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τοῦ Βασι- λείου τῆς Ἑλλάδος ἔλαβε τήν ἑξῆς μορφή: 1 Μητρόπολη (τῶν Ἀθηνῶν, ὡς πρωτεύουσας), 10 Ἀρχιεπισκοπές (9 τῶν πρωτευουσῶν τῶν νομῶν καί 1 τῆς Κορίνθου) καί 13 Ἐπισκοπές (τῶν ὑπόλοιπων ἐπαρχιῶν).
Νέα αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ἐπισκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπῆλθε μέ τήν πολιτική (1864) καί ἐκκλησιαστική (1866) ἐνσω- μάτωση τῆς Ἑπτανήσου, ὁπότε προστέθηκαν σ’ αὐτήν 3 Ἀρχιεπι- σκοπές, καί 4 Ἐπισκοπές, μέ τήν Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1866. Στή συνέχεια, μετά τήν προσάρτηση στό ἑλληνικό κράτος τῆς Θεσσαλίας καί τμημάτων τῆς Ἠπείρου (1881), οἱ ὑπάρχουσες σ’ αὐτές 4 Μητροπόλεις καί 5 Ἐπισκοπές ἑνώθηκαν μέ τήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διά τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1882.  Μετά τίς προσαρτήσεις αὐτές, τό σύνολο τῶν Ἐπισκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνῆλθε στόν ἀριθμό τῶν 40.
Τελευταία διοικητική μεταβολή κατά τόν 19ο  αἰ. ἐπῆλθε μετά τήν ἔκδοση τοῦ νόμου ΒΧΔ´ τῆς 6ης Ἰουλίου 1899, μέ τήν ὁποία ἔγινε ριζική ἀλλαγή  τῆς  διοικητικῆς  διαιρέσεως  τοῦ  κράτους.  Στή  Συνεδρία  τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 15ης Δεκεμβρίου 1899 ἀποφασίσθηκε ἡ ἀναπροσαρμογή τῆς διοικητικῆς διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μέ τή νέα διοικητική διαίρεση τοῦ Βασιλείου σέ 32 Ἐπισκοπές καί μία Μητρόπολη, τῶν Ἀθηνῶν (Β. Δ. τῆς 22ας Ἰανουαρίου 1900). Τό 1928, μετά τήν ἐνσωμάτωση τῶν λεγόμενων Νέων Χωρῶν στό ἑλληνικό κράτος, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο παρεχώρησε «ἐπιτροπικῶς» καί ὑπό συγκεκριμένους ὅρους τή διοίκηση τῶν Μητροπόλεων
τῶν περιοχῶν αὐτῶν στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ ὅμως διατήρησε τό κανονικό δικαίωμα τῆς πνευματικῆς ἐπ’ αὐτῶν δικαιοδοσίας  του  (Πατριαρχική  καί  Συνοδική  Πράξις  τῆς  4-9-1928  καί προηγούμενος  Καταστατικός  Νόμος  3615/10-7-1928,  «Περί  ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως τῶν ἐν ταῖς Νέαις Χώραις τῆς Ἑλλάδος Μητροπόλεων  τοῦ  Οἰκουμενικοῦ  Πατριαρχείου»).  Ἔτσι  ἐνσωματώθηκαν  στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος 33 νέες Μητροπόλεις μέ ἰδιότυπο διοικητικό καθεστώς. Παράλληλα πρέπει νά ἀναφερθεῖ ὅτι τό 1900 δημιουργήθηκε τό καθεστώς τῆς ἡμιαυτόνομης Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὑπαγόμενης στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο (πρῶτος Καταστατικός Νόμος 276/10-12-1900), ἡ ὁποία τό 1967 μέ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (ἀριθ.283/28-2-1967) ὑψώθηκε σέ Ἀρχιεπισκοπή.
Ἐπίσης, ἰδιότυπο εἶναι καί τό ἐκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔχει αὐτοδιοίκηση μέσα στό ἑλληνικό κράτος, εἶναι δηλαδή Αὐτοδιοίκητη Μοναστική Πολιτεία, ἡ ὁποία στηρίζεται σέ Διεθνεῖς Συνθῆκες (Σεβρῶν, 10-8-1920 καί Λωζάνης, 24-7-1923), πνευματι- κά ὅμως ὑπάγεται στή δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τά τῆς διοικήσεως τῶν 20 κυρίαρχων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν σχέσεών τους μέ τήν ἑλληνική πολιτεία ρυθμίσθηκαν μέ τόν «Κατασ- τατικόν Χάρτην τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω», πού ψηφίσθηκε ἀπό τήν Ἑλληνική Βουλή τό 1926.
Στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑπάγονται ἐπίσης καί οἱ Μονές τοῦ Ἁγίου  Ἰωάννου  τοῦ  Θεολόγου  τῆς  Πάτμου  (Ἐξαρχία  Πάτμου),  τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτριας καί τῶν Βλατάδων στή Θεσσαλονίκη.

Τέλος, ὅταν τό 1947 ἀπελευθερώθηκε ἡ Δωδεκάνησος καί τό 1948 ἐνσωματώθηκε στό ἑλληνικό κράτος, δέν ἐκδόθηκε καμία Πατριαρχική Πράξη περί ἐνσωματώσεως καί τῶν 4 Μητροπόλεών της στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι διατηρεῖται μέχρι καί σήμερα τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς τῆς ἄμεσης διοικητικῆς καί πνευματικῆς ἐξαρτήσεώς τους ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.


Σήμερα ἡ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διοικεῖται, σύμφωνα μέ τόν Καταστατικό Χάρτη (Νόμος 590/1977), ἀπό τό σύνολο τῶν «δια- ποιμενόντων Μητροπόλεις Ἀρχιερέων» της, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦν τήν ἀνώτατη ἐκκλησιαστική ἀρχή της, τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας (Ι.Σ.Ι.), πού συνέρχεται τακτικά τήν 1-15 Ὀκτωβρίου κάθε ἔτους καί ἔκτακτα ὅταν παρίσταται ἀνάγκη, προεδρεύεται δέ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο  Ἀθηνῶν καί  πάσης  Ἑλλάδος.  Διαρκές διοικητικό  ὄργανο τῆς Ι.Σ.Ι. εἶναι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.). Συγκροτεῖται ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν ὡς Πρόεδρο καί ἀπό 12 μέλη, ἀπό τά ὁποῖα τά μέν 6 λαμβάνονται ἀπό τούς ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτες τῆς αὐτοκε- φάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά τή σειρά τῶν πρεσβείων τῆς ἀρχιερωσύνης καί ἐκ περιτροπῆς καί τά ἄλλα 6 κατά τόν ἴδιο τρόπο ἀπό τίς Μητροπόλεις τῶν Νέων Χωρῶν (ἄρθρα 3 και 7 Κ.Χ.). Οἱ ἐργασίες τῆς Δ.Ι.Σ. ἀρχίζουν τήν 1η Σεπτεμβρίου καί διαρκοῦν ἕνα ἔτος.–

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

. Ο μοναχικός βίος ιστορια εκκλη/κη

. Ο μοναχικός βίος






Η επελθούσα μεταβολή στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας μετά την ένωση της με το Οικουμενικό πατριαρχείο καθίστατο σαφής. Την εποχή κατά την οποία εσυντελείτο το γεγονός αυτό παρετηρείτο κάποια κίνηση για την ανάπτυξη στις ευρωπαϊκές ελληνικές χώρες του εκτοπιζόμενου από τις ανατολικές επαρχίες μοναχικού βίου. Αυτός διατηρήθηκε μόνο στα Ιεροσόλυμα, στον Πανάγιο Τάφο, από την Αγιοταφική Αδελφότητα και στο όρος Σινά, στην ένδοξη μονή της Αγίας Αικατερίνης, στην Αίγυπτο, όμως, στην κοιτίδα του και στη Συρία εξαφανίσθηκε. Στην Κωνσταντινούπολη ο μοναχικός βίος ήκμαζε με κέντρο την περιώνυμη μονή του Στουδίου, αλλά επί της εικονομαχίας καταπιέσθηκε, γεγονός που ώθησε πολλούς μοναχούς να αποδημήσουν στη Ρώμη και σε άλλα μέρη της Ιταλίας, ιδιαίτερα δε στη λεγόμενη Μεγάλη Ελλάδα, στην οποία άνθησε έκτοτε και ήκμασε ο ελληνικός χριστιανικός μοναχικό βίος. Πώς δε και από ποιόν αυτός εισήχθη στην Εκκλησία της Ελλάδας για πρώτη φορά, δεν είναι γνωστό. Από τους πρώτους ήδη αιώνες αναφέρονται κάποιες μονές, όπως εκείνη της Καισαριανής των Αθηνών, ως πνευματικά κέντρα. Είναι δε γνωστό ότι κατά τον Ε΄ αιώνα στην πολίχνη της Μεγαρίδας Παγών ή Πηγών, η οποία ευρισκόταν κοντά στην ακτή του Αλκυονικού κόλπου (ανατολικά της άκρης Ολμιών), υπήρχε γυναικεία μονή. Από τη μονή αυτή διήλθε (μετά το 485) ο Λογγίνος, ένας από τους αδελφούς του αυτοκράτορα Ζήνωνα, ο οποίος, κατά πληροφορίες του χρονογράφου Μαλάλα, διέπραξε πολλές ανοσιουργίες.



Μετά τη θύελλα της εικονομαχίας άρχισε ζωηρότερη η κίνηση του μοναχικού βίου στην Ελλάδα. Ήδη στην εποχή του βασιλέα Θεοφίλου (829-842) ανάγεται, σύμφωνα με παλαιά παράδοση, η ίδρυση της μονής Προυσού στις δυσπρόσιτες χαράδρες της Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Ως πρώτη βάση της μονής χρησίμευσε κάποιο σπήλαιο, στο οποίο διέμεναν οι μοναχοί, αλλά με την πάροδο του χρόνου οικοδομήθηκε η μεγάλη Μονή, η οποία κατέστη έκτοτε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο για τις
περί αυτήν επαρχίες, αλλά και για την υπόλοιπη Ελλάδα. Η Μονή υπαγόταν στην επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων, μεταγενέστερα δε έγινε σταυροπηγιακή 8 . Το 840, όταν κάηκε η αρχαία μονή του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα, η οποία είχε μεγάλη ομοιότητα προς τη Μονή Προυσού, διασώθηκε σ? αυτήν η εικόνα της Θεοτόκου, η οποία κατά την παράδοση είναι έργο του κηρύξαντος στην Ελλάδα ευαγγελιστή Λουκά. Η εικόνα αυτή είχε ανευρεθεί για πρώτη φορά το 315 από κάποια βοσκοπούλα, ονόματι Ευφροσύνη, στον τόπο που κτίσθηκε η μονή από τους οσίους Συμεών και Θεόδωρο. Κατά τον εμπρησμό της μονής, επειδή κινδύνευσε και η ιερή εικόνα, ένεκα του διεξαγόμενου τότε διωγμού κατά των εικόνων από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο, οι μοναχοί την πήραν και περιπλανήθηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα στην Πάτρα και το Αίγιο. Κατά την επάνοδό τους, μετά την ανοικοδόμηση της μονής, διανυκτέρευσαν σε τόπο που απείχε τέσσαρες ώρες από αυτήν, κοντά στον ποταμό Σελινούντα, όπου υπήρχε πλάτανος με κοίλο κορμό. Τη νύκτα εναπέθεσαν την ιερή εικόνα στο κοίλωμα του δένδρου, επί του οποίου την είδαν εντυπωμένη την επαύριο. Έκτοτε οι κάτοικοι της παραπλήσιας κώμης Κλαπατσούνης μεταποίησαν το κοίλωμα του δένδρου σε ναϊδριο, στο οποίο διατηρείται το αποτύπωμα της εικόνας «σώον και ακραιφνές» κατά την έκφραση του «Κτητορικού» της μονής.

Μερικά χρόνια αργότερα, ήτοι το 874, κτίσθηκε από κάποιον Λέοντα, πρωτοσπαθάριο, επί των ερειπίων του Ορχομενού Βοιωτίας ο μοναστηριακός ναός των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Περί την ίδια εποχή (περί το 812-892) ήκμασε στη Θεσσαλονίκη η Αγία Θεοδώρα 9 , η οποία καταγόταν από την Αίγινα και ήταν θυγατέρα του Αντωνίου, Πρωτοπρεσβυτέρου της εκεί Εκκλησίας. Στην Αίγινα υπήρχαν επίσης Μονές, διακρίθηκε μάλιστα στην αρχή του Θ΄ αιώνα η Αγία Αθανασία, ηγουμένη κάποιας Μονής, τη μνήμη της οποίας τιμά η Ορθόδοξη Εκκλησία κάθε χρόνο τη 18 Απριλίου 10 . Μετά τον θάνατο της μητέρας της Θεοδώρας Χρυσάνθης, ο πατέρας της Αντώνιος προσήλθε στον μοναχικό βίο και παρέδωσε τη θυγατέρα του σε κάποιον συγγενή ως κηδεμόνα, ο οποίος την εμνήστευσε κατά το 7ο έτος της ηλικίας της. Αλλά το 826, ένεκα της επιδρομής των Σαρακηνών η Θεοδώρα αναγκάσθηκε να μετοικήσει με τους συγγενείς της στη Θεσσαλονίκη, όπου σε ηλικία 25 ετών, το 837, χήρευσε και προσήλθε στον μοναχικό βίο στη μονή του αγίου Στεφάνου, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Σ? αυτή διέμεινε επί 55 έτη, μέχρι τον θάνατο της (892), παραδίδουσα τον εαυτό της σε αυστηρές ασκήσεις, γεγονός που προκάλεσε τον γενικό θαυμασμό. Μετά τον θάνατο της αναδείχθηκε θαυματουργή και «μυροβλύτις», η δε μνήμη της τελείται την 29 Αυγούστου. Κοντά στον ναό της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη διασώζεται ακόμη και σήμερα ναός στη μνήμη της Αγίας Θεοδώρας, ο οποίος προφανώς ιδρύθηκε επί του τάφου της, όπου άλλοτε ευρισκόταν η μονή του αγίου Στεφάνου.

Περί την ίδια εποχή διακρίθηκαν, ο Θεσσαλονικέας όσιος Ευθύμιος, ο οποίος μόνασε κατ? αρχάς στον Μυσικό Όλυμπο και αργότερα στη Θεσσαλονίκη, καθώς και ο αρχιεπίσκοπος Κερκύρας άγιος Αρσένιος, ο οποίος αιχμαλωτίσθηκε κατά τη διάρκεια επιδρομής των Βουλγάρων (929), οι οποίοι είχαν καταλάβει τη Νικόπολη και εξορμούσαν από αυτήν, απελευθερώθηκε όμως από τους ανδρείους νησιώτες. Η δράση του αγίου Ιεράρχη υπήρξε ευεργετικότατη στο νησί 11 .

Ταυτοχρόνως διαμορφωνόταν μεγάλο και ξακουστό μοναστικό και πνευματικό κέντρο στο ?γιο Όρος. Περί το 865 ο όσιος Ευθύμιος μετέβη για πρώτη φορά στο ?γιο Όρος, όπου μόναζαν ο Πέτρος Αθωνίτης και ο Ιωάννης Κολοβός, ως αναχωρητές. Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης με την ιδρυθείσα από αυτόν Μεγίστη Λαύρα οργάνωσε επί νέων βάσεων τον μοναχικό βίο του Αγίου Όρους.Ο Αθανάσιος υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ Μαλεϊνού, ηγουμένου της μονής στο όρος Κομνά του Ολύμπου, φίλος και σύμβουλος του Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος επίσης σκόπευε να μονάσει μαζί με αυτόν και τον όσιο Νίκωνα τον «Μετανοείτε». Το 860 συνόδευσαν τον Νικηφόρο Φωκά οι δύο αυτοί φίλοι του στην εκστρατεία του στην Κρήτη και εργάσθηκαν αποστολικά μεταξύ των εναπομεινάντων Μουσουλμάνων Αράβων.

Και ο μεν Νίκων, όπως θα δούμε περαιτέρω, ήλθε στην Ελλάδα, ο δε Αθανάσιος μετέβη στο ?γιο Όρος το 962, όπου με την αρωγή του Νικηφόρου Φωκά ίδρυσε τη Λαύρα και καθόρισε τον κοινοβιακό βίο, κατά του οποίου αντέδρασαν όμως οι παλαιοί αναχωρητές του Αγίου Όρους. Το 962 ο άγιος Αθανάσιος εξέδωσε το κτητορικό τυπικό της Λαύρας, το οποίο στηριζόταν στις διατάξεις του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη. Το έργο του αγίου Αθανασίου, εκτός του Νικηφόρου Φωκά, υποστήριξαν και άλλοι αυτοκράτορες, όπως ο Ιωάννης Τσιμισκής (969-976) και ο Ρωμανός Γ΄ (1028-1034). Το τυπικό του Ιωάννη Τσιμισκή, το οποίο εκδόθηκε το 972 κανόνισε τη ζωή της μοναστικής κοινότητας του Αγίου Όρους, η οποία αποτελείτο από ερημίτες και κοινοβιάτες, διοικείτο δε από τη σύναξη των ηγουμένων και από τον καλούμενο Πρώτο, ο οποίος διοριζόταν από τον αυτοκράτορα. Τα προνόμια της Λαύρας επικύρωσε και ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ Βουλγαροκτόνος το 976 με χρυσόβουλλο, χαρίζοντας σ? αυτήν ιερά λείψανα και ετήσιες εισφορές από το δημόσιο Ταμείο. Το 1000 ο άγιος Αθανάσιος τελείωσε οσίως τον βίο του, εξακολούθησε δε το έργο του ο ηγούμενος της Λαύρας Ευστράτιος.

Έτσι, ο ?θως καθίστατο όρος άγιο και κέντρο επιφανέστατο του μοναχικού βίου, σ? αυτό δε συνέρρεαν όχι μόνο Έλληνες αλλά και άλλοι ορθόδοξοι, όπως οι Ίβηρες, οι οποίοι ίδρυσαν στο τέλος του Ι΄ αιώνα την ομώνυμη μονή. Εκτός της μονής αυτής ιδρύθηκαν οι μονές Βατοπεδίου, Ξηροποτάμου, Ξενοφώντος, Ξηροκάστρου, Ζωγράφου, Καρυών, Μακρού, Κουτλουμουσίου, Κωνσταμονίτου, Τροχαλά, Σκοπού, Βουλευτηρίου, Κολοβού, Χαρζανά, Σταυρονικήτα, Εσφιγμένου, Ζυγού, Σικελού, Φιλοθέου, Αμαλφινών και πολλές άλλες, οι οποίες ενισχύονταν όχι μόνο από τους Έλληνες αυτοκράτορες του Βυζαντίου, αλλά και από ξένους ηγεμόνες. Απαγορεύθηκε δε η είσοδος στο ?γιο Όρος γυναικών και μικρών παιδιών (το «άβατον»). Έκτοτε όλες οι μονές αποτελούσαν ιδία μοναχική πολιτεία, η οποία διεπόταν από αυστηρές διατάξεις 12 . Στις αρχές του Ι΄ αιώνα ήκμασε στην Πάρο η καταγόμενη από τη Μήθυμνα της Λέσβου αγία θεοκτίστη 13 .

Ιδιαζόντως υποστήριξε τον μοναχικό βίο η οικογένεια των Κομνημών, κατά τον ΙΒ΄ αιώνα. Με την αρωγή τους ιδρύθηκε το 1079 στην Πάτμο, στο τόπο όπου ο ευαγγελιστής Ιωάννης είδε την αποκάλυψη, ναός και κοντά σ? αυτόν η έκτοτε σωζόμενη βασιλική μονή. Ο άγιος Χριστόδουλος κατά τη διάρκεια κάποιας επιδρομής των Αράβων απομακρύνθηκε στην Εύβοια, όπου και τελείωσε οσίως τον βίο του (16 Μαρτίου 1093). Κατά την ίδια περίπου εποχή ιδρύθηκε και η περίφημη μονή Κύκκου στην Κύπρο από κάποιον μοναχό Ησαΐα, ο οποίος κατόρθωσε να λάβει από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό και να μεταφέρει στη μονή την εικόνα της Θεοτόκου, έργο, κατά την παράδοση, του ευαγγελιστή Λουκά.

Ταυτοχρόνως στην κυρίως Ελλάδα εμφανίζεται σειρά μεγάλων μοναχών, οι οποίοι εργάζονται αποστολικά και ιδρύουν περιφανή μοναστικά κέντρα. Πρώτος μεταξύ αυτών αναδείχθηκε ο όσιος Λουκάς. Οι γονείς του, καταγόμενοι από την Αίγινα, για να αποφύγουν πειρατικές επιδρομές, κατέφυγαν στην Καστοριά (κοντά στους Δελφούς, στο σημείο όπου ευρίσκεται σήμερα το Νέο Καστρί), όπου γεννήθηκε ο Λουκάς κατά το 896. Νεαρός ακόμη στην ηλικία ακολούθησε κάποιους μοναχούς, οι οποίοι επέστρεφαν από προσκύνημα στη Ρώμη, μετέβη στην Αθήνα, συστήθηκε δε από αυτούς στον ηγούμενο κάποιας μονής, πιθανώς της Καισαριανής και εκάρη μοναχός. Μετά από παράκληση όμως της μητέρας του επέστρεψε στην Καστοριά, απ? όπου με τη συγκατάθεση αυτή τη φορά της μητέρας του τέσσαρες μήνες αργότερα απεχώρησε στην έρημο του όρους Ιωαννίτζη, κοντά στα παράλια της Φωκίδας, όπου παρέμεινε ασκούμενος για μία επταετία (910-917). Οι επιδρομές των Βουλγάρων όμως κατά της Ελλάδας υπό τον τσάρο Συμεών, ανάγκασαν τον όσιο να καταφύγει στην Κόρινθο και από εκεί στα Ζεμενά κοντά στην Πάτρα, όπου έμεινε κοντά σε κάποιον μοναχό στυλίτη, υπηρετώντας τον επί δέκα έτη. Μετά τη σύναψη ειρήνης μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων (8 Οκτωβρίου 927), ο όσιος επέστρεψε και πάλι στο παλαιό του ερημητήριο του Ιωαννίτζη, αλλά και πάλι επιδρομές των Σαρακηνών τον ανάγκασαν να φύγει και να ζητήσει άσυλο στο νησί Αμπελώνα. Από εκεί, μετά από σύντομη διαμονή μετέβη στο Στείριο της Φωκίδας, στους πρόποδες του Ελικώνα, όπου ίδρυσε ναό στη μνήμη της Αγίας Βαρβάρας, στον οποίο και μόνασε (για τον λόγο αυτό εκαλείτο Στειριώτης). Με τη συνδρομή δε των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως ιδρύθηκε η σωζόμενη έκτοτε μεγαλοπρεπέστατη μονή, η οποία φέρει το όνομά του. Ο όσιος Λουκάς εκοιμήθη την 7 Φεβρουαρίου 953 14 .

Μερικά έτη αργότερα παρουσιάσθηκε ο όσιος Νίκων, ο επικληθείς «Μετανοείτε», Έλληνας Μικρασιάτης, καταγόμενος από τον Πολεμωνιακό Πόντο. Νεαρός εισήχθη σε κάποια μονή του Πόντου και διέμεινε σ? αυτήν επί δωδεκαετία, ακολούθως δε διέμεινε επί τριετία σε κάποιον έρημο τόπο. Τελικά, περί το 959 εγκατέλειψε τη μονή αυτή και περιοδεύοντας εργαζόταν αποστολικά. Συνδέθηκε με τον όσιο Αθανάσιο, ο οποίος αργότερα έγινε ανακαινιστής του μοναχικού βίου του ?θωνα, καθώς και με τον Νικηφόρο Φωκά, τους οποίους ακολούθησε κατά την εκστρατεία της Κρήτης, όπου εργάσθηκε επί μία επταετία μετά την ανάκτηση του νησιού από τους ?ραβες. Αργότερα επισκέφθηκε την Επίδαυρο της Αργολίδας και την πόλη Δαμαλά (Τροιζήνα), απ? όπου δια της Σαλαμίνας μετέβη στην Αθήνα, της οποίας τους κατοίκους έθελξε με τις διδαχές του. Διέμεινε μάλιστα για κάποιο χρονικό διάστημα ασκούμενος σε σπήλαιο του Κιθαιρώνα. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων του και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας έφθασε στην ακμάζουσα τότε Λακεδαίμονα (Σπάρτη), την οποία κατέστησε ορμητήριο των αποστολικών ενεργειών, ιδιαίτερα δε την περιοχή του Ταϋγέτου, όπου εργάσθηκε δραστήρια μεταξύ των υπολειμμάτων των Σλάβων, των Εζεριτών και Μελιγγών. Μετέβη στη Μαίνη και στην Καλαμάτα, πέρασε από τη Μεσσηνία και μετά την επίσκεψη του το 981 στην Κόρινθο στον στρατηγό της Πελοποννήσου Βασίλειο Απόκαυκο, το 982 επέστρεψε στη Λακωνία. Εκεί εξακολούθησε το αποστολικό του έργο και με τη σημαντική υποστήριξη του επισκόπου Θεοπόμπου, Αθηναίου στο γένος, ίδρυσε δύο ναούς. Κατά της δράσεώς του αντέδρασε ο Ιωάννης ?ρατος, ισχυρός Λάκων άρχοντας, προστατεύοντας τους Ιουδαίους, κατά των οποίων είχε δραστηριοποιηθεί ο Νίκων, αλλά οι λοιποί ηγέτες της χώρας και μάλιστα ο στρατηγός της Πελοποννήσου Βασίλειος Απόκαυκος, τάσσονταν υπέρ του οσίου άνδρα. Την εποχή εκείνη ήκμαζαν στη Σπάρτη πολλοί αριστοκρατικοί οίκοι, οι οποίοι είχαν εμπορικές σχέσεις και με την Ενετία, από τη Σπάρτη δε πιθανώς καταγόταν και η αποκαλούμενη από τους χρονογράφους Λάκαινα Θεοφανώ, η βασίλισσα σύζυγος του Ρωμανού Β΄ (859-963) και στη συνέχεια του Νικηφόρου Φωκά (963-969). Ο άγιος Νίκων συνέχισε το έργο του μέχρι το 998, οπότε εκοιμήθη. Επί του τάφου του ιδρύθηκε μονή, αλλά δέχθηκε πολλές επιθέσεις, τις οποίες με πολύ κόπο απέκρουσε ο ηγούμενός της Γρηγόριος Παφλαγών. Η μονή διατηρήθηκε επί μακρόν ως μεγάλο πνευματικό κέντρο της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Λακεδαιμονίας 15 .

Στο μεταξύ, επί του αυτοκράτορα Νικηφόρου ή του Ιωάννη Τσιμισκή, ο καταγόμενος από τη Μονεμβασία όσιος Θεόδωρος, διαπεραιώθηκε στα Κύθηρα, όπου εμόνασε επί μία ενδεκαετία 16 . Ένας από τους δεσπότες της Λακωνικής Σπάρτης ίδρυσε επί του τάφου του αγίου Θεοδώρου μονή, η οποία κατέστη περίφημη από τα τελούμενα σ? αυτήν θαύματα. Κατά τον Ι΄ αιώνα ήκμασε ο επίσκοπος Μονεμβασίας Παύλος (στο τέλος του 955 μνημονεύεται ως εν ενεργεία αρχιερέας), ο οποίος περιέγραψε θαύμα της Θεοτόκου σε σχέση προς τη μακαρία ηγουμένη Μάρθα, ασκούμενη σε μονή της Μονεμβασίας 17 . Στην πόλη αυτή ιδρύθηκε αργότερα ναός με τη θαυμάσια και ιστορική εικόνα του «Ελκομένου», η οποία επί του Ισαακίου Αγγέλου (1185-1195, 1203-1204) μετακομίσθηκε στο Ναύπλιο, στον εκεί ναό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ και αντικαταστάθηκε από άλλη, η οποία με τη σειρά της διακομίσθηκε από τους Μονεμβασιώτες στην Κέρκυρα, από αυτήν δε κατασκευάσθηκε η σημερινή σωζόμενη 18 . Εξ άλλου, είναι γνωστό από ιστορικές πληροφορίες ότι ιδρύθηκε το 966 από τον Ιωάννη Λαμπαρδόπουλο η ένδοξη μονή του «Φιλοσόφου» (Κοιμήσεως Θεοτόκου), στην κοιλάδα του πόταμου Λουσίου, δυτικά της Δημητσάνης, στη Γορτυνία. Από τη μονή αυτή εξηρτώντο διάφορα «ασκητήρια», τα οποία αργότερα προήχθησαν σε αυτοτελείς μονές (Αιμυαλών, Προδρόμου και άλλες), εκτός από τις ιδρυθείσες μεταγενέστερα νέες μονές στην επαρχία Γορτυνίας 19 . Επειδή δε στην επαρχία αυτή είχαν εγκατασταθεί πολλοί Σλάβοι ειδωλολάτρες, η αυλή της Κωνσταντινουπόλεως έστελνε στις μονές του Λουσίου δουλοπαροίκους, οι οποίοι υπό την πνευματική καθοδήγηση των μοναχών σχημάτιζαν παροικίες και συνετέλεσαν έτσι στον εκχριστιανισμό των εναπομεινάντων Σλάβων και στον εξελληνισμό τους. Για τον σκοπό αυτό είχαν ιδρυθεί και μερικές ειδικές επισκοπές χάριν των εκχριστιανισμένων και εξελληνισμένων Εζεριτών και Μελιγγών. Κατά την ίδια εποχή ιδρύθηκε νοτιοανατολικά των Καλαβρύτων και η ιστορική μονή της Λαύρας στη θέση που ευρίσκεται σήμερα το Παλαιομονάστηρο. Η μονή της Αγίας Λαύρας με την αρχαιότερη της μονή του Μεγάλου Σπηλαίου εκπλήρωσε μεγάλη αποστολή για την επικράτηση του Χριστιανισμού. Λίγο αργότερα ιδρύθηκε από τον αρχιμανδρίτη Αρσένιο, το 1077, η μονή Βαρνακόβης 20 στα Βαρδούσια όρη στην επαρχία Δωρίδας, η οποία καταστράφηκε από τους Νορμανδούς, αλλά επισκευάσθηκε το 1148 επί αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τελευταίου χρημάτισε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και ο καταγόμενος από την Αίγινα Κοσμάς Β΄ (1146-1147), ο επιλεγόμενος Αττικός. Στο μεταξύ ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός απέστειλε το 1097 τεμάχιο τιμίου Σταυρού στη μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, η οποία ευρίσκεται στο όρος Σαγματά (Ύπατο) της Βοιωτίας, απήλλαξε δε αυτήν από κάθε φόρο και της δώρησε μία από τις λίμνες της Βοιωτίας 21 . Στην Αμοργό το 1088 ιδρύθηκε η μονή της Παναγίας Χοζοβιώτισσας, η οποία μετά την καταστροφή που υπέστη ανακαινίσθηκε τον ΙΖ΄ αιώνα 22 , οπότε έλαβε και τη σημερινή μορφή. Στην αρχή του ΙΑ΄ αιώνα τρεις Χιώτες ασκητές, ο Νικήτας, ο Ιωάννης και ο Ιωσήφ, ίδρυσαν την περίφημη Μονή στη Χίο, η οποία αργότερα ανακαινίσθηκε και ονομάσθηκε «Νέα», προς διάκριση από την κτισθείσα από τους πρώτους ιδρυτές μικρή 23 . Η ανακαινιση της «Νέας Μονής», διήρκεσε επί μία ολόκληρη δωδεκαετία και έγινε με δαπάνη του βασιλέα Κωνσταντίνου Μονομάχου (1045-57) από ευγνωμοσύνη προς τους Χιώτες μοναχούς, οι οποίοι κατά τη διαμονή του στη Λέσβο του προείπαν ότι έμελλε να βασιλεύσει. Στη «Νέα Μονή» δωρήθηκαν με αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα γαίες και πολλά προνόμια. Με την πάροδο δε του χρόνου τα 2/3 του νησιού κατέστησαν ιδιοκτησία της Μονής. Εκτός από αυτή κατά τον ΙΒ΄ αιώνα ιδρύθηκαν και άλλες μεγάλες μονές σε πολλά σημεία της Ελλάδας, πιθανώς δε τότε ιδρύθηκε και η Μονή της Αχειροποιήτου στο Παγγαίο όρος της Μακεδονίας, η επιλεγόμενη «Εικοσιφοινίσσης» 24 , η οποία υπήρξε σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο για την ευρύτερη περιοχή. Με την προστασία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού εργάσθηκε στην Ελλάδα, μετά τον όσιο Νίκωνα και τον όσιο Λουκά, τρίτος αναμορφωτής του μοναχικού βίου και μέγας εργάτης του Χριστιανισμού, ο όσιος Μελέτιος 25 . Αυτός γεννήθηκε το 1035 στο χωριό Μουταλάσκα της Καππαδοκίας. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έφυγε από τον πατρικό οίκο, επειδή οι γονείς του ήθελαν να τον νυμφεύσουν, και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου εισήχθη στη μονή του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Μετά από τριετή δοκιμασία εκάρη μοναχός, επιθυμώντας δε την ηθική τελείωση του αποφάσισε να περιοδεύσει στη Ρώμη και τα Ιεροσόλυμα, αλλά φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη στράφηκε προς την κυρίως Ελλάδα. Πράγματι, μετέβη στη Θήβα, όπου ήδρευε τότε ο στρατηγός του θέματος της Ελλάδας και της Πελοποννήσου και εγκαθιδρύθηκε στον ναό του αγίου Γεωργίου, όπου επιδόθηκε σε αυστηρές ασκήσεις. Με την παρέλευση του χρόνου άρχισαν να προσέρχονται κοντά του αρκετοί μιμητές του παραδείγματος του, με συνέπεια να ιδρυθεί περί τον ναό εκείνο μονή. Πραγματοποιώντας ο όσιος Μελέτιος τον παλαιό του πόθο, να επισκεφθεί δηλαδή τα μεγάλα και αρχαία μοναστικά κέντρα για να προσκυνήσει, μετέβη το 1070 στους Αγίους Τόπους της Παλαιστίνης, στη Ρώμη και τη Γαλικία της Ισπανίας, όπου κατά την παράδοση φυλασσόταν το λείψανο του αποστόλου Ιακώβου. Μετά την επιστροφή του στη μονή του αγίου Γεωργίου επιμελήθηκε της περαιτέρω αναπτύξεως της. Κάθε χρόνο ηύξανε ο αριθμός των προσερχόμενων μοναχών, οι οποίοι επιθυμούσαν να ταχθούν υπό την πνευματική καθοδήγηση του. Ένεκα δε του πλήθους αυτών έκτισε και άλλες μονές και τελικά σχηματίσθηκε μεγάλη μοναστική κοινότητα, η οποία προκαλούσε γενικό θαυμασμό. Αποφεύγοντας όμως ο όσιος Μελέτιος την ανθρώπινη δόξα απομακρύνθηκε από τη Θήβα και έκτισε ιδιαίτερο κελλί, αλλά επειδή και εκεί τον αναζητούσαν τα πλήθη, απομακρύνθηκε περί το 1082 στο δύσβατο όρος του Κιθαιρώνα, στα όρια Αττικής και Βοιωτίας, σε τόπο άνυδρο και εντελώς έρημο, κοντά στη Μυούπολη, η οποία συμπίπτει προς τις αρχαίες Ερυθρές. Εκεί ανακάλυψε παρεκκλήσιο προς τιμήν του Σωτήρας και κατοίκησε σ? αυτό. Και πάλι όμως τον αναζήτησαν ευσεβείς άνδρες, οι οποίοι επιθυμούσαν να μονάσουν κοντά του. Ο όσιος Μελέτιος ενέδωσε στις παρακλήσεις τους και ίδρυσε γι? αυτούς κελλιά και δύο ναούς προς τιμήν της Θεοτόκου και του προφήτη Ηλιού. Επειδή όμως αύξανε συνεχώς ο αριθμός των μοναχών, παρέλαβε στην κατοχή του την ευρισκόμενη στο ίδιο όρος Μονή Συμβούλου, μετά τον θάνατο του ηγουμένου της Θεοδοσίου, με τον ναό των Ασωμάτων Δυνάμεων. Τη μονή αυτή τη διηύρυνε με την προσθήκη νέων κελλιών και τη διοργάνωσε κοινοβιακά. Ταυτόχρονα όμως ίδρυσε και «παραλαύρια», το καθένα από τα οποία περιλάμβανε οκτώ ως δώδεκα μοναχούς, και ιδιαίτερα απομακρυσμένα κελλιά για όσους επιθυμούσαν να ζήσουν αναχωρητικό βίο. Τα παραλαύρια ανήλθαν σύντομα σε 22 ή 24, σε εκατοντάδες δε θα ηριθμούντο οι μοναχοί στην κεντρική Λαύρα, στα παραλαύρια και στα ιδιαίτερα κελλιά. Ολόκληρο σχεδόν το όρος στο τμήμα εκείνο του Κιθαιρώνα καταλήφθηκε από μοναστικά κτίσματα και σχηματίσθηκε μεγάλη μοναστική κοινότητα με επί κεφαλής τον όσιο Μελέτιο. Πλήθη λαού από όλα τα μέρη της Ελλάδας συνέρρεαν σ? αυτόν. Και από τη Δύση ακόμη προσέρχονταν επισκέπτες, διότι ο όσιος Μελέτιος είχε παρέμβει στην Αθήνα ενώπιον του Αθηνάρχου υπέρ της απελευθερώσεως κάποιων επισκεπτών των Αγίων Τόπων της Παλαιστίνης, οι οποίοι είχαν προσορμίσει στον Πειραιά και είχαν κρατηθεί ως ύποπτοι από τον ανωτέρω αξιωματούχο. Μετά την επιστροφή τους στις πατρίδες τους διέδωσαν τα σχετικά προς τον όσιο Μελέτιο. Πιθανώς το κοινοβιακό σύστημα του Μελετίου ήλθε σε αντίθεση προς το κρατούν στις άλλες μονές της Αττικής και μάλιστα στη μονή Δαφνίου.

Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός έδωσε στη μονή του οσίου Μελετίου προνόμια και δημόσιες προσόδους από τους φόρους της Αττικής, με τα οποία μπόρεσε ο όσιος Μελέτιος να αναπτύξει την πνευματική και φιλανθρωπική δράση της μονής. Έκτισε μάλιστα εκτός από αυτήν και άλλες μονές στον Ελικώνα, στη Μεγαρίδα, στην Ήλιδα και την Αργολίδα. Οι μονές αυτές του οσίου Μελετίου ήκμασαν επί μακρόν. Όταν αργότερα (1143) ο επίσκοπος Ναυπλίας και ?ργους Λέων ίδρυσε τις μονές Αρείας και Βούζης, τις διοργάνωσε κατά το σύστημα της παρακείμενης μονής του οσίου Μελετίου. Οι μονές αυτές, τις όποιες εγκατέσπειρε ανά την Ελλάδα ο μεγάλος εκείνος αναμορφωτής του μοναχικού βίου, επρόκειτο να αποβούν κατά τους μετέπειτα χρόνους ερείσματα της ορθοδοξίας και περιφανή πνευματικά της κέντρα. Ο όσιος Μελέτιος τελείωσε τον βίο την 1 Σεπτεμβρίου 1105, ετάφη δε στην κεντρική μονή Συμβούλου, η οποία έκτοτε άρχισε να ονομάζεται με το όνομα του οσίου.

Τον βίο του οσίου Μελετίου συνέγραψε ο σύγχρονος του Θεόδωρος Πρόδρομος και ο επίσκοπος Μεθώνης Νικόλαος, τριάντα εξ έτη μετά τον θάνατό του, όταν η μονή αριθμούσε τριακόσιους μοναχούς και οι περί αυτού παραδόσεις ήσαν ακόμη ζωηρές. Ο Νικόλαος διετέλεσε για αρκετό χρόνο επίσκοπος Μεθώνης, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στην Κωνσταντινούπολη, μετέχοντας στα γενικά εκκλησιαστικά ζητήματα και επιδιδόμενος σε σπουδαίες θεολογικές συγγραφές, ένεκα των οποίων θεωρείται ένας από τους διαπρεπέστερους θεολόγους της εποχής εκείνης. Στη βιογραφία του οσίου Μελετίου γίνεται για πρώτη φορά μνεία της μονής Δαφνιού, η οποία κείται κατά την πάροδο του Κορυδαλλού, επί της οδού που οδηγεί στην Ελευσίνα 26 . Ο πρώτος όμως ναός της μονής ανάγεται, κατά τις αρχαιολογικές ενδείξεις, στον ΣΤ΄ αιώνα, αυτόν δε αντικατέστησε ο σωζόμενος σήμερα, ο οποίος ιδρύθηκε πιθανώς από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Περί την ίδια εποχή ανακαινίσθηκε και ο ναός της αρχαιότερης μονής Καισαριανής, στους νότιους πρόποδες του Υμηττού. Το θησείο είχε, κατά πάσα πιθανότητα, μεταβληθεί κατά την εν λόγω εποχή σε μονή. Γυναικεία μονή ήταν και ο σωζόμενος σήμερα ναός του «Λυκοδήμου», ο οποίος ιδρύθηκε προ του 1045 ως ναός της Παρθένου Μαρίας της «Σωτείρας» και ονομάσθηκε αργότερα κατά παραφθορά του Νικόδημου και της Αγίας Τριάδος. Στο άκρο του βορείου τμήματος του Υμηττού υπήρχε η μονή του Προδρόμου, επικαλούμενη «του Κυνηγού, των Φιλοσόφων». Κυνηγός εκαλείτο ο πρώτος κτίτορας της Μονής, ίσως δε και Φιλόσοφος. Κοντά στην Αθήνα (στους Αμπελοκήπους) υπήρχε και η μονή των Ομολογητών, στην οποία είχε ταφεί ο Θεοφύλακτος Βελισσαριώτης.

Γενικά, από τις αρχές του Θ΄ αιώνα ο μοναχικός βίος στην Ελλάδα, με τους μεγάλους αναμορφωτές του, τον όσιο Λουκά, τον Νίκωνα, τον Χριστόδουλο 27 και τον Μελέτιο, εισήλθε σε στάδιο αναπτύξεως. Είναι αληθές ότι κατά τον ΙΒ΄ αιώνα παρατηρήθηκε εκτροπή μοναχών στην Ελλάδα. Στίφη πάνοπλων εφίππων μοναχών, τους οποίους ακολουθούσαν και θεράποντες, διέτρεχαν τη χώρα λαφυραγωγούντες τους αγρούς. Βάπτιζαν δια της βίας τους εναπομείναντες ειδωλολάτρες, ισχυρίζονταν ότι εξέβαλλαν δαιμόνια από τους πάσχοντες και παραδίδονταν σε πολλές ατοπίες. Αλλά με τη μέριμνα ζηλωτών ιεραρχών ο μοναχικός βίος συγκρατήθηκε στο πεδίο της πνευματικής δράσεως και αποστολής του.

8. Σπ . Λάμπρου, Κατάλογος των κωδίκων της ιεράς Μονής Προυσσού, «Ν.Έλληνομνήμων», Ι, 1913, σ. 289. Σεραφείμ, Επισκόπου Ευρυτανίας, Ή Μονή Προυσσού, «Ιερός Σύνδεσμος», ΙΒ (1909), άριθμ. 90, σ. 3 εξ.

9. Επ. Αρσενίου, Βίος και αγώνες της άγ. Θεοδώρας Θεσσαλονίκης, Iurjen 1899, σ. 1-36. Τον βίο της άγ. Θεοδώρας συνέταξε ο Θεσσαλονίκης Νικόλαος Καβάσιλας (περί το 1350), δημοσιεύθηκε δε από τους Βολλανδιστές στα Acta Sanctorum . Αλλά σε κώδικα της Μόσχας διασώθηκε αρχαιότερος βίος, ο οποίος συντάχθηκε προ της καταστροφής της Θεσσαλονίκηςαπό τους Σαρακηνούς (904), από κάποιον ανώνυμο Θεσσαλονικέα. Β. Basilievsky , Ελληνικός κώδιξ της Συνοδικής Βιβλιοθήκης Μόσχας, στο περιοδ. Έφημερίς του Υπουργείου δημοσίας εκπαιδεύσεως, Πετρούπολις, Νοέμβριος 1856, τόμ. 248. ?λλο βίο, ο οποίος συντάχθηκε από Γρηγόριο κληρικό βλ. Ε d. Κ urtz, Des Klerikers Gregoris Bericht uber Leben, Wunderthaften und Translation der Hl. Theodora von Thessalonisch, nebst der Metaphrase des Johannes Staurakios. Memoires de l? Academie Imperial des Sciences de Saint Petersbourg, VIIIe serie ch. Hist. Philol. VI,1,1-36 B.A.G 2 , 246.

10. Περί τ ης αγ. Αθανασίας βλ. Θρησκευτ. Εγκυκλοπαίδεια, Α΄, 333-4. Β ibl . Hag Gr. 2 27.

11. Σπ . Λάμπρου, Κερκυραϊκά ανέκδοτα, εν Αθήναις 1882. Σπ. Παπαγεωργίου, Περί του αγίου Αρσενίου μητροπολίτου Κερκύρας, εν Κερκύρα 1872.

12. Μ. Ι. Γεδεών, Ο ?θως, εν ΚΠόλει 1885. Ph. Meyer, Die Haupturkunden fur die Geschichte des Athoskloster, Leipzig 1894. Κοσμά Βλάχου, Ή Χερσόνησος του Αγίου Όρους ?θω και αί εν αυτώ Μοναί και οί μοναχοί, πάλαι τε και νυν, Αθήναι 1903. Γερασίμου Σμυρνάκη, Το ?γιον Όρος, Αθήναι 1903. Γ. Σωτηρίου, Το ?γιον Όρος, Αθήναι 1919. Δ. Πετρακάκου, Νέαι πηγαί των θεσμών του Αγ. Όρους, Αλεξάνδρεια 1915. Ευλογίου Κουρίλα Λαυριώτου, άρθρο «?θως» στη Θρησκευτική και Χριστ.Έγκυκλ., Α΄, σ. 487-615.

13. Baronius, Annalles ecclesiastici, του έτους 902, n. 2-15, Hoph, I, 133.

14 Γ.Π. Κρέμου, Φωκικά, τόμ. Α΄-Γ΄, Αθήναι 1874 εξ. Του αυτού, Προσκυνητάριον της εν Φωκίδι μονής του οσίου Λουκά, Αθήναι 1874-80. Γ. Σωτηρίου, Επιγραφαί και χαράγματα της Μονής Οσίου Λουκά, Αρχαιολ. Δελτίον, 6, 1920-21, σ. 181, εξ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (Αρχιεπ. Αθηνών), Ο Όσιος Λουκάς «ο νέος», Αθήναι 1935. R. W. Schultz and S.H. Bransley, The monastery of Saint Luc of Stiris in Phocis., London 1901.

15. Ο βίος του Νίκωνος του «Μετανοείτε» στον Σπ. Λάμπρου, «Ν. Ελληνομνήμων», Γ., σ. 129-228, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Μελετίου Γαλανοπούλου αρχιμ., Βίος, πολιτεία, θαύματα, ασματική ακολουθία του οσίου πατρός ημών Νίκωνος του «Μετανοείτε», εν Αθήναις 1933.

16. Ιωάννου Βελούδου, Χρονικόν του εν Κυθήροις Μοναστηρίου, Γεδεών, ενθ? ανωτ., σ. 308.

17. Μ. Γεδεών, Παύλου Επισκόπου Μονεμβασίας Διήγησις περί εναρέτων ανδρών και γυναικών, «Εκκλ. Αλήθεια», Δ΄ (1883-4), σ. 223-226. Acta Sanctorum , Maii V , 426. Bibliotheca Hagiographica Graeca , edd . Socii Bollandiani σ. 64 αριθμ. 1174.

18. Ν.Α. Βέη, Ο Ελκόμενος Χριστός της Μονεμβασίας μετά παρεκβάσεων περί της αυτόθι Παναγίας της Χρυσαφιτίσσης, Πρακτικά της εν Αθήναις Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περίοδ. Γ΄, τ. Α΄ 1933, σ. 33 εξ.

19. [Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Η κατά την Δημητσάνην μονή Παναγίας της Αιμυαλούς, εν Αθήναις 1947. Του αυτού, Η αρχιεπισκοπή Δημητσάνης και Αργυροκάσατρου, Επετ. Εταιρ. Βυζ. Σπουδών, Κ΄ (1950), σ. 209 εξ.].

20. Α.Κ. Ορλάνδου, Η Μονή Βαρνάκοβας, Αθήναι 1922. Hopf , Ι, 146. Σπ. Λάμπρου, H Μονή Βαρνάκοβας και οι εν αυτή υποτιθέμενοι τάφοι των αυτοκρατόρων Αλεξίου και Μανουήλ των Κομνηνών, «Ν. Ελληνομνήμων», ΣΤ΄ (1909), σ. 382 εξ.

21.Hopf, Ι, 146.

22. Αυτόθι.

23. Ο . Wulf, Die Mosaiken der Nea Moni von Chios, Byz. Zeit, XXV, 1925, σ . 115 εξ . Γ. Σωτηρίου, Τα χριστιανικά μνημεία της νήσου Χίου, Αρχαιολογικόν Δελτίον 1916. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, ΚΔ΄, σ. 618

23. Ο . Wulf, Die Mosaiken der Nea Moni von Chios, Byz. Zeit, XXV, 1925, σ . 115 εξ . Γ. Σωτηρίου, Τα χριστιανικά μνημεία της νήσου Χίου, Αρχαιολογικόν Δελτίον 1916. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, ΚΔ΄, σ. 618

24. Ιωάννον Β. Παπαδοπούλου, Τινά περί της Ιεράς Μονής της Αχειροποιήτου της επι λεγομένης Εικοσιφοινίσσης, «Επετηρίς Εταιρ. Βυζ. Σπουδών», Ε΄ (1928), σ. 379 εξ. Αυτόθι, σ. 382-3, η σχετική βιβλιογραφία.

25. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου (Αρχιεπισκόπου Αθηνών), Ο Όσιος Μελέτιος ο νέος (περ. 1035-1105), «Θεολογία», ΙΓ΄ (1935), σ. 97 εξ. Και ανάτυπο υπό τον τίτλο: Συμβολαί εις την ιστορίαν του μοναχικού βίου εν Ελλάδι, Β΄, Ο Όσιος Μελέτιος ο «νέος», Αθήναι 1935. [Και β΄ έκδοση υπό τον τίτλο: Ο άγιος Μελέτιος ο νέος, μετά προσθήκης της ακολουθίας του αγίου και προλόγου Γρηγ. Παπαμιχαήλ, Αθήναι 1949].

26. Γ. Λαμπάκη, Χριστιανική αρχαιολογία Μονής Δαφνιού, εν Αθήναις 1889. Gabriel Millet, Monuments de l?art byzantin, Le monastere de Daphni, histoire, architecture, mosaiques, Paris 1899. Δημ. Γρ. Καμπούρογλου. Το Δαφνί, Αθήναι 1920. Γ. Κωνσταντινίδου, Ιστορία των Αθηνών, έκδ. β΄, Αθήναι 1894, σ. 246 εξ., 307 πρβλ. τις υποσημειώσεις.

27. 1088 ίδρυση της Μονής Πάτμου από τον άγιο Χριστόδουλο (? 16 Μαρτίου 1093). Ι. Σακελλίωνος, Αλεξίου Α΄ Κομνηνού και Ανδρονίκου Παλαιολόγου του νεωτέρου χρυσόβουλλα, «Πανδώρα», ΙΕ΄ (1865), σελ. 541 εξ. Του αυτού στόν Κ. Βοΐνη, Ακολουθία, 1884, σ. 109-133. Bibliotheca hagiographica Graeca , ενθ? ανωτ., σ. 45-46. Bibliogr . des Acolouthies grecques , Bruxelles 1926, σ. 38 εξ. Πρβλ . Le Barbier, St. Christodoule et la reforme des couvents grecs au XI siecle, Paris 1863. Zachariae Lingenthal, Novellae constitutiones, Lipsiae, 1857, 370 Hopf, Ι , 146.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Αντιδράσεις κατά του εξισλαμισμού

Αντιδράσεις κατά του εξισλαμισμού






Μεταξύ των πατριαρχών Ιεροσολύμων του Ιζ΄ αιώνος όλως εξέχουσαν κατέλαβε θέσιν ο Δοσίθεος, όστις μετά του Κύριλλου Λούκαριν ζωηρότερον επεδίωξεν, ίνα προκαλέσει το ενδιαφέρον της Ρωσίας υπέρ των καταπιεζομένων λαών τη Ανατολής. Πράγματι δε ήρξατο εδιαφερομένη η χώρα εκείνη, αλλά από του Μ. Πέτρου ιδίως ως πρόγραμμα αυτής είχεν την κατάκτησιν της Ανατολής. Δυστυχώς, η πάλη των υποδούλων προς τους κατακτητές εξηκολούθει αμείλιχτος, οξυτάτη, τραγική. Οι κατακτηταί εζήτουν ν’ αφομοιώσωσιν αυτούς αμυνομένους δια της Εκκλησίας, περί την οποίαν ήσαν συγκεντρωμένοι. υπομένοντες και εγκαρτερούντες. Θρησκεία, γλώσσα, ήθη και έθιμα, πολιτισμός, εθνικός χαρακτήρ είχον ευρύνει επι μάλλον και μάλλον το μεταξύ υποδούλων και κατακτητών χάσμα. Ο ελληνικός κλήρος ρακένδυτος και γυμνητεύων συνεκράτει τον λαόν και απέκρουε πάσαν αφομοιωτικήν των καταχτητών επίδρασιν. Ιδιαζόντως ηργάσθη προς περιστολήν του εξισλαμισμού ο Κοσμάς ο Αιτωλόc (βλ. τ. Β΄ σ. 915) , εις των μεγάλων Ελλήνων εθναποστόλων, ο σωτήρ του Ελληνισμού της δυτικής περιοχής της Βαλκανικής. Την εποχήν εκείνην εξεδηλώθη εκ μέρους των πατριαρχών Σεραφείμ Β΄, Σαμουήλ του Χαντζερή και Σωφρονίου Β΄, ως και των μητροπολιτών Δρυϊνουπόλεως Δοσιθέου και Δελβίνου Ιωαννικίου, ισχυρόν το διαφέρον περί της τύχης του εν Ηπείρω και Αλβανία Χριστιανισμού.
Οι ισχυροί ούτοι άνδρες, γνήσιοι εκπρόσωποι του οικουμενικού Χριστιανικού Ελληνισμού, εύρον εν τω προσώπω του Κοσμά του Αιτωλού τον πεπνυμένον εθναπόστολον, τον ικανόν ου μόνον να αντιδράσει και να ανακόψει το ρεύμα των εεξισλαμισμών, αλλά και δια της συστάσεως σχολείων να αφυπνίσει εκ του ληθάργού της αγραμματωσύνης τους Χριστιανούς μεγάλων τμημάτων του ελληνισμού. Του Κοσμά προηγήθη ο αγιορείτης μοναχός Νεκτάριος Τέρπος ο Μοσχοπολίτης όστις συνέγραψε κατά της αποδοχής του σιλαμισμού. Φλεγόμενος ο Κοσμάς υπό του πόθου της θρησκευτικής, πνευματικής και πολιτικής αναγεννήσεως του Ελληνικού λαού κι ενισχυθείς υπό των ανωτέρω πατριαρχών περιώδευσεν όλα τα μέρη της Δ. Ελλάδος, (ο ανώνυμος;) Ηπείρου, Αλβανίας, Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Ασκών εξαίρετον επιβολήν ο ασκητής ούτος δια του λόγου και των έργων, εμπνέων σεβασμόν και ει αυτούς τους Τούρκους, κατώρθωσε να θέσει τέρμα εις τους ομαδικούςεξισλαμισμούς. Εθεμελίωσεν υπέρ τα διακόσια κοινά σχολεία και περί τα 10 ανώτερα ελληνικά. Μετέβη εις Κόνιτσαν (1767), Κορυτσάν (1775) ένθα συνέστησε να ομιλούν μόνον ελληνικά, Μοσχόπολιν, Χειμάραν, Τεπελένι, και την δευτέραν του περιοδείαν εις Αγίους Σαράντα, ομιλών προς πάντας με απλότητα και διά τούτο γινόμενος σαφής. Ακολούθως ώδευσε προς Βεράτιον προσελκύων δια του κυρήγματος αυτού τα πλήθη και ακουόμενος με μεγάλη κατάνυξιν υπό Ελλήνων και Αλβανών ως άνθρωπος του Θεού. Περιοδεύσας την περιοχήν Αχρίδας, Μοναστηρίου, Καστοριάς συνήντησε μόνον Έλληνας βλαχοφώνους, ουδαμού δε σλαυοφώνους, εις ους σευνέστησεν εγκατάλειψιν της βλαχικής και  εκμάθησιν της ελληνικής γλώσσης. ο Έλληνισμός εξικνείτο τότε μέχρι Κρουσόβου-Δυρραχίου.  Σημειωτέον ότι ο Κοσμάς επεσκέφθη  και την Κρόιαν, διότι μέχρι εκεί  υπήρχον συνοικισμοί της Ελληνικής ορθοδοξίας, μεθ’ ο επέστρεψεν εις την ανωτέρω περιοχήν, οπόθεν ενίσχυσε και αύθις τον Ελληνισμόν της Β. Μακεδονίας. Έκτοτε υπεχώρησαν ό τε εξισλαμισμός και η διάδοση της βλαχικής γλώσσης, ενώ παραλλήλως ήρξατο η διάλυσις του σκότους, της αμαθείας. Ο Κοσμάς υπήρξεν ο κατ’ εξοχήν ανακαινιστής της λαϊκής ευσεβείας και συνέβαλε τα μέγιστα εις την αναγέννησιν της ελληνικής Εκκλησίας, ήτις ούτως μετέσχεν ενεργώς της προπαρασκευής της εθνεγερσίας, καθ’ ον χρόνον ηγωνίζετο και κατά των εκ της Δύσεως προπανανδών.

Συστηματικός εξισλαμισμός διενηργείτο υπό των Τούρκων εν Κρήτη δια κυρίων καταπιέσεων, χαρακτηριστική δε τις λεπτομέρειαν είναι γνωστή εκ του έτους 1780, καθ’ ο εις τους Χριστιανούς κατοίκους των Χανίων απηγορεύθη να διανυκτερεύωσιν εις τας εντός των τειχών της πόλεως οικίας των επί δύο μήνας, διότι ο επίσκοπος Χανίων ετόλμησε να εισέλθει εις την πόλιν έφιππος.!

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

ιγ. Εκκλησία και ο απελευθερωτικός αγών

ιγ. Εκκλησία και ο απελευθερωτικός αγών







Η προς την ελευθερίαν ορμή του γένους ήτο τοιαύτη, ώστε δεν ηδύνατο η Εκκλησία να μείνει αμέτοχος του απελευθερωτικού αγώνος. Οι κληρικοί ως μέλη της «Φιλικῆς Ἑταιρείας»  ειργάσθησαν μετά πολλής δραστηριότητος. Απλούc ιερεύς ο παπά Γεώργιος, εν αυτή τη Κωνσταντινουπόλει εντός δύο μόνον μηνών του 1817 εμύησε 15.000 άτομα εις την «Φιλικὴν Ἑταιρίαν».. Ουδείς των επισήμων αρχιερέων, της ΙΙελοποννήσου ιδίως, έμεινεν αμύητος. Μέλος αυτής υπήρξε και ο εκ Πάτμου καταγόμενος Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, ο δε Γερμανός Ε΄ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το γ΄ προσκληθείς εις τον πατριαρχικόν θρόνον τη 14 Δεκεμβρίου 1818 ευρέθη εν μέσω επαναστατικού οργασμού. ΙΙροσωπικώς ο μέγας εθνάρχης εφρόνει ότι η επανάστασις ήτο πρόωρος, την γνώμην δε ταύτην ησπάζοντο ο Ιωάννης Καποδίστριας και ο Αδαμάντιος Κοραής. Αλλά απέβη ανεπίσχετος η ορμή προς τον απελευθερωτικόν αγώνα. Η επικειμένη επανάστασις δεν ήτο στάσις κατά νομίμου αρχής, ούτε ρήξις ηθικώς επιβεβλημένης υποταγής εις νόμιμον και δικαίαν εξουσίαν, αλλά ήτο πόλεμος του Ελληνικού Έθνους νόμιμος και ιερός κατά του ξένου κατακτητού, υπό την εξουσίαν του οποίου δεν ήτο δυνατόν να ζήσωσιν ελεύθεροι πολίται. Τούτου ένεκα η Εκκλησία επηυλόγησε τον αγώνα και συμμετέσχεν αυτού.



Η σημαία του απελευθερωτικού αγώνος επισήμως ηυλογήθη και ανεπετάσθη υπό του μητροπολίτου Παλαιών Πατρών Γερμανού τη 29 Μαρτίου 1821 εν τη Ιστορική μονή της Αγίας Λαύρας, σύνθημα δε του αγώνος υπήρξε: «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Ο αγών προσέλαβε θρησκευτικόν χαρακτήρα και δια τους Έλληνας, δια της συμμετοχής της Εκκλησίας και δια τους Τούρκους. Διότι ο σουλτάνος Μαχμούτ προσεκάλεσε τους «πιστούς», ίνα εξεγερθώσι κατά των απίστων προς διάσωσιν του κινδυνεύοντος ισλαμισμού, ηξίωσε δε παρά του Πατριάρχου Γρηγορίου ν’ αφορίσει τον αρχηγόν της επαναστάσεως, Αλέξανδρον Υψηλάντην. Ηπειλείτο γενική σφαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως υπό του εκφανατισθέντος τουρκικού όχλου, όθεν ο Πατριάρχης προς πρόληψιν της σφαγής, ηναγκάσθη να υποχωρήσει εις την τουρκικήν αξίωσιν. Τούτο όμως δεν ικανοποίησε τον σουλτάνον, όστις αγρίως εστράφη κατά των ιεραρχών και των κορυφών του έθνους. Τη 24 Μαρτίου 1821 εφυλακίσθη ο διαπρεπής μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, μέλος ων τότε της ιεράς συνόδου Κωνσταντινουπόλεως. Αναρίθμητοι κληρικοί και λαϊκοί απηγχονίσθησαν ή εσφάγησαν εν Κωνσταντινουπόλει και εν ταις επαρχίαις. Εν Τριπόλει εφυλακίσθησαν οι περισσότεροι αρχιερείς της Πελοποννήσου μετ’ εξεχόντων προυχόντων, υποστάντες ανεκδιηγήτους ταλαιπωρίας. Κατά διαταγήν του Σουλτάνου εν Κωνσταντινουπόλει εφυλακίσθησαν τρεις έτι αρχιερείς: ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος, ο Τορνόβου Ιωαννίκιος, ζητηθέντες ως όμηροι παρά του πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄,  ον ο σουλτάνος κατέστησε προσωπικώς υπεύθυνον δια την ησυχίαν των Χριστιανών. Η συνοικία του Φαναρίου εν Κωνσταντινουπόλει, ένθα το πατριαρχείο, είχε μεταβληθεί εις σφαγείον ανθρώπων.

Ο πατριάρχης Γρηγόριος, ενώ ηδύνατο να φύγει εκ Κωνσταντινουπόλεως, απεφάσισε παρά τας επιμόνους περί φυγής προτροπάς, να μείνει, έτοιμος ων να θυσιασθεί χάριν του ποιμνίου του. Διότι η σφαγή του αναμφιβόλως έμελλε να χρησιμεύσει ως σύνθημα γενικής σφαγής. Την νύκτα του Πάσχα του 1821 (10 Απριλίου) ο πατριάρχης ετέλεσε το ύστατον την θείαν Λειτουργιαν εν τω πατριαρχικώ ναώ,  κατά διαταγήν δε του σουλτάνου συλληφθείς την πρωίαν, απηγχονίσθη μετά μεσημβρίαν εν τη πύλη του πατριαρχίου. Επί τρείς ημέρας έμεινε κρεμάμενον το λειψανόν του, ύστερον δε περιυβρισθέν υπό Τούρκων και Εβραίων ερρίρθη εις την θάλασσαν, αλλά υπό ελληνικού πλοίου εσώθη εις Ρωσίαν. Η αποτροπαία πράξις του απαγχονισμού του πατριάρχου, προσδούσα έτι μάλλον θρησκευτικόν χαρακτήρα εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, συνετέλεσεν εις την ενίσχυσιν των ηρώων αγωνιστών, οίτινες ωρκίσθησαν να εκδικηθώσι δια τον μαρτυρικόν θάνατον του πατριάρχου. Κατά την ημέραν εκείνην του Πάσχα απηγχονίσθησαν εν Κωνσταντινουπόλει οι 9 μητροπολίται Εφέσου Διονύσιος, Αγχιάλου Ευγένιος, Νικομήδειας Αθανάσιος, όστις γέρων ων εξέπνευσε καθ’ οδόν. Οι δήμιοι εκρέμασαν από της αγχόνης το άπνουν λείψανον. Τη 3 Μαΐου απεκεφαλίσθη ο εκατοντούτης γέρων επίσκοπος Μαριουπόλεως, τη επαύριον οι μητροτολίται Δέρκων, Αδριανουπόλεως και Γορνόβου. Εν τω μεταξύ οο γενίτσαροι ορμήσαντες κατεπάτησαν το πατριαρχείον. Αι αυταί βιαιοπραγίαι διεπράττοντο και εν τας επαρχίας, εν Σμύρν, εν Αδριανουπόλει, ένθα τη 18 Απριλίου απηγχονίσθη ο πρώην πατριάρχης Κωνσταντινουτόλεως Κύριλλος ζ΄ μετά 8 άλλων κληρικών και 0 λαϊκών. Εν Κύπρω τη  9 Ιουλίου απηγχονίσθησαν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός μετά των μητροπολιτών της Κύπρου και πλείστων προυχόντων Ελλήνων. Εν Κρήτη ωσαύρως εσφαγιάσθησαν  επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, εν Ιερουσαλήμ υπέστησαν οι Έλληνες μοναχοί μυρίας κακώσεις, ως και οι μοναχοί του Αγίου Όρους ’θω, οίτινες και δια των όπλων  μετέσχον της επαναστάσεως. Εν τη νέα Μονή της Χίου οι Τούρκοι κατέσφαξαν 200 μοναχούς, ολόκληρος δε η νήσος υπέστη απερίγραπτον πανωλεθρίαν. Μεταξύ των θυμάτων υπήρξε και ο μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης, απαγχονισθείς μετά των προυχόντων. Την αυτήν τύχην έσχεν η πόλις των Κυδωνιών. Ταυτοχρόνως εν τη κυρίως Ελλάδι, ήτις απέβη το ένδοξον πεδίον του μεγάλου απελευθερωτικού αγώνος, ο ελληνικός κλήρος ενίσχυσεν αυτόν δι’ ενεργού συμμετοχής. Διακρίθησαν δ’ εκ των επισκόπων εκτός του παλαιών Πατρών Γερμανού, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς, ο Καρύστου Ν Νεόφυτος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Ρέοντος και ΙΙραστού Διονύσιος, ο Γρηγόριος Κορώνης, απαγχονισθείς υπό των Τούρκων (14 Οκτωβρίου 18224) , ο Κορίνθου Κύριλλος, ο Έλους ’νθιμος, εκ δε των λοιπών κληρικών ο Θεόφιλος Καΐρης, ο ’νθιμος Γαζής, ο Νεόφυτος Δούκας, ο Νεόφυτος Βάμβας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και πλείστοι. Ο Ρογών Ιωσήφ προσήνεγκεν εαυτόν εις ολοκαύτωμα εν Μεσολογγίω. Τινές των επισκόπων προήδρευσαν των εθνοσυνελεύσεων και συμμετέσχον των αποπειρών προς συ)κρότησιν νομίμων διοικητικών αρχών ως υπουργοί, ως ο Ανδρούσης Ιωσήφ μινίστρος της Θρησκείας, είτα και της Δικαιοσύνης, ο Ιωνάς Δαμαλών, μινίστρος της Δικαιοσύνης. Αυτοπροσώπως παρέστη εν Ελλάδι ενισχύσας τον απελευθερωτικόν αγώνα και ο εκ Πάτμου πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος (1805 - 1825), παυθείς δια τούτο της θέσεώς του.

Η Εκκλησία και διασώσασα το έθνος επί τουρκοκρατίας και προπαρασκευάσασα την απελευθέρωσιν αυτού, έργω και λόγω συμμετέσχε και του ενδόξου απελευθερωτικού αγώνος. «Ποσάκις καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τὸ ἑλληνικὸν ἱερατεῖον ἔδωκε δείγματα ἡρωϊσμοῦ χριστιανικοῦ! Ποσάκις ἀφειδήσαντες ἑαυτῶν οἱ σεβάσμιοι τῆς Ἑκκλησίας ποιμένες ἔθεντο τὰς ψυχὰς ὑπὲρ τῶν προβάτων! Ποσάκις ἡ μειλίχιος τοῦ Εὐαγγελίου φωνὴ ἐνεθουσίασε κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως τοὺς ὑπὲρ αὐτῆς ἀγωνιζομένους!», έγραφεν εν εγκυκλίω αυτού από 9 Μαΐου 1832 ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλόςως γραμματεύς (υπουργός) των Εκκλησιαστικών προς τον κλήρον, εις των τα μάλισταπεφωτισμένων Ελλήνων των ηρωικών εκείνων χρόνων. Αλλά πάγκοινος υπήρξεν η ομολογία και η βαθεία πάντων των Ελλήνων συναίσθησις ότι μεγίστη και ανεκτίμητος υπήρξεν η συμβολή της Εκκλησίας εις την απελευθέρωσιν του έθνους.







Βιβλιογραφία

01. Ιεροκλέους, Συνέκδημος (εκδ. Honigmann)

02. Χρυσάνθου, Συνταγμάτιον, Ενετία 1778

03. Ν. Βέης, εν Oriens Christianus (1914)

04. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος (τ. Α΄ 1920

05. Δ. Ματαράγκα, Εκκλησία και Πολιτεία (τ. Α΄ 1937)

06. Δ. Πετρακάκου, Εκκλησίασεις και ενασχολήσεις (1943)

07. Α. Βακαλοπούλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης (1947)

08. Β. Ατέση, Επισκοπική Ιστορία της Ελλάδος (1948 -1953)

09. Κ. Βοβολίνη, Η Εκκλησία εις τον αγώνα της Ελευθερίας (Αθήνα 1952)

10. Α. Χριστοφιλοπούλου, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον (Αθήναι, 1952-3)

11. Παρθ. Πολάκη, Η Ελληνική Εκκλησία και ο κόσμος των Βαρβάρων (Θεσσαλονίκη 1953)

12. E. Kirsten, Die Byz. Stadt. Berichte zum XI Intern. Byz. Kongress (München 1958)

13. H.G. Beck, Kircheund Theol. Literature (München 1959)

14. Α. Καμβύση, Νομοθεσία Ο.Δ.Ε.Π.

15. Γ.Ι. Κονιδάρη, αι Μητροπόλεις και Αρχιεπισκοπαί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η τάξις αυτών (Αθήνα 1934)

16. Επίτομος Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος (1938)

17. Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος (τ. Α΄, Αθήναι 1960, ένθα και η παλαιοτέρα βιβλιογραφία)

18. Γ. Κελεμένη -Κ. Σπυροπούλου, Νομοθεσία περί ενοριών και Ταμείου ασφαλίσεως Κλήρου Ελλάδος (Αθήναι 1961)

Σημαντική πηγήν της εκκλησιαστικής ιστορίας της Ελλάδος αποτελεί το περιοδικόν «Ἐκκλησία» (1923-1964), Γ. Ι. Κονιδάρης



Πηγή: Χρυσόστομος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΕΛΛΑΣ Ι, σσ. 163 -  169

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Θεολογικά γράμματα

Θεολογικά γράμματα






Επειδή δε η ορθόδοξος Εκκλησία ηναγκάζετο ν’ αμύνηται κατά των ενεργειών της λατινικής Εκκλησίας, ζητούσης επιμόνως να προσυλητεύση και εκλατινίσει τους Έλληνας , ουδόλως παράδοξον ότι το κύριον θέμα της Ελληνικής θεολογίας κατά τους μετά την άλωσιν χρόνους ήτο η αναίρεσις του παπισμού. Σχεδόν πάντες οι λόγιοι Έλληνες υπεστήριζον την ορθόδοξον Εκκλησίαν, γράψαντες κατά του παπισμού χωρίς όμως να παρατρέξωσιτα άλλα θρησκευτικά και θεολογικά ζητήματα. Είναι δε ο χαρακτήρ της Ελληνικής Θεολογικής Επιστήμης και γραμματείας των μετά την άλωσιν χρόνων συντηρητικός, συμφώνως προς τον καθόλου χαρακτήρα της ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας, ήτις  υπό τας δεινάς περιστάσεις των νέων χρόνων διετήρησεν έτι μάλλον αναλλοίωτον τον γνήσιον αυτής χαρακτήρα, ελάχιστα δε και ασήμαντα θεολογικά ζητήματα εχώρισαν τούς Έλληνας θεολόγους. Ουδέ ανεφάνησαν, εκτός ελαχίστων ετεροδιδασκαλιών, αιρέσεις και σχίσματα εν τη ορθοδόξω Εκκλησία. Αναγράφοντες δε τους διακριθέντας Έλληνας θεολόγους και συγγραφείς, πρώτους κατά τους αμέσους μετά την άλωσιν χρόνους συναντώμεν τον Γεννάδιον Σχολάριον,
πατριάρχη Κωνσταντινουπόελως, τον Ματθαίον Καμαριώτην, Μανουήλ Κορίνθιον, μέγαν ρήτορα της Εκκλησίας, είτα δε υπό το όνομα Μάξιμος πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, καί Μανουήλ τον μέγαν εκκλησιάρχην. Τούτων η συγγραφική θεολογική δράσις κυρίως έχει χαρακτήρα αντιρρητικόν στρεφομένη ειδικώτερον κατά της Φλωρεντινής συνόδου, καθ’ ης επί του πατριάρχουν Μαξίμου εν τέλει του αιώνος συνήλθεν εν Κωνσταντινουπόλει μεγάλη σύνοδος. Ομώνυμος του Πατριάρχου τούτου Έλλην Αγιορείτης μοναχός, ο Μάξιμος († 1566), ειργάσθη κατά τον επόμενον αιώνα εν Ρωσία, πολλά παθών εν αυτή, και συγγράψας ου μόνον κατά των Λατίνων, αλλά και κατά των προτεσταντών, κατά των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων. Ποικίλωτάτη υπήρξεν ωσαύτως εν τη Ανατολή η συγγραφική δράσις του μοναχού ΙΙαχωμίου Ρουσάνου, πρώτου παρ’ ημίν γράψαντος κατά Λουθήρου. Εκτός δε άλλων συγγραφέων του ις΄ αιώνος (Θεοφάνους Ελεαβούλκου Νοταρά, Δαμασκηνού Στουδίτου, Ζαχαρίου Σκορδυλίου Μαραφαρά), επί πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου Β΄ ειργάσθησαν ικανοί Έλληνες θεολόγοι, εν οις διεκρίθησαν οι εκ Ναυπλίου Ιωάννης Ζυγομυλάς και ο υιός αυτού Θεοδόσιος, προς σύνταξιν των περιφήμων «Ἀποκρίσεων» του Ιερεμίου προς τους προτεστάντας.  Τότε το πρώτον ήρξαντο εξεταζόμενα παρ’ ημίν τα θεολογικά ζητήματα εν αντιθέσει προς τον προτεσταντισμόν επί τη βάσει όμως της θεολογικής φιλολογίας των προηγουμένων αιώνων και της παραδόσεως. Αι «Ἀποκρίσεις» μνημείον σπουδαιότατον της θεολογικής  φιλολογίας του Ις΄ αιώνος, διετύπωσαν γνησίως το ορθόδοξον φρόνημα.

Ταυτοχρόνως όμως διεξήγετο μεν εν τη Δύσει ο μεταξύ των Λατίνων και προτεσταντών αγών, μορφούντο δ’ εν ταις σχολαίς της Δύσεως Έλληνες θεολόγοι. Μεταξύ τούτων διεκρίθησαν εν τέλει του Ιστ΄ αιώνος ο Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς, ο Επίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος († 1602) και ο Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος († 1616). Επί τούτων είναι προφανής η επίδρασις της λατινικής θεολογίας, δι’ ης εισήλθον εις την ελληνικήν θεολογίαν νέοι όροι. Κατά της διδασκαλίας της  λατινικής Εκκλησίας αντεπεξήλθεν ο Ναθαναήλ Χύχας, ως και μαθητής και αρχιδιάκονος του Μελετίου Πηγά Μάξιμος ο Πελοποννήσιος, διδάξας αλλαχού και εν Ιωαννίνοις. Ο Αρσένιος επίσκοπος Ελασσόνος, εν Ρωσία εργασθείς ησχολήθη και περί την χρονογραφίαν. ΙΙολύκροτον χρονογραφικόν έργο του Ιστ΄ αιώνος, συντεθέν από της εποχής ταύτης. ανακριβώς απεδόθη εις τον ανύπαρκτον Δωρόθεον Μονεμβασίας  ή τον λίαν γνωστόν Ιερόθεον Μονεμβασίας τον συνοδεύσαντα  εις Ρωσίαν τον πατριάρχην Ιερεμίαν Β΄. Κυρίως συντάκτης του εν λόγω χρονογραφικού έργου υπήρξεν ο  Μανουήλ Μαλαξός, διδάξας εν Κωνσταντινουπόλει και συγγράψας και πολλά άλλα έργα.

Κατά τον Ιζ΄ αιώνα μορφούται νέα θεολογική τάσις περι τον Κύριλλον Λούκαριν, ήτις τείνει ν’ αποκρούση πάσαν επίδρασιν της λατινικής θεολογίας, ζητούσα την ελευθέραν ανάπτυξιν της ελληνικής ορθοδόξου εθολογίας. Την τάσιν ταύτην εξεδήλωσεν ο Αθηναίος διδάσκαλος Θεόφιλος Κορυδαλλεύς. Ο Κύριλλος Λούκαρις κατά Λατίνων ειδικώτερον γράψας προς υποστήριξιν της Εκκλησίας δι’ ουδενός τρόπου εφάνη αποδεχθείς την επ’ ονόματι αυτού δημοσιευθείσαν καλβινικήν «Ὁμολογίαν», ούτε οι συνεργάται αυτού πατριάρχαι Ιεροσολύμων Θεοφάνης και Αλεξανδρείας Γεράσιμος Σπαρταλιώτης. Ο Γεράσιμος μάλιστα και διήλεγξε τον προτεσταντισμόν δια τας αρχάς αυτού ως ο Θεοφάνης έπραξε δια τον παπισμόν. Το φρόνημα της Ορθοδόξου Εκκλησία εξεδήλωσεν έτερος Αλεξανδρείας, ο εκ Βεροίας Μητροφάνης Κριτόπουλος (†1639). Πάντως αγαθή υπήρξεν και η πρόθεσις και του το πρώτον τότε μεταφράσαντος την Αγίαν Γραφήν εις απλοελληνικήν γλώσσαν Μαξίμου Καλλιπολίτου. Ο εκ Χίου Γεώργιος Κορέσιος († 1641) καίτοι διετέλεσεν υπό την επίδρασιν  της λατινικής θεολογίας, υπεστήριξεν δια των συγγραφών του τας Ορθοδόξους γνώμας επί πολλών ζητημάτων, γράψας και κατά του προτεσταντισμού . Βαθυτέρα υπήρξεν η επίδρασις επί τον εν Κρήτης Μελέτιον Συρίγον († 1664), όστις εστράφη μάλλον κατά τού προτεσταντισμού, χρησιμοποιήσας τα κατ’ αυτού έτοιμα όπλα τβν Λατίνων θεολόγων. Συμμετέσχε δε και της διατυπώσεως της «Ὁμολογίας» του Μογίλα, ης το αρχικόν κείμενον υπήρξε λατινικόν. Αντιθέτως ο Ζαχαρίας Γεργανός συνέγραψεν υπό προτεσταντικάς επιδράσεις.

Σειρά Ελλήνων μαθητών του υπό του πάπα Γρηγορίου Ιγ΄ ιδρυθέντος Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου εν Ρώμη, ων κορυφαίοι ο Κερκυραίος Πέτρος Αρκάδιος (†1634) και ο Χίος  Λέων Αλλάτιος († 1669), μετά φανατισμού υπερημύνθησαν της λατινικής Εκκλησίας, αντιθέτως δε συνέγραψαν κατ’ αυτής οι σύγχρονοι Νικόλαος Κεραμεύς († 1672) , Ιερεμίας Κακαβέλας († μετά το 1698), Βησσαρίων Μακρής († 1699) και ο μαθητής του Θεοφίλου Κορυδαλλέως πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος († 1680). Υπέρτερος πάντων τούτων υπήρξεν ο διάδοχος του Νεκταρίου Δοσίθεος, μεγάλη και εξέχουσα εκ πάσης απόψεως εκκλησιαστική φυσιογνωμία. Ο Δοσίθεος εστερείτο μεν πρωτοτυπίας, διετέλεσε δε υπό την ισχυράν επίδρασιν του Μελετίου Συρίγου, αλλά ηδυνήθη και πολλά να συγγράψει και πολλά να δημοσιεύσει, ιδρύσας και τυπογραφείον εν Ιασίω. Αντίθετος προς τον Δοσίθεον υπήρξεν ο μαθητής του Θεοφίλου Κορυδαλλέως και διάδοχος αυτού εν τη πατριαρχική ακαδημία μέγας λογοθέτης της Μ. Εκκλησίας, Ιωάννης Καρυοφύλλης († 1690), όστις, αποκρούων τον λατινικόν όρον «μετουσίωσις», εξελήφθη ως αιρετικός και κατεδίκασθη εν τη εν Κωνσταντινουπόλει συνόδω του 1691. Εις την καταδίκην ταύτην συνετέλεσε και ο μέγας διερμηνευτής της Υψηλής Πύλης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, († 1709), όστις διεκρίθη και ως θεολόγος μετά τον επίσης ως θεολόγον διακριθέντα προκάτοχον αυτού αυτού Παναγιώτην Νικούσιον († 1673). Ταυτοχρόνως εις των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως ανεδεικνύετο ως λόγιος και συγγραφεύς ο Καλλίνικος Ακαρνάν († 1702). Τον Ιζ΄ αιώνα επεσφράγισαν και εισήλθον εις τον Ιη΄ αιώνα μεγάλα σεμνώματα της νέας ελληνικής θεολογίας, ο Σεβαστός Κυμηνίτης († 1702), δογματικός θεολόγος, ο Ηλίας Μηνιάτης, ρήτωρ γλαφυρώτατος και θεολόγος αντιρρητικός, ο Μελέτιος Αθηνών, εκκλησιαστικός ιστορικός, ο Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης χρονογράφος, και οι δευτερεύοντες συγγραφείς και θεολόγοι Φραγκίσκος Σκούφος, ’γγελος Βενιζέλος, Νεκτάριος Ζαμπέλιος και άλλοι. Μεσούντος του αιώνος διακρίνεται ως εκκλησιαστικός ρήτωρ  και συγγραφεύς ο ιδρυτής της εν Πάτμω ακαδημίας Μακάριος Καλογεράς και ο μαθητής αυτού Ιάκωβος Πάτμιος, μεταλαμπαδεύσας την ελληνικήν παιδείαν εις Συρίαν και Παλαιστίνην, οι εκ Κεφαλληνίας αδελφοί Λειχούδαι Ιωάννης († 1717) και Σωφρόνιος († 1730), εν Μόσχα εργαζόμενοι και διδάσκοντες, και ο Ιωάννης Κομνηνός († 1719) εν Βουκουρεστίω. Περί θεολογικάς συγγραφάς ησχολήθησαν ο ηγεμών Μολδαβίας Νικόλαος Μαυροκορδάτος († 1730) και ο πατριάρχης Αντιοχείας Αθανάσιος († 1728) και ο ανώτερος πάντων των συγχρόνων αυτού Χρύσανθος Νοταράς, πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ο διδάσκαλος τούτου Νικόλαος Παπαδόπουλος Κομνηνός († 1740), καθηγητής του εν ΙΙαταβίω πανεπιστημίου, αφιέρωσε την συγγραφικήν του δράσιν υπέρ της λατινικής Εκκλησίας, ης ήτο οπαδός. ’λλοι σύγχρονοι αυτού ο Αναστάσιος Γόρδιος († 1729) ιερομόναχος εξ Αγράφων, μαθητεύσας εν Αθήναις και πολλαχού της Ελλάδος εργασθείς, ο διαπρεπής διδάσκαλος της Κρήτης και Χίου Διαμαντής Ρύσιος († 1747 ), ο διδάσκαλος της Κεφαλληνίας Βικέντιος Δαμωδός († 1752) και ιδία ο Χίος Ευστράτιος Αργέντης († 1750), εν Αιγύπτω εργασθείς, συνέγραψαν κατά Λατίνων. Πολυγραφώτατοι ανεδείχθησαν ο Ζακύνθιος Ιωάννης Κοντονής († 1761) και ο εκ της νήσου Σκοπέλου Καισάριος Δαπόντε († 1759). Ο δε Κερκυραίος αρχιμανδρίτης Σπυρίδων Μήλιας, πρώτος και μόνος παρ’ ημίν, μέχρι τούδε, εξέδωκε το 1761 τα πρακτικά των Συνόδων. Ο Αθηναίος διδάσκαλος Κύπρου και είτα πατριάρχης Ιεροσολύμων Εφραίμ († 1771) υπήρξε και συγγραφεύς δόκιμος και προστάτης της παιδείας. Ο εκ Πατρών Αγιορείτης μοναχός Νεόφυτος Καυσικαλυβίτης († 1780), πρώτος διδάσκαλος της Αθωνιάδος  ακαδημίας υπήρξε και συγγραφεύς γονιμώτατος. Ο Ζακύνθιος Γεώργιος Βενδότης εδημοσίευε τω 1783-1784 εν Βιέννη την τρίτομον «Ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν» του Μελετίου Αθηνών, τω δε 1795 προσέθετεν ιδίαν ιστορικήν συγγραφήν ως τέταρτον τόμο, μεγίστης αξίας. Ο Κορίνθου Μακάριος Νοταράς († 1805), επίσημος γενόμενος δια την αγιότητα τού βίου του εξέδωκε τύποις πολλά συγγράμματα υπέρ του λαού, ίδια ή άλλων συγγραφέων, εν οις και την «Κατήχησιν» του Πάτωνος Μόσχας. Ο Μακάριος υπεστήριξε την συνεχή μετάληψιν των αχράντων Μυστηρίων, περί της οποίας διεξήγοντο ζωηραί συζητήσεις. Αλλά κορυφαίοι των Ελλήνων θεολόγων της εποχής εκείνης ανεδείχθησαν οι εκ Κερκύρας Νικηφόρος Θεοτόκης († 1800) και Ευγένιος Βούλγαρις († 1806), ο μεν μάλλον πρακτικά υπέρ του λαού και αντιρρητικά κατά Λατίνων συγγράψας έργα, ο δε μάλλον θεωρητικά και κατ’ εξοχήν θεολογικά, μετ’ εκτάκτου πολυμαθείας και δραστηριότητος ηγηθέντες τότε πνευματικής των Ελλήνων κινήσεως. Λόγιοι μοναχοί ως ο εκ Δημητσάνης Αγάπιος (Ασημάκης). Λεονάρδος († 1813) και ο εκ Νάξου Νικόδημος Αγιορείτης († 1300) εξέδωκαν συλλογές των ιερών κανόνων, ο δε δεύτερος και το «Πηδάλιον», εκτός άλλων πολυαρίθμων συγγραμμάτων, ωσαύτως και ο εξ Ίμβρου Βαρθολομαίος Κουτλουμουσιανός. Ο εκ Φουρνά των Αγράφων Σέργιος Μακραίος († 1819) εκτός άλλων κατέλιπε σύγγραμμα μεγάλης σπουδαιότητος, την «Ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν». Μαθητής του Βουλγάρεωςεν τη Αθωνιάδι ακαδημία υπήρξε, προς τοις άλλοις, και ο Αθανάσιος Πάριος († 1812) διδάξας εν Χίω και αλλαχού και συγγράψας πλείστα και ωφελιμότατα θεολογικά και εκκλησιαστικά συγγράμματα. ΙΙερί την συγγραφήν τοιούτων συγγραμμάτων ησχολήθη και ο αναμορφωτής της Ελληνικής παιδείας Αδαμάντιος Κοραής († 1832) αλλά επιζητήσας και την της Εκκλησίας αναμόρφωσιν προεκάλεσε παρεξηγήσεις τινάς

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter