Ἑλλάδα εκκλησιαστικά ως σήμερα
Ἡ Ἑλλάδα εκκλησιαστικα ως σήμερα.
Ἡ αὐτοτελής διοικητική ὀργάνωση τῆς ἐν Ἑλλάδι ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀρχίζει οὐσιαστικά μέ τήν «αὐτογνώμονα» καί ἀντικανονική ἀνακήρυξή της σέ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία. Μέ τήν περιλάλητη «Διακήρυξιν Περί τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας» (Β. Δ. τῆς 23-7/4-8-1833), ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας, «κατά τό διοικητικόν μέρος», ἔγινε ὁ ρωμαιοκαθολικός βασιλέας Ὄθωνας, τή δέ διοίκησή της οὐσιαστικά ἀσκοῦσε ἡ προτεσταντική Ἀντιβασιλεία μέσω τῆς Γραμματείας (Ὑπουργείου) τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, ἡ ὁποία διά τοῦ παντοδύναμου «Βασιλικοῦ Ἐπιτρόπου» ἐπικύρωνε τελεσίδικα ὅλες τίς ἀποφάσεις τῆς αὐθαίρετα διοριζόμενης ἀπό τόν βασιλέα 5μελοῦς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου (Ἱερά Σύνοδος τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος).
Ὁ πρῶτος λεπτομερής καθορισμός τοῦ τρόπου ἐσωτερικῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος ἔγινε μέ τό Βασιλικό Διάταγμα «Περί προσωρινῆς διαιρέσεως τῶν Ἐπισκοπῶν τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος», πού ἐκδόθηκε ἀπό τή βαυαρική Ἀντιβασιλεία στίς 20-
11/2-12-1833 (Φ.Ε.Κ. 38(27-11-1833). Σύμφωνα μέ τό διάταγμα αὐτό καταργήθηκε τό παραδοσιακό κανονικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τό μητροπολιτικό, καί εἰσήχθη, γιά πρώτη φορά στόν ὀρθόδοξο ἀνατολικό χῶρο, τό προτεσταντικό πολιτειοκρατικό σύστημα τῶν γερμανικῶν Κονσιστορίων. Ἀφοῦ ἐγκαταλήφθηκε ἡ κανονική (καί οὐσιαστική) διοικητική διαίρεση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν σέ Μητροπόλεις μέ τίς ὑποκείμενες σ’ αὐτές Ἐπισκοπές καί σέ αὐτοκέφαλες Ἀρχιεπισκοπές, συστάθηκαν 10 μόνιμες Ἐπισκοπές, σύμφωνα μέ τή διοικητική διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας σέ 10 νομούς. Κάθε νέα Ἐπισκοπή ἔφερε τήν ὀνομασία τοῦ ἀντίστοιχου νομοῦ. Παράλληλα δημιουργήθηκαν καί ἄλλες 40 προσωρινές Ἐπισκοπές, προκειμένου νά ἱκανοποιηθοῦν, ἀφ’ ἑνός μέν οἱ Ἀρχιερεῖς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, πού μέ τήν ἀνωτέρω ρύθμιση παρέμειναν χωρίς ἕδρα, καί ἀφ’ ἑτέρου ὅσοι κατά τή διάρκεια τῆς ἐπαναστάσεως καί μετά ἀπό αὐτήν κατέφυγαν στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα γιά διάφορους λόγους. Οἱ ἐπί πλέον αὐτές Ἐπισκοπές θά καταργοῦνταν σταδιακά, μετά τόν θάνατο τοῦ οἰκείου ἀρχιερέως, καί θά συγχωνεύονταν μέ τήν κύρια Ἐπισκοπή τοῦ νομοῦ. Αὐτό ὅμως δέν ἔγινε ποτέ.
Νέα, ὁριστική ρύθμιση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ἐπισκοπῶν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπῆλθε ἀπό τήν ἑλληνική κυβέρνηση (καί δυστυχῶς καί πάλι ἐρήμην τῆς Ἐκκλησίας) τό 1852 μέ τόν Νόμο Σ΄ «Περί Ἐπισκοπῶν καί Ἐπισκόπων καί περί τοῦ ὑπό τούς Ἐπισκόπους τελοῦντος κλήρου» (Φ.Ε.Κ. 25 τῆς 10ης Ἰουλίου). Κατά τόν νόμο αὐτό, ὁ ἀριθμός τῶν Ἐπισκοπῶν τοῦ Βασιλείου προσδιορίσθηκε σέ 24. Ἡ ἐπισκοπή Ἀθηνῶν ὀνομάσθηκε Μητρόπολη καί ὁ ἐπίσκοπός της ἔλαβε τόν τίτλο τοῦ Μητροπολίτου, ἐννέα δέ Ἐπισκοπές πού βρίσκονταν στίς πρωτεύουσες τῶν νομῶν, καθώς καί ἡ Ἐπισκοπή Κορίνθου ὀνομάσθηκαν Ἀρχιεπισκοπές, καί οἱ ἀρχιερεῖς τους ἔλαβαν τόν τίτλο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Πρέπει νά σημειωθεῖ, ὅτι οἱ ὀνομασίες αὐτές ἦσαν ἁπλοί τιμητικοί τίτλοι, μέ ἀναφορά μόνο στή διοικητική διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας, καί κατά συνέπεια χωρίς κανένα οὐσιαστικό διοικητικό ἐκκλησιαστικό περιεχόμενο. Σύμφωνα μέ τή ρύθμιση αὐτή, ἡ διοικητική διάρθρωση τῆς τότε αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τοῦ Βασι- λείου τῆς Ἑλλάδος ἔλαβε τήν ἑξῆς μορφή: 1 Μητρόπολη (τῶν Ἀθηνῶν, ὡς πρωτεύουσας), 10 Ἀρχιεπισκοπές (9 τῶν πρωτευουσῶν τῶν νομῶν καί 1 τῆς Κορίνθου) καί 13 Ἐπισκοπές (τῶν ὑπόλοιπων ἐπαρχιῶν).
Νέα αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν Ἐπισκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπῆλθε μέ τήν πολιτική (1864) καί ἐκκλησιαστική (1866) ἐνσω- μάτωση τῆς Ἑπτανήσου, ὁπότε προστέθηκαν σ’ αὐτήν 3 Ἀρχιεπι- σκοπές, καί 4 Ἐπισκοπές, μέ τήν Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη τοῦ 1866. Στή συνέχεια, μετά τήν προσάρτηση στό ἑλληνικό κράτος τῆς Θεσσαλίας καί τμημάτων τῆς Ἠπείρου (1881), οἱ ὑπάρχουσες σ’ αὐτές 4 Μητροπόλεις καί 5 Ἐπισκοπές ἑνώθηκαν μέ τήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διά τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1882. Μετά τίς προσαρτήσεις αὐτές, τό σύνολο τῶν Ἐπισκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνῆλθε στόν ἀριθμό τῶν 40.
Τελευταία διοικητική μεταβολή κατά τόν 19ο αἰ. ἐπῆλθε μετά τήν ἔκδοση τοῦ νόμου ΒΧΔ´ τῆς 6ης Ἰουλίου 1899, μέ τήν ὁποία ἔγινε ριζική ἀλλαγή τῆς διοικητικῆς διαιρέσεως τοῦ κράτους. Στή Συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 15ης Δεκεμβρίου 1899 ἀποφασίσθηκε ἡ ἀναπροσαρμογή τῆς διοικητικῆς διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μέ τή νέα διοικητική διαίρεση τοῦ Βασιλείου σέ 32 Ἐπισκοπές καί μία Μητρόπολη, τῶν Ἀθηνῶν (Β. Δ. τῆς 22ας Ἰανουαρίου 1900). Τό 1928, μετά τήν ἐνσωμάτωση τῶν λεγόμενων Νέων Χωρῶν στό ἑλληνικό κράτος, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο παρεχώρησε «ἐπιτροπικῶς» καί ὑπό συγκεκριμένους ὅρους τή διοίκηση τῶν Μητροπόλεων
τῶν περιοχῶν αὐτῶν στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ ὅμως διατήρησε τό κανονικό δικαίωμα τῆς πνευματικῆς ἐπ’ αὐτῶν δικαιοδοσίας του (Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξις τῆς 4-9-1928 καί προηγούμενος Καταστατικός Νόμος 3615/10-7-1928, «Περί ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως τῶν ἐν ταῖς Νέαις Χώραις τῆς Ἑλλάδος Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου»). Ἔτσι ἐνσωματώθηκαν στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος 33 νέες Μητροπόλεις μέ ἰδιότυπο διοικητικό καθεστώς. Παράλληλα πρέπει νά ἀναφερθεῖ ὅτι τό 1900 δημιουργήθηκε τό καθεστώς τῆς ἡμιαυτόνομης Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ὑπαγόμενης στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο (πρῶτος Καταστατικός Νόμος 276/10-12-1900), ἡ ὁποία τό 1967 μέ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (ἀριθ.283/28-2-1967) ὑψώθηκε σέ Ἀρχιεπισκοπή.
Ἐπίσης, ἰδιότυπο εἶναι καί τό ἐκκλησιαστικό διοικητικό καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔχει αὐτοδιοίκηση μέσα στό ἑλληνικό κράτος, εἶναι δηλαδή Αὐτοδιοίκητη Μοναστική Πολιτεία, ἡ ὁποία στηρίζεται σέ Διεθνεῖς Συνθῆκες (Σεβρῶν, 10-8-1920 καί Λωζάνης, 24-7-1923), πνευματι- κά ὅμως ὑπάγεται στή δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τά τῆς διοικήσεως τῶν 20 κυρίαρχων Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν σχέσεών τους μέ τήν ἑλληνική πολιτεία ρυθμίσθηκαν μέ τόν «Κατασ- τατικόν Χάρτην τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω», πού ψηφίσθηκε ἀπό τήν Ἑλληνική Βουλή τό 1926.
Στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑπάγονται ἐπίσης καί οἱ Μονές τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου (Ἐξαρχία Πάτμου), τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολύτριας καί τῶν Βλατάδων στή Θεσσαλονίκη.
Τέλος, ὅταν τό 1947 ἀπελευθερώθηκε ἡ Δωδεκάνησος καί τό 1948 ἐνσωματώθηκε στό ἑλληνικό κράτος, δέν ἐκδόθηκε καμία Πατριαρχική Πράξη περί ἐνσωματώσεως καί τῶν 4 Μητροπόλεών της στήν αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι διατηρεῖται μέχρι καί σήμερα τό ἐκκλησιαστικό καθεστώς τῆς ἄμεσης διοικητικῆς καί πνευματικῆς ἐξαρτήσεώς τους ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Σήμερα ἡ αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διοικεῖται, σύμφωνα μέ τόν Καταστατικό Χάρτη (Νόμος 590/1977), ἀπό τό σύνολο τῶν «δια- ποιμενόντων Μητροπόλεις Ἀρχιερέων» της, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦν τήν ἀνώτατη ἐκκλησιαστική ἀρχή της, τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας (Ι.Σ.Ι.), πού συνέρχεται τακτικά τήν 1-15 Ὀκτωβρίου κάθε ἔτους καί ἔκτακτα ὅταν παρίσταται ἀνάγκη, προεδρεύεται δέ ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος. Διαρκές διοικητικό ὄργανο τῆς Ι.Σ.Ι. εἶναι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.). Συγκροτεῖται ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν ὡς Πρόεδρο καί ἀπό 12 μέλη, ἀπό τά ὁποῖα τά μέν 6 λαμβάνονται ἀπό τούς ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτες τῆς αὐτοκε- φάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά τή σειρά τῶν πρεσβείων τῆς ἀρχιερωσύνης καί ἐκ περιτροπῆς καί τά ἄλλα 6 κατά τόν ἴδιο τρόπο ἀπό τίς Μητροπόλεις τῶν Νέων Χωρῶν (ἄρθρα 3 και 7 Κ.Χ.). Οἱ ἐργασίες τῆς Δ.Ι.Σ. ἀρχίζουν τήν 1η Σεπτεμβρίου καί διαρκοῦν ἕνα ἔτος.–
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου