Ἀναγκαιότητα καί χρησιμότητα τού μαθήματος τής Ἐκκλησιαστικής Ιστορίας τής Ἑλλάδος.
Ἀναγκαιότητα καί χρησιμότητα τοῦ μαθήματος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆςἙλλάδος.
Ἐάν τό ἱστορικό παρελθόν μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ θεμελιῶδες κριτήριο γιά τήν ὀρθή κατανόηση τοῦ σύγχρονου ἱστορικοῦ παρόντος της, τότε καί γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἰσχύει ὅτι ἡ σύγχρονη κατάστασή της καί ἡ καθόλου σχέση καί δράση της μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία, ἀλλά καί ἡ εὐρύτερη παρουσία της στόν ὀρθόδοξο καί τόν διαχριστιανικό χῶρο δέν εἶναι δυνατό νά κατανοηθοῦν καί νά ἀξιολογηθοῦν ἀντικειμενικά χωρίς τή γνώση τῶν πλούσιων στοιχείων
τοῦ ἱστορικοῦ της παρελθόντος, τά ὁποῖα ἐπιβιώνουν σταθερά καί διατηροῦνται ἀναλλοίωτα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ ἱδρυτοῦ της Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου μέχρι σήμερα.
Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῆς Ε. Ι. Ε. εἶναι ἀναγκαία ὄχι μόνο γιά τή γνώση τῆς καταστάσεως τῆς σύγχρονης αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀλλ’ ἐξ ἐπόψεως αὐστηρά ἐπιστημονικῆς καί ἐκπαιδευτικῆς καθίσταται ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν κατανόηση ἑνός σημαντικοῦ τμήματος τοῦ περιεχομένου τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας γενικότερα. Πιό συγκεκριμένα, ἡ γνώση τῆς Ε. Ι. Ε. συντελεῖ μεταξύ ἄλλων :
α) στήν ὀρθή κατανόηση τῆς παρούσας πνευματικῆς, ἠθικῆς καί ὑλικῆς καταστάσεως, καθώς καί στόν ἐντοπισμό τῶν σύγχρονων ἀδυναμιῶν, δυσλειτουργιῶν καί τῶν κάθε μορφῆς προβλημάτων πού ἀφοροῦν στή διοίκηση καί τήν ἐν γένει ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
β) στή διά τῆς ἀναγωγῆς στήν πλουσιότατη βιωθείσα ἐκκλησιαστική καί πνευματική ἐμπειρία τοῦ μακραίωνου ἱστορικοῦ παρελθόντος ἀναζήτηση τῆς ὀρθῆς-κανονικῆς ἐπιλύσεως τῶν σύγχρονων προβλημάτων της, καθώς καί στόν ὑγιή καθορισμό τῆς ὅλης πνευματικῆς
της πορείας μέσα στή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη ἑλληνική κοινωνία.
γ) στήν ὀρθή ἀξιολόγηση καί στήν καλύτερη ἀξιοποίηση τῶν σχέσεών της, τόσο μέ τίς ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὅσο καί μέ τόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, στά πλαίσια τῶν διορθοδόξων, διαχριστιανικῶν καί διαθρησκειακῶν διαλόγων, πού διεξάγονται σήμερα εἴτε σέ διμερές ἐπίπεδο εἴτε στό πλαίσιο τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως. Ἡ πλούσια ἱστορική ἐμπειρία στή βίωση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, ἀλλά καί τό ἰδιαίτερο προνόμιο τῆς στρατηγικῆς γεωπολιτικῆς θέσεως τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου, μέσα στόν ὁποῖο δρᾶ καί ἀναπτύσσεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους μέχρι σήμερα, τήν καθιστοῦν κεντρικό ἀξονα στήν προώθηση τῶν στοιχείων ἐκείνων, τά ὁποῖα εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν πρόοδο καί τή θετική ἐξέλιξη τῶν δια λόγων αὐτῶν.
Γενικότερα, ἀναφερόμενοι στήν ἀναγκαιότητα καί τή χρησιμότητα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος ὡς αὐτοτελοῦς ἐπιστημονικοῦ κλάδου, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ γνώση τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος καθόλου καί τοῦ συνόλου τοῦ πνευματικοῦ καί πολιτιστικοῦ βίου της διά μέσου τῶν αἰώνων θά ἦταν ἀτελής χωρίς τήν πλήρη καί ἀντικειμενική γνώση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς χώ- ρας, δεδομένου ὅτι ἡ Ἐκκλησία πού δρᾶ καί ἀναπτύσσεται στά γεωγραφικά της ὅρια δέν ἀποτελεῖ ἁπλά καί μόνο ἕνα ἐπί μέρους στοιχείο τοῦ πνευματικοῦ βίου τῶν κατοίκων της, ἀλλά ἕναν ἀπό τούς σημαν- τικότατους παράγοντες διαμορφώσεως τοῦ ἐθνικοῦ βίου τῶν Ἑλλή- νων, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τή συντριπτική πλειοψηφία τῶν κατοίκων της.
Τή σπουδαιότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδος ἀναγνώρισε ἀρχικά ἐν μέρει ἡ Ἑλληνική Πολιτεία καί τό 1933 ἵδρυσε στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν τήν ἔκτακτη Ἕδρα τῆς «Ἱστορίας τῶν Ὀρθοδό- ξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί ἰδίως τῆς Ἑλλάδος», σέ ἀντικατάσταση τῆς προϋπάρχουσας τακτικῆς Ἕδρας τῆς «Ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας» καί τῆς ἔκτακτης αὐτοτελοῦς Ἕδρας τῆς «Ἱστορίας τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν». Τό 1938 ἡ Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν μέ εἰδική γνωμάτευσή της εἰσηγήθηκε πρός τήν Πολιτεία τή μετονομασία τῆς νέας Ἕδρας σέ «Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τῆς συστάσεως αὐτῆς». Ὁ τίτλος ὅμως αὐτός δημιουργοῦσε σύγχυση ὡς πρός τό ἄν μέ τήν τελευταία φράση ὑπενοεῖτο ἡ ἵδρυση τῆς ἐν Ἑλλλάδι Ἐκκλησίας ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὁπότε πρόκειται οὐσιαστικά γιά τή συνολική Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τή διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ σ’ αὐτή μέχρι σήμερα, ἤ ἄν ἀναφερόταν ἀποκλειστικά στήν ἀπό τῶν ἐτῶν 1821, 1833 καί 1850 διαδικασία ἀναδείξεως τῆς «ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας» σέ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» ὑπό τή σύγχρονη διοικητική καί ὀργανωτική της μορφή. Γίνεται εὔκολα ἀντιληπτό, ὅτι τά διαφορετικά αὐτά χρονικά ὅρια ἐπιδροῦν ἀποφασιστικά στό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος καί τοῦ ἐρευνώμενου ἐπιστημονικοῦ ἀντικειμένου του, καί κατά συνέπεια ἐπιβάλλουν καί τή δέουσα προ- σοχή στόν ἀκριβή καθορισμό τοῦ τίτλου του. Ἡ ἀσάφεια αὐτή τακτο- ποιήθηκε ἀργότερα, μέ τήν ἀπόφαση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πα- νεπιστημίου Θεσσαλονίκης νά υἱοθετήσει σχετική πρόταση τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Γενικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Γερασίμου Κονιδάρη καί νά ἱδρύσει εἰδική ἔκτακτη αὐτοτελῆ Ἕδρα μέ τόν τίτλο «Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος», ἡ ὁποία κυρώθηκε μέ Βασιλικό Διάταγμα.\
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου