Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

πρώτες ἐπιστημονικές έρευνες γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος .

πρώτες ἐπιστημονικές έρευνες γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος .







Οἱ  πρῶτες  ἐπιστημονικές  ἔρευνες  γιά τήν Ἐκκλησιαστική 
 Ἱστορία τῆς  Ἑλλάδος .

Τό  ἔδαφος  γιά  τήν  ἀνάπτυξη  τῆς  Ἐκκλησιαστικῆς  Ἱστορίας  τῆς Ἑλλάδος ὡς αὐτοτελοῦς ἐπιστημονικοῦ κλάδου, σαφῶς διακρινόμενου ἀπό τή Γενική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, μέ αὐστηρῶς καθορισμένα τά  ὅρια καί τό περιεχόμενό του, ἄρχισε νά καλλιεργεῖται συστηματικά ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα. Κύριες ἀφορμές πρός τοῦτο ἀποτέλεσαν,  ἀφ’ ἑνός μέν ἡ κατά τό 1821 ἔκρηξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, ἡ ὁποία κατέληξε στή δημιουργία τοῦ πρώτου στήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀνεξάρτητου ἑλληνικοῦ κράτους, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ κατά τό 1833
ἀντικανονική-πραξικοπηματική καί ἡ κατά τό 1850 κανονική ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τό ἐνδιαφέρον τῶν ἐρευνητῶν γιά τήν αὐτοτελή ἔρευνα  τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἑλλάδος, πολιτικοῦ καί ἐκκλησιαστικοῦ, προκλήθηκε  καί  ἀπό  τή  γνωστή  θεωρία  τοῦ  Fallmerayer  γιά  τήν  πλήρη ἀπώλεια τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τῶν Ἑλλήνων ἐξαιτίας τῶν σλαυικῶν  ἐπιδρομῶν στόν ἑλλαδικό χῶρο ἀπό τίς ἀρχές ἤδη τῶν βυζαντινῶν
χρόνων. Ἔτσι, μιά σειρά συστηματικῶν ἐπιστημονικῶν μελετῶν, Εὐρωπαίων ἀρχικά ἱστορικῶν ἀλλά καί Ἑλλήνων στή συνέχεια, κατέδειξε τήν ἀναγκαιότητα γιά τή δημιουργία καί ἔθεσε τίς πρῶτες βάσεις γιά  τήν ἀνάπτυξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος ὡς αὐτοτελοῦς ἐπιστημονικοῦ κλάδου.



Ἀλλ’ ἡ ἀποφασιστική ὤθηση στήν προβολή τῆς ἀναγκαιότητας καί τῆς χρησιμότητας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος ὡς ἰδιαίτερου ἐπιστημονικοῦ κλάδου, καί κατ’ ἐπέκτασιν στήν καθιέρωσή του  ὡς ὑποχρεωτικοῦ μαθήματος στό πρόγραμμα σπουδῶν τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῶν Πανεπιστημίων Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης, δόθηκε  ἀπό τήν κατά τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ  αἰώνα περαιτέρω πρόοδο τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ἐπάνω στό συγκεκριμμένο ἐπιστημονικό ἀντικείμενο.
Σ’ αὐτό συνέβαλε ἀποφασιστικά καί μιά σειρά καθοριστικῶν ἐξελίξεων στόν εὐρύτερο ἐκκλησιαστικό χῶρο τῆς Ἑλλάδος κατά τήν ἐποχή  ἐκείνη, σημαντικότερες ἀπό τίς ὁποῖες ὑπῆρξαν :


α) Ἡ κατά τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 1900 ἀνάπτυξη πρωτοβουλιῶν στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, γιά τόν ἀπεγκλωβισμό της ἀπό τό μαουρερικό καθεστώς τῆς ἄκρατης πολιτειοκρατίας, οἱ ὁποῖες κατέτειναν  σέ μιά συντονισμένη προσπάθεια ἀναθεωρήσεως ὅλου τοῦ συστήματος  σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί ἐπανατοποθετήσεώς του  στίς κανονικές βάσεις τῆς ἰσοτιμίας καί τῆς συναλληλίας μέ τήν κοσμική ἐξουσία, σύμφωνα μέ τό Κανονικό Δίκαιο καί τήν μακραίωνη Κανονική  Παράδοση  τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας.  Ἡ  σύσταση  τῆς  Κλη ρικολαϊκῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ 1915 καί τά ὑπ’ αὐτῆς ἐκπονηθέντα νομοσχέδια προετοίμασαν τό ἔδαφος γιά τήν ψήφιση τόν Δεκέμβριο τοῦ 1923  τοῦ πρώτου Καταστατικοῦ Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ τόν ὁποῖο ἀνετράπη οὐσιαστικά τό καθεστώς τῶν καταστατικῶν νόμων Σ’ καί ΣΑ’ τοῦ 1852.

β) Ἡ κατά τήν ἴδια ἐποχή ἐμφάνιση τοῦ ἀκανθώδους ζητήματος  τῆς διοικήσεως τῶν λεγόμενων Μητροπόλεων τῶν Νέων Χωρῶν, τό ὁποῖο βρέθηκε στό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί πολιτικῆς ἐπικαιρότητας τῆς Ἑλλάδος γιά δύο σχεδόν δεκαετίες (1912-1928). Ἡ ὅλη προβληματική πού ἀναπτύχθηκε ἐξ αἰτίας τῶν δυσκολιῶν ἐπιλύσεως τοῦ συγκεκριμένου προβλήματος, μέ βάση δηλαδή τήν προβλεπόμενη κανονική διαδικασία καί τήν πρόσφατη πρακτική πού ἀκολουθήθηκε σέ
προηγούμενες περιπτώσεις ἐνσωματώσεως τῶν περιοχῶν Ἑπτανήσου,
Θεσσαλίας καί Ἠπείρου στήν ἑλληνική ἐπικράτεια, παρήγαγε πλουσιώτατη βιβλιογραφία καί ἐνέτεινε ἀκόμη περισσότερο τό ἐνδιαφέρον τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας πρός τήν κατεύθυνση  τοῦ ἀκριβέστερου  καθορισμοῦ τῆς ἱστορικῆς ταυτότητας τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας τῆς  Ἑλλάδος, σέ συνδυασμό μέ τίς προσπάθειες γιά τήν ἐξεύρεση μιᾶς βιώσιμης καί κατά τό δυνατόν κανονικῆς λύσεως στό πρόβλημα αὐτό.

Αὐτοτελεῖς ἐργασίες γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος  ἐμφανίστηκαν στόν ἑλλαδικό χῶρο μέ ἀφορμή κυρίως τήν ἀντικανονική  ἀνακήρυξη  τοῦ  αὐτοκεφάλου  τό  1833.  Πρῶτος  πού  ἀσχολήθηκε συστηματικά θεωρεῖται ὁ Κωνσταντίνος Οἰκονόμος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ
ὁποῖος στό δίτομο ἔργο του  «Τριακονταετηρίς Ἐκκλησιαστική ἤ Συνταγμάτιον ἱστορικόν τῶν ἐν τῷ Βασιλείῳ τῆς Ἑλλάδος συμβεβηκότων  (ἀπό τοῦ 1821 μέχρι τοῦ 1852) διῃρημένον εἰς τμήματα τρία»  συγκέντρωσε ὅλο σχεδόν τό ἀρχειακό ὑλικό γιά τήν ἐξιστόρηση τῶν γεγονότων πού ἀφοροῦσαν στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο τῆς Ἑλλάδος ἀπό τό  1821 μέχρι τό 1852 καί ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ πολύτιμη ἀρχειακή πηγή  γιά τήν περαιτέρω ἔρευνα τῆς περιόδου αὐτῆς. Παράλληλα καί ὁ ἀντίπαλός του Θεόκλητος Φαρμακίδης, γιά νά δικαιολογήσει τόν πρωταγωνιστικό ρόλο πού διαδραμάτισε ὁ ἴδιος στά σχετικά γεγονότα, ἀλλά   καί  γιά  νά  ἀντικρούσει  τίς  θέσεις  τοῦ  Οἰκονόμου,  συνέγραψε  δύο  πραγματεῖες μέ τίτλους : Ἀπολογία, Ἀθῆναι 1940, καί Ὁ Συνοδικός Τόμος ἤ περί Ἀληθείας, ἐν Ἀθήναις 1852. Εἰδικότερα στό δεύτερο ἔργο του,  γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική βιβλιογραφία ἀσχολήθηκε μέ τό ζήτημα τῆς δικαιοδοσίας τῶν θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως ἐπί τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, ἐπεκτείνοντας ἔτσι
τήν μέχρι τότε ἐπιστημονική ἔρευνα γιά τήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος στήν πρό τῆς ἐπαναστάσεως περίοδο. Σ’ αὐτόν ἀπάντησε ὁ καθηγητής τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου ἀθηνῶν Γεώργι ος Μαυροκορδάτος μέ σειρά μελετῶν του, τίς ὁποῖες ἐξέδωσε σέ δύο τόμους, μέ τίτλο Ἡ Θεοτείχιστος Ἐκκλησία, ἐν Ἀθήναις 1854, καί Φαρμακίδου τά διπλά, ἐν Ἀθήναις 1854.

2. Ἐκδόθηκε ἀπό τόν υἱό του Σοφοκλή Οἰκονόμο συπληρωμένη καί διορθωμένη  μετά τόν θάνατό του, μέ τίτλο Κων. Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων, Τά Σωζόμενα Ἐκκλησιαστικά Συγγράμματα, τ. Β’ - Γ’, Ἀθήνησι 1864, 1866.

Θά πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι τά ἔργα αὐτά παρά τόν ἀντιρρητικό χαρακτήρα τους παρέχουν πλούσιο ὑλικό καί ἔθεσαν τίς πρῶτες βάσεις γιά τή σοβαρή ἐπιστημονική ἔρευνα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι, στά ἔργα κυρίως τῶν ἀνωτέρω, ἀλλά καί σέ μεταγενέστερες μελέτες στηρίχθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Καθηγη- τής τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γιά τή σύνταξη τοῦ ἔργου του Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόμος πρῶτος, ἵδρυσις καί ὀργάνωσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 1920. Τό ἔργο αὐτό θεωρεῖται ἡ πρώ- τη  συστηματική  μελέτη  τῆς  Ἐκκλησιαστικῆς  Ἱστορίας τῆς  Ἑλλάδος, δεδομένου ὅτι ἐπεκτείνεται (ἔστω καί συνοπτικά) μέχρι καί τῶν ἀπαρχῶν τῆς ἱδρύσεως τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων στήν Ἑλλάδα ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο. Περισσότερο συστηματικό γιά τήν πρό τῆς ἐπαναστάσεως ἐποχή εἶναι τό συνθετικό ἄρθρο του μέ τίτλο «Ἑλληνική Ἐκκλησία», πού δημοσιεύθηκε στή Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. Ι (1934), σελ. 657-686.

Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Facebook Twitter

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου